Ο Νίκος Φρατζέτης μετά από τις ποιητικές του συλλογές Υπακοή (Άπαρσις 2012), Τρένο και o Φώκνερ (Κίχλη 2018) και τη Χαρτοπετσέτα (Κίχλη 2020), κυκλοφόρησε πάλι από τις, γνωστές στο αναγνωστικό κοινό για την ποιότητα τους, εκδόσεις Κίχλη, την τρίτη ποιητική του συλλογή με τον τζαζ τίτλο Ένα τανγκό στο Σαντιάγο.
Ο Νίκος Φρατζέτης, όπως θα δούμε και παρακάτω κινείται σε ένα δικό του αλλά ταυτόχρονα ευρύτερο πλαίσιο έκφρασης με έντονα μουσικά στοιχεία, που μας φέρνουν στον νου μελωδίες της τζαζ και των μεγάλων αστικών κέντρων της Αμερικής και δη της Λατινικής, χωρίς να διαφεύγει, ούτε το επιθυμεί, από την ελληνική ανθρωπογεωγραφία (όπως π.χ. χαρακτηριστικά βλέπουμε, επίσης, με την ποίηση του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη, του Γιάννη Λειβαδά και του Αντώνη Τσόκου).
Πιο συγκεκριμένα, ήδη από το ομώνυμο ποίημα διαφαίνεται αυτή η μείξη ρεαλισμού και μιας σχεδόν μαγικής διαίσθησης του κόσμου, μέσα σε ένα χορό «καταμεσής του τρόμου», όπου οι συμμετέχοντες σχεδόν εκστατικά και απεγκλωβισμένοι από το χωροχρονικό τους πλαίσιο γίνονται μέρη ενός μεγάλου «πανηγυριού των δρόμων», εν μέσω μιας ατμόσφαιρας γεμάτης χημικά και εξεγερσιακή μέθη.
Οι πόλεις στην ποίηση του Φρατζέτη, εξαϋλώνονται κάτω από το πυρφόρο στεφάνι που τις διατρέχει και τις αγκυλώνει εντός μιας συνεχούς κίνησης χωρίς περιορισμούς και αποστάσεις. Μέσα σε αυτές τις πόλεις, αυτοί που θεωρούνται «περιθώριο», βρίσκουν μια θέση μακριά από την προσοχή της διαχεομένης ψευδεπίγραφης επισημότητας. Μέχρι ο ήλιος «να διαλύσει τη μαγεία» μιας «ηλεκτρικής νύχτας» που φέρνει ξανά στα μάτια μας το φως των τραίνων και των λαμπών του δρόμου (βλ. ποίημα «Ηλεκτρισμός»). Ενώ μελαγχολικές μορφές αναποφάσιστων αυτοχείρων, απογοητευμένων λογιστών και πεθαμένων ερώτων στις στάσεις των λεωφορείων, συσσωρεύονται κάτω από την ανατολή του Ηλίου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα μελαγχολικά, αστικά διαμερίσματα μετατρέπονται σε «φυλακές αναμνήσεων», που μόνο αυτά καταμαρτυρούν ότι «περάσαμε και εμείς από αυτόν τον κόσμο» (βλ. ποίημα «Τα σπίτια»). Και οι ένοικοί τους ψάχνουν ακόμη και το παραμικρό ερέθισμα που θα τους δώσει ξανά ζωή, ένα «τσίμπημα» ζωής (βλ. το ποίημα «Το τσίμπημα»).
Μια συλλογή που μας δείχνει με τον δικό της, άλλοτε ευαίσθητο και άλλοτε σκληρό, τρόπο την άλλη πλευρά των αστικών κέντρων μέσα από τα μάτια του ποιητή, που είναι ταυτόχρονα τα μάτια όλων μας. Μια ποίηση των πόλεων αφιερωμένη στους χαμένους, μέσα στον κόσμο των μοναχικών εξομολογήσεων και των βραδυνών μύθων, flaneurs.