Στην οδό Λυκούργου, στρίβοντας από την Αθηνάς απέναντι από το δημαρχείο, υπάρχει ένα κτήριο που καθημερινά προσπερνούσα δίχως μια φορά να μου ‘χει δημιουργήσει απορία. Μία ακόμη πολυκατοικία στην Αθήνα πλαισιωμένη από στενό πεζοδρόμιο, ένα περίπτερο στη γωνία και τα δέντρα να εμποδίζουν τον άνετο βηματισμό των περαστικών. Εικόνα γνωστή! Η καγκελόπορτα, μεγάλη και σφαλιστή, καθιστά σαφές πως τις βραδινές ώρες το κτήριο δεν είναι επισκέψιμο. Όμως διακρίνεται η είσοδος ― μια μικρή στοά με το κλιμακοστάσιο στα δεξιά και ένα ασανσέρ ακριβώς δίπλα. Απέναντι στέκει ένα μικρό φυλάκιο. Κοιτώ για τον φύλακα. Αλλά δεν εμφανίζεται κανείς.
❦
Η πρώτη περιγραφή μιας φωτογραφίας των αποκαλούμενων «πίσω δωματίων» (Backrooms) ανέβηκε ως ανάρτηση σ’ ένα μπλογκ τρόμου το 2019. Αναδεικνύει τους χώρους εκείνους που βρίσκονται πέρα από το οικείο όριο που δημιουργούν οι προσόψεις του αστικού τοπίου· χώρους συχνά κενούς, οι οποίοι λειτουργούν ως ένα άγνωστο σκηνικό. Από τότε, σχεδόν εμμονικά, τέθηκε σε αδιάκοπη κίνηση μια ολόκληρη online κοινότητα που αναζητεί τέτοιους μεταιχμιακούς χώρους.[1]
Η λεζάντα που συνόδευε την φωτογραφία είχε ως εξής:
«Αν δεν προσέξεις και “περάσεις το όριο” στις λάθος περιοχές, τότε θα βρεθείς στα “πίσω δωμάτια”, όπου δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τη δυσωδία της παλιάς υγρής μοκέτας, την παράνοια ενός μονότονου κίτρινου, το ατελείωτο βουητό των λαμπτήρων φθορίου ― και άπειρα τετραγωνικά από τυχαία διαχωρισμένα άδεια δωμάτια, όπου θα μπορούσες να παγιδευτείς. Ο Θεός να σε βοηθήσει αν ακούσεις κάτι να τριγυρνάει εκεί γύρω, γιατί αυτό θα σ’ έχει οπωσδήποτε ακούσει».[2]
Εμφανίζεται ενοχικά ο φύλακας και απολογείται πως ήταν στην τουαλέτα. Τον βλέπω που ‘ναι έτοιμος να ρωτήσει τι θέλω, ποιος είμαι, τι δουλειά έχω εκεί ― όμως σκύβει, ξεκλειδώνει και σηκώνει την καγκελόπορτα· με αφήνει να περάσω. Ίσως επειδή τον έπιασα να απουσιάζει από το πόστο του να ήθελε απλώς να ξεμπερδεύει…
❦
Τοίχοι βαμμένοι μπεζ με πλαστικό χρώμα αντανακλούν το λευκό ψυχρό φως των λαμπτήρων φθορίου. Πάτωμα στρωμένο με πλακάκια όλο επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά σχήματα χρώματος ροζ και μπεζ. Πόρτες όλες ίδιες έμοιαζαν να επαναλαμβάνονται ρυθμικά. Μέχρι και οι ρωγμές και τα φαγώματα στους τοίχους θα ‘λεγες πως επαναλαμβάνονται ίδια ανά πόρτα. Ο αέρας βαρύς, έχει καιρό να ανανεωθεί. Διαπιστώνω πως, όντως, βρήκα στην Αθήνα ένα «πίσω δωμάτιο», όπως τα ‘χαν περιγράψει στο διαδίκτυο άγνωστοι και ψευδώνυμοι συντάκτες λίγα χρόνια πριν….
Συνεχίζω ν’ ανεβαίνω τους ορόφους προς αναζήτηση μιας έκπληξης, ενός έστω στοιχείου που θα μου δώσει μια πληροφορία για τον χώρο όπου βρίσκομαι. Αφού διέτρεξα τους πρώτους ορόφους και δεν βρήκα τίποτα σαφές ή συγκεκριμένο εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάποια μικρή αλλοίωση του περιβάλλοντος, η οποία θα έσπαγε τα όμοια πρότυπα που επαναλαμβάνονταν, θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι ένας διάδρομος βαμμένος άσπρος αντί για μπεζ, ή ένα φωτιστικό αντί για τους γυμνούς λαμπτήρες. Τίποτα. Όλοι οι όροφοι ίδιοι, εφόσον είχαν δει τον πρώτο ήταν σαν να τους ξέρω όλους.
Οι πόρτες απέχουν μόλις λίγα μέτρα η μια από την άλλη. Σε τέτοιους χώρους θα μπορούσαν να λειτουργούν υπηρεσίες και τα λεγόμενα κεντρικά των μικροεταιρειών, η τοποθεσία είναι τόσο κεντρική! Μόνον που οικονομία τέτοιου τύπου δεν υπάρχει πια, πάντως όχι σε αυτήν την κλίμακα. Τα γραφεία των ελεύθερων επαγγελματιών που χρειάστηκε να επισκεφτώ βρίσκονται μέσα σε πυκνοκατοικημένες πολυκατοικίες, πρώην διαμερίσματα που πλέον τροποποιήθηκαν ώστε να προσφέρουν υπηρεσίες. Η νέα τους λειτουργία σχεδόν πάντα δηλώνεται στην εξωτερική είσοδο με μια πλάκα κοντά στα κουδούνια. Όσο για τα κεντρικά των μεγάλων εταιριών, αυτά βρίσκονται πια έξω από την πόλη. Με πιάνω ν’ αναρωτιέμαι μήπως υπήρξα πελάτης αποκλειστικά κάποιων franchise από τα εφηβικά μου χρόνια και μετά…. Βρίσκομαι σ’ ένα κτίσμα που κάποτε στέγαζε είκοσι ξεχωριστά και αυτόνομα γραφεία ανά όροφο, το ‘να δίπλα στο άλλο, και το οποίο φτιάχτηκε εξαρχής γι’ αυτόν τον σκοπό· και αυτό σήμερα, τουλάχιστον σ’ έναν άνθρωπο που γεννήθηκε το ‘98, φαίνεται ανήκουστο. Θα μου φαινόταν πολύ παράξενο αν ξανασχεδιαζόταν ποτέ ένα τέτοιο κτήριο με αποκλειστικό σκοπό να στεγάσει τέτοια μικρά και διακριτά γραφεία…
Τα περισσότερα κουδούνια είναι κενά ή ξεθωριασμένα σε σημείο που μόνο διάσπαρτα γράμματα μπορώ να καταλάβω. Σε άλλα υπήρχε απλώς ο κωδικός της πόρτας: Α3, Β1... Ο φύλακας στην είσοδο παραμένει ο μόνος μάρτυρας πως το κτήριο αυτό παραμένει σε χρήση. Κατεβαίνοντας για την έξοδο παρατηρώ στον πρώτο όροφο, πριν το γύρισμα της σκάλας, ένα κομμάτι γυψοσανίδας σκόρπιο δίπλα σε μία από τις πόρτες. Πλησιάζω για να δω, έχει γούστο κάποιος να κάνει ανακαίνιση σ’ αυτό το κουφάρι; Το κουδούνι γράφει: Φοροτεχνικό & Λογιστικό Γραφείο <Επίθετο>. Το χαρτάκι είναι καινούριο με σύγχρονη, μίνιμαλ γραμματοσειρά. «Λογιστές», λοιπόν, οι χρήστες του χώρου. Βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα για την κατάσταση της οικονομίας, μπορεί να ξαναέρχονται οι συνθήκες που θα επιτρέψουν σε αυτό το κτήριο να βρει σκοπό; Βέβαιος πως ένα γραφείο στα εξήντα ενδέχεται να λειτουργεί ακόμη δεν είναι ακριβώς η επιβεβαίωση που ψάχνω…
❦
Κατεβαίνω τη σκάλα, χαιρετώ τον φύλακα, μου ανοίγει την πόρτα και με καληνυχτίζει. Ανεβάζω την φωτογραφία που τράβηξα από τον διάδρομο στο reddit, μέσα σε μισή ώρα την έχουν δει περίπου 160 άτομα και το 90% των χρηστών μπήκαν στη διαδικασία να την ψηφίσουν, να την κρίνουν θετικά, η μεταιχμιακότητά της κρίνεται επιτυχημένη. Μια νέα αισθητική κατηγορία αναδύεται και διαθέτει τα δικά της μέτρα σύγκρισης, τη δική της μουσική, το δικό της λεξιλόγιο, τους δικούς της μύθους, και το δικό της κοινό.
Οι χώροι που συναντά κανείς στο online αρχείο των μεταιχμιακών χώρων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Μέρη καθημερινά, γραφεία, στοές και υπόγειοι σιδηροδρομικοί σταθμοί· και μέρη απόμακρα, ένα άδειο στούντιο γυρισμάτων ή μια χαρακιά πλακοστρωμένης διαδρομής καταμεσής ενός αχανούς τοπίου ― όλα αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στην κατηγορία του μεταιχμιακού.
Από την επιτόπια εξερεύνηση των μεταιχμιακών χώρων κάθε επισκέπτης φεύγει με διαφορετικά συναισθήματα. Κάποιοι βιώνουν μια ηρεμία και ίσως γαλήνη, μια ευγνωμοσύνη που ανακάλυψαν ένα προσωρινό, απομονωμένο καταφύγιο· και άλλοι φεύγουν με ένα αίσθημα νοσταλγίας, μελαγχολίας και υπαρξιακής ανησυχίας.
Κάθε χώρος συνοδεύεται από ερωτήσεις. Τι έγινε σε αυτό το μέρος και κατέληξε έτσι; Ποιος το έφτιαξε και γιατί; Πώς γίνεται κάτι τόσο γνώριμο να καταντάει ξένο; Οι χώροι που άμεσα χαρακτηρίζονται μεταιχμιακοί
φαίνεται να είναι κενοί ιστορίας. Εάν γνωρίζαμε τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες προέκυψαν και τον λόγο της ύπαρξής τους, τότε τα συναισθήματα που μας γεννούν σήμερα και οι δυναμικές που εμπνέουν δεν θα ήταν τα ίδια. Όμως ο μεταιχμιακός χώρος εμφανίζεται σαν ένα σημείο εκτός του συστήματός του, ένας τόπος δίχως τον μύθο του. Γι’ αυτόν τον λόγο συνοδεύεται από τόσο έντονα ερωτήματα: επειδή υφίσταται η ανάγκη να αποκατασταθεί η ιστορία που γεμίζει τον χώρο, που τον δημιουργεί και τον τρέφει. Οι μεταιχμιακοί χώροι βρίσκονται εκτός συγκείμενου, στέκουν χωρίς χρήση και χωρίς κατοίκους: είναι σκηνικά στα οποία δεν διαδραματίζεται τίποτα ― και για αυτόν τον λόγο είναι ιδιαιτέρως άβολοι.
Και όμως, ενώπιον της αμηχανίας ενός κενού μεταιχμιακού χώρου πολλοί βλέπουν ένα ελεύθερο πεδίο για να προβάλουν τον εαυτό τους. Η νοσταλγία εμφανίζεται συχνά ως η κύρια ποιότητα των μεταιχμιακών χώρων. Τα παιδικά δωμάτια από τα 90’s, τα λούνα παρκ, οι παιδότοποι, τα καταστήματα arcade και τα video club είναι παραδείγματα χώρων που αναρτώνται καθημερινώς σε εξειδικευμένες ιστοσελίδες που αφορούν μεταιχμιακούς χώρους. Τα όρια μεταξύ νοσταλγικού
και μεταιχμιακού δεν είναι σαφή. Ωστόσο, μια διάκριση είναι δυνατή, καθώς υπάρχουν νοσταλγικές εκφάνσεις ενός χώρου δίχως να είναι και μεταιχμιακές, όπως οι εικόνες του καλλιτέχνη Rachid Lotf,[3] εικόνες που συμπυκνώνουν με θέρμη το στίγμα της κουλτούρας της εποχής. Ενώ η μεταιχμιακή νοσταλγία στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, στον βαθμό που δεν συνιστά μια ευχάριστη, άνετη και βολική νοσταλγία· το κύριο αφήγημα της δεν είναι πως το παρελθόν υπήρξε καλό (ή καλύτερο) από το σήμερα, όσο πως ούτως ή άλλως το παρελθόν είναι πίσω μας και οι χώροι που το όριζαν κενοί.
Στο άλλο άκρο, απέναντι από τη νοσταλγία, φαίνεται πως καραδοκεί ο τρόμος ως το κυρίαρχο συναίσθημα που προκαλούν οι μεταιχμιακοί χώροι. Σχεδόν άμεση μοιάζει η μετάφραση σε τρόμο του αρχικού φόβου μπρος στο άγνωστο. Διόλου τυχαία, η πρώτη φωτογραφία «πίσω δωματίων» με περιγραφή ανεβαίνει σε μια υποκατηγορία τρόμου του διαδικτυακού φόρουμ. Και οι ιστορίες τρόμου αποτελούν μια εύκολη λύση απόδοσης συγκείμενου σε έναν χώρο που αρνείται να ενταχθεί οπουδήποτε. Οι πρώτες gothic ιστορίες έχουν στον πυρήνα τους ένα συστημικό μεταιχμιακό κτήριο: το Κάστρο του Οτράντο, Η πτώση του οίκου των Άσερ, το μοναστήρι στον Μοναχό… Σε τέτοια αφηγήματα συναντάς κτίσματα που ζουν εκτός του πλαισίου που τα γέννησε, αφού η χρηστικότητά τους έχει εκλείψει, ωστόσο δεν έχουν ακόμη προλάβει να γίνουν μνημεία μιας περασμένης εποχής περνώντας μέσω της μνημειοποίησης στην επόμενή τους φάση. Το κάστρο, όπου μια αριστοκρατική οικογένεια επιβίωσε παραπάνω απ’ όσο της ήταν γραφτό· ο Οίκος που ξέμεινε δίχως τα περιβάλλοντα κτήματα που κάποτε του ανήκαν και τα διαχειριζόταν· ένα μοναστήρι στις παρυφές της πόλης, το οποίο η αστικοποίηση μόλις και αγγίζει με αργούς ρυθμούς… Οι χρήστες τέτοιων κτηρίων βρίσκονται εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, είναι οι τελευταίοι επιζώντες ενός συστήματος που σιγά σιγά εξαφανίζεται.
Η συναισθηματική φόρτιση ενός πρόσφατου ερειπίου αποδεικνύεται δύσκολα διαχειρίσιμη. Ο M. Fisher μιλάει για την «απόκοσμη απουσία», τη συνθήκη κατά την οποία συναντάμε έναν χώρο που ενώ γνωρίζαμε πως κάποτε βρισκόταν σε συνεχή χρήση από ένα ποικιλόμορφο κοινό, ξαφνικά μας εμφανίζεται άδειος.[4] Αμέσως τα ερείπια μας υποβάλλουν τη διάθεση να ερευνήσουμε την ερειπίωσή τους και μας προσκαλούν να αναρωτηθούμε πώς θα φαίνονται τα απομεινάρια του δικού μας πολιτισμού εκτός του σημειωτικού τους συστήματος, παρακινώντας μας να φανταστούμε τον κόσμο μας σαν μια συλλογή από απόκοσμα χνάρια. Οι μεταιχμιακοί χώροι κάνουν ακριβώς αυτό―μας παρουσιάζουν εμβληματικά στοιχεία του πολιτισμού μας ως μια συλλογή από κενά κελύφη.
Το κτήριο της Λυκούργου μόνο νοσταλγικά μπορώ να το φανταστώ να λειτουργεί, τότε στην ακμή του· βρισκόμαστε στη συνθήκη της δεκαετίας του ‘80, τα γραφεία είναι γεμάτα, τα σταθερά τηλέφωνα χτυπάνε συνεχώς, και οι εργαζόμενοι ακόμα καπνίζουν σε εσωτερικούς χώρους στο διάλειμμα τους και όχι μόνον. Συνάμα το ίδιο κτήριο παρουσιάζεται απόκοσμα άδειο αποκαλύπτοντας γρήγορες ματιές στις ξεχασμένες δομές του συστήματος που εξυπηρετούσε, αυτές φάνταζαν τόσο μόνιμες και σταθερές. Η μεταιχμιακότητα του χώρου οφείλεται στην ικανότητά του να λειτουργεί παράλληλα ως χώρος νοσταλγικός και απόκοσμος, συμπυκνώνοντας τις προηγούμενες και τις σημερινές του ταυτότητες, δείχνοντας πως ο χαρακτήρας του δεν είναι σταθερός, αλλά ευμετάβλητος, και δυναμικός.
[1] Ιστότοπος της κοινότητας: www.reddit.com/r/LiminalSpace/
[2]
www.reddit.com/r/backrooms/com...
[3] Ιστότοπος του καλλιτέχνη; www.artstation.com/rachidlotf
[4] Fisher, Mark. ‘The Weird and the Eerie’, Repeater Books, Λονδίνο 2016, σ. 61-63