Δωμάτιο σε ένα παλιό πανδοχείο στη Ρενάδα. Πάνω στο τραπέζι ένα μπουκάλι νερό και ένα ποτήρι απ’ όπου πίνει ο Χουάν πότε-πότε. Μόλις το αδειάζει το παίρνει η Ελβίρα. Στην πλάτη της καρέκλας η κάπα. Η Ελβίρα αραιά και πού βγάζει ένα καθρεφτάκι και βάφει τα χείλη της με κόκκινο κραγιόν.
Σκηνή Ι
Η Ελβίρα και ο Χουάν.
ΕΛΒΙΡΑ: Τώρα είσαι πια εδώ, στη Ρενάδα μας και σε αυτό το σπίτι, σήμερα πανδοχείο και πριν από χρόνια σπίτι σου, σπίτι τον γονιών σου, όπου πέταξε, σαν ονειροπόληση κάποιας αυγής! η κοινή μας παιδική ηλικία, όταν βαβίζοντας ακόμα παίζαμε τον σύζυγο και τη σύζυγο· μας κοίμιζαν στριμωγμένους στην ίδια κούνια…
ΧΟΥΑΝ: Σ’ αυτό ακριβώς το δωμάτιο, υπνοδωμάτιο τότε, με έφερε με βογκητά πόνου η μητέρα μου στο φως του κόσμου, έτσι όπως την άκουσα… Και πόσα με περιμένουν ακόμα μετά από τέτοιο ξόρκι! Τόσες μακρινές αναμνήσεις!
ΕΛΒΙΡΑ: Γι’ αυτό θέλησα να σε φέρω εδώ πέρα, και τώρα που σ’ έχω εδώ, μαζί μου, μακριά από τη φούρια που σαστίζει…
ΧΟΥΑΝ: Τι με έχεις; με έχεις λες;
ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, σε έχω! Και δεν θα σε αφήσω, γιατί σε αγαπώ.
ΧΟΥΑΝ: Γιατί με διεκδικείς;
ΕΛΒΙΡΑ: Για να σε αγαπώ! Σε αγαπώ και φτάνει!, από πριν με γνωρίσεις. Σε αγαπώ ολόκληρο.
ΧΟΥΑΝ: Άλλη μια φορά: γιατί;
ΕΛΒΙΡΑ: Χωρίς γιατί και χωρίς τίποτα! Η πιστή αγάπη δεν ψάχνει πέρα από την ίδια την αγάπη! Σε αγαπάω!
ΧΟΥΑΝ: Όχι· εσύ αυτό που θέλεις είναι να σου δώσω…
ΕΛΒΙΡΑ: Και έτσι αν ήταν, γιατί όχι; Παιδιά δικά σου και δικά μου, για να γίνουμε ένα σε αυτά και οι δύο και να μην πεθάνουμε…
ΧΟΥΑΝ: Μα αφού γεννιόμαστε νεκροί, Ελβίρα, αφού γεννιόμαστε νεκροί!... Τη μέρα που έθαψαν τη μητέρα μου και τον πατέρα σου, τη μέρα της συμφοράς, μας έβαλαν να κοιμηθούμε μαζί… Και όταν ανακαλώ την παιδική μας ηλικία…
ΕΛΒΙΡΑ: Καλά λες «μας», γιατί μαζί μεγαλώσαμε, θυμάσαι;
ΧΟΥΑΝ: Την έχω μπροστά μου,… όχι!, μέσα μου!, πολύ μέσα μου! Και τώρα εδώ με ζώνει και με περιτυλίγει και με σκεπάζει με τις αναμνήσεις –λεπτή ομίχλη της χαραυγής– που έφτιαξαν τη μνήμη μου και που γεννήθηκε απ’ αυτές… Ποιος ξέρει; Ίσως χωρίς εγώ να το ξέρω στο βάθος της μνήμης μου σαν θεμέλιό της βρίσκεται η ανάμνηση του βογκητού της φτωχής μητέρας μου, όταν με είδε να βγάζω το κεφάλι σε ετούτη τη σκηνή του κόσμου… Και το πρώτο της φιλί…
ΕΛΒΙΡΑ: Έτσι όπως μεγάλωσες ανάμεσά μας, μαζί με εμάς, εγώ, η αδερφή μου, η αδερφή σου…
ΧΟΥΑΝ: Καημένη Ρόζα!
ΕΛΒΙΡΑ: Καημένη; γιατί; Καημένοι εμείς! Έπαιζες στα παιχνίδια μας…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, στα σπιτάκια… Εγώ συνήθως ήμουνα το παιδί σου…
ΕΛΒΙΡΑ: Τι μέρες κι εκείνες!
ΧΟΥΑΝ: Και με έφτιαχνες και με στόλιζες και μου έβγαζες τις μύξες… Γι’ αυτό τα άλλα παιδιά με φώναζαν κοροϊδευτικά Χουανίτο ανάμεσα σ’ αυτές και άλλα παρατσούκλια ακόμη πιο άσχημα, μέχρι που μια μέρα τους τον έκοψα τον βήχα…
ΕΛΒΙΡΑ: Η αλήθεια είναι ότι από παιδί ήσουνα μια ομορφιά! ωραίο αγόρι!
ΧΟΥΑΝ: Κολακείες και κομπλιμέντα σε κονσέρβα;
ΕΛΒΙΡΑ: Όμως κατέληξες να είσαι στο σχολείο το κοκοράκι του κοτετσιού χάρη σ’ εμάς,… σ’ εμένα! Και τι άσχημα πράγματα σου μάθαιναν! Θυμάμαι πως μου προκάλεσε αηδία τότε που, πιάνοντας μια μύγα, την έλιωσες διπλώνοντας ένα χαρτί, για να κάνει ωραία σχήματα… τι αηδία! Και δεν θυμάσαι; δεν θυμάσαι τότε που έπιανα και σε ψηλάφιζα και σε πασπάτευα, και σε έντυνα και σε έγδυνα, και σου έφτιαχνα τις μπουκλίτσες και σε καταφιλούσα, έτσι, έτσι; [Τον φιλά στα δύο μάγουλα.] Δεν θυμάσαι; δεν ξυπνάς;
ΧΟΥΑΝ: Να ξυπνάς δεν είναι να θυμάσαι, αλλά να ξεχνάς το όνειρο. Και στην παιδική μας ηλικία, μην ξέροντας ότι υπάρχει ο θάνατος, ήμασταν αθάνατοι.
ΕΛΒΙΡΑ: Και θα είμαστε. Γιατί σ’ αγαπώ. Και αφέσου να αγαπηθείς.
ΧΟΥΑΝ: Είναι η ειδικότητά μου, να αφήνομαι να αγαπιέμαι… Αλλά τον φοβάμαι τον καρπό της αγάπης, τον αποφεύγω.
ΕΛΒΙΡΑ: Καπρίτσια μικρού παιδιού κακομαθημένου και παραχαϊδεμένου!
ΧΟΥΑΝ: Τότε δεν ξέραμε για τον θάνατο… Τα παιδιά μου θα ήταν θανάτου παιδιά…
ΕΛΒΙΡΑ: Ορίστε;
ΧΟΥΑΝ: Είναι το μυστικό μου. [Σηκώνεται και κάνει βόλτες.] Όχι, όχι, όχι! [Σταυρώνει τα χέρια.]
ΕΛΒΙΡΑ: Σταυρώνεις τα χέρια; Προστατεύεσαι με αυτά για να μου πεις: «Όχι, όχι, όχι!» Γιατί εγώ… [Ανοίγει τα χέρια της και πηγαίνει προς αυτόν.] ναι, ναι, ναι!,… πάρε με στην αγκαλιά σου! [Αγκαλιάζονται.]
ΧΟΥΑΝ: Αλλά…
ΕΛΒΙΡΑ: Χωρίς αλλά! Χουάν, Χουάν! [Στο αφτί του.] Φίλησέ με με όλο σου το στόμα και στο στόμα μου όλο… [Από μακριά ακούγονται κάποιες καμπάνες.]
ΧΟΥΑΝ: [Αποτραβιέται.] Η δική της! Όχι, όχι, όχι! Εκείνη! [Καλύπτει τα μάτια του.] Εκείνη!
ΕΛΒΙΡΑ: Ακόμα;
ΧΟΥΑΝ: Πάντα!
ΕΛΒΙΡΑ: Στην αγκαλιά μου θα πάψει να σε παρενοχλεί, να σε κατατρέχει!
ΧΟΥΑΝ: Εδώ, όπου γεννήθηκα, γεννήθηκε και Εκείνη μαζί μου… Αχ, να μπορούσα να σε αγαπήσω!... Θα σε έκανα δυστυχισμένη!
ΕΛΒΙΡΑ: Καλύτερα δυστυχισμένη μαζί σου παρά με άλλον ευτυχισμένη.
ΧΟΥΑΝ: Και αν εγώ, χωρίς να το ξέρεις, ήμουνα…
ΕΛΒΙΡΑ: Παντρεμένος; Καλά λοιπόν, καλύτερα αγαπητικιά δική σου παρά γυναίκα κάποιου άλλου. Μέχρι και στο χαρέμι σου…
ΧΟΥΑΝ: Και αν…
ΕΛΒΙΡΑ: Τι;
ΧΟΥΑΝ: Και αν…
ΕΛΒΙΡΑ: Εάν δεν απέδιδες; Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!
ΧΟΥΑΝ: Δηλαδή με έφερες εδώ για να με φλερτάρεις, για να μου κάνεις έρωτα; Είναι αστείο! Μα εδώ!
ΕΛΒΙΡΑ: Σε έφερα για να σε κάνω άντρα και, πάνω απ’ όλα, για να γίνω γυναίκα. Και θα κάνω το δικό μου, σου το ορκίζομαι. Απ’ τον Θεό εξαρτάται…
ΧΟΥΑΝ: Άσε ήσυχο τον Θεό, για τον Θεό! Και όλα ετούτα [Δείχνοντας την επίπλωση.] είναι νοικιασμένα…
ΕΛΒΙΡΑ: Όπως οι ζωές και των δυο μας… Μέχρι να στήσουμε σπιτικό…
ΧΟΥΑΝ: Διαμέρισμα θα θέλεις να πεις, που δεν είναι το ίδιο…
ΕΛΒΙΡΑ: Θέλω να σε κάνω να ριζώσεις και όχι όπως ζεις, πλάνης, ανέστιος, χωρίς φωλιά…
ΧΟΥΑΝ: Και είναι σπιτικό το διαμέρισμα; Να εγκατασταθώ; Νοικάρης; Καλύτερα φιλοξενούμενος! Αφού δεν μπορώ να ζω στον ανοιχτό κάμπο, σε δικό μου κάστρο, σαν κύριος φεουδάρχης!... Αλλά… σε κωμόπολη; Σε κωμόπολη, εξευτελισμός. Καλύτερα περιπλανώμενος…
ΕΛΒΙΡΑ: Αλήτης;
ΧΟΥΑΝ: Όπως θέλεις! Αυτές οι φωλιές των άγριων ζώων…
ΕΛΒΙΡΑ: Σωστά· εδώ στο δωμάτιο, πνίγομαι. Θα ανοίξω το μπαλκόνι,… να μπει ο αέρας του δρόμου!
ΧΟΥΑΝ: Αναθυμιάσεις από το ρυάκι! Αλλά ρυάκι… δρόμου. Οχετός! Για να μας δουν οι γείτονες από απέναντι, έτσι δεν είναι; Μην το ανοίξεις!
ΕΛΒΙΡΑ: [Καθώς πηγαίνει στο μπαλκόνι.] Κοίτα, έλα· έλα να δεις την Ενκαρναθιόν που περνάει από ‘κει…
ΧΟΥΑΝ: Ενκαρναθιόν που σημαίνει ενσάρκωση,… ενανθρώπιση… Άφησέ την!
ΕΛΒΙΡΑ: Η καημένη πενθεί.
ΧΟΥΑΝ: Ναι, χήρεψε· το ξέρω.
ΕΛΒΙΡΑ: Λένε ότι παντρεύτηκε από απόγνωση, με έναν…
ΧΟΥΑΝ: Είμαι ένοχος και για τη χηρεία της;
ΕΛΒΙΡΑ: Για τη χηρεία της… όχι! Για την παντρειά της από απελπισία, λένε πως ναι…
ΧΟΥΑΝ: Νίπτω το στόμα μου. [Πίνει.]
ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, όπως ο Πιλάτος τα χέρια του… Περνάει μαζί με τον γιο της· ένα ανθρωπάκι σχεδόν…
ΧΟΥΑΝ: Δεν παντρεύτηκε, λοιπόν, μάταια.
ΕΛΒΙΡΑ: Αλλά έχασε τον σύζυγό της, ο κακόμοιρος!
ΧΟΥΑΝ: Κακόμοιρος; Το λίγο που έζησε μαζί της ήταν άκρως απολαυστικό…
ΕΛΒΙΡΑ: Κι εκείνη;
ΧΟΥΑΝ: Μα δεν της άφησε αυτό τον γιο;…
ΕΛΒΙΡΑ: Και με τι αέρα περπατάει!... Το πένθος την κολακεύει, την κάνει πιο ενδιαφέρουσα… ο καθένας θα έλεγε πως είναι κόρη…
ΧΟΥΑΝ: Κάποιου που ξέρει να κόβει.
ΕΛΒΙΡΑ: Να κόβει; Κρέας ή κοστούμια;
ΧΟΥΑΝ: Το ίδιο είναι!
ΕΛΒΙΡΑ: Και παρεμπιπτόντως… άκου, Χουάν, ξέρεις ότι η Μιλάγρος μάς άφησε χρόνους;
ΧΟΥΑΝ: Γεννήθηκε προορισμένη γι’ αυτό… η δύναμη του πεπρωμένου!
ΕΛΒΙΡΑ: Σε ταράζει όμως να το σκέφτεσαι…
ΧΟΥΑΝ: Καλά· ας πάμε σε άλλο θέμα!
ΕΛΒΙΡΑ: Άλλο θέμα; τι άλλο θέμα; Έχεις τον θάνατο στα μάτια και γι’ αυτό σ’ αγαπώ· για το μακελειό που κάνεις…
ΧΟΥΑΝ: Όπως και τον θάνατο;
ΕΛΒΙΡΑ: Τι είναι αυτά που λες τώρα!
ΧΟΥΑΝ: Στην Πορτογαλία γνώρισα ένα ζευγάρι που ενώθηκαν για να αυτοκτονήσουν μαζί… Αυτό πώς σου φαίνεται;
ΕΛΒΙΡΑ: Εγώ θέλω να σε λυτρώσω από την κενή ζωή σου, που είναι σαν αργή αυτοκτονία. Ό,τι ψάχνεις εδώ κι εκεί, τρελέ, το έχω εγώ· μπορώ να σου το δώσω εγώ!
ΧΟΥΑΝ: Απατάσαι, Ελβίρα. Μα πες μου, γιατί τον περιφρονείς;
ΕΛΒΙΡΑ: Περιφρονώ; ποιον; ποιον; Τον Αντώνιο; Μπα! Δεν χρειάζομαι γιατρό!
ΧΟΥΑΝ: Είναι τόσο τέλειος! τόσο ακέραιος! τόσο γενναιόδωρος! τόσο άντρας!
ΕΛΒΙΡΑ: Άντρας; Όπως πολλοί άλλοι! Άντρες σωρός! Υπάρχουν τόσοι άντρες τέλειοι, ακέραιοι, γενναιόδωροι! Καμία δεν ερωτεύεται κάποιον επειδή είναι ωραίος, αλλά με το να τον ερωτευτεί τον ωραιοποιεί.
ΧΟΥΑΝ: Και γιατί ερωτευόμαστε τότε;
ΕΛΒΙΡΑ: Γιατί έτσι, για να ξεφύγουμε από την ανία. Και αυτός, ο Αντώνιο, είναι, όσο καλός και αν είναι, όπως οι άλλοι…
ΧΟΥΑΝ: Κι εγώ;
ΕΛΒΙΡΑ: Εσύ, όχι· εσύ δεν είσαι όπως οι άλλοι… Χειρότερος ή καλύτερος, αλλά διαφορετικός…
ΧΟΥΑΝ: Και πώς είμαι;
ΕΛΒΙΡΑ: Τι με νοιάζει; Δεν είσαι όπως οι άλλοι άντρες…
ΧΟΥΑΝ: Κάποιοι υποπτεύονται πως δεν είμαι… Γιατί έχεις γνωρίσει κάποιον άντρα, Ελβίρα;
ΕΛΒΙΡΑ: Ούτε που χρειάζεται!
ΧΟΥΑΝ: Αυτόν που φέρεις μέσα σου· αυτόν που φαντάζεστε εσείς οι γυναίκες…
ΕΛΒΙΡΑ: Σ’ αγαπώ, και φτάνει!
ΧΟΥΑΝ: Όπως εσύ με πλάθεις, δεν είναι έτσι;
ΕΛΒΙΡΑ: Πώς σε πλάθω;
ΧΟΥΑΝ: Πρώτα πρέπει να ξεγίνω αυτός που ήμουν στην προηγούμενή μου…
ΕΛΒΙΡΑ: Άντε πάλι με το ίδιο θέμα! Άσε πια τα φαντάσματα… Μα… ποιος χτυπάει;
ΧΟΥΑΝ: Άσ’ τον να χτυπάει χωρίς να δίνεις σημασία. Καλύτερα να μην ξέρουν ότι είμαι εδώ,… ότι επέστρεψα…
ΕΛΒΙΡΑ: Άντε πάλι! Ακόμα χτυπούν·… ούτε επίτηδες…
ΧΟΥΑΝ: Ας κάνουμε σαν να μην ακούμε… Μίλα χαμηλόφωνα… Μίλα χαμηλόφωνα, γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά…
ΕΛΒΙΡΑ: Και οι τοίχοι έχουν αυτιά; μπούρδες!
ΧΟΥΑΝ: Αυτοί εδώ ναι,… ακούνε και θυμούνται,… και επαναλαμβάνουν αυτό που ακούνε… Επιμένει! Είναι κάποιος που ξέρει ότι είμαστε εδώ. Πήγαινε ν’ ανοίξεις. [Η Ελβίρα βγαίνει.] Ποιος να ‘ναι, και τέτοια ώρα; Δεν γίνεται να τον αποφύγουμε… Καίγομαι απ’ τη δίψα…
Σκηνή ΙΙ
Οι παραπάνω και η Δόνα Πέτρα.
Δ. ΠΕΤΡΑ: [Από έξω πριν μπει.] Ξέρω ότι είναι εδώ· μην μου το αρνείστε· ξέρω ότι είναι μέσα και χρειάζεται να τον δω…
ΕΛΒΙΡΑ: [Έξω.] Μα, ξέρετε, κυρία μου…
Δ. ΠΕΤΡΑ: [Έξω.] Πώς δεν δέχεται; Εμένα ναι!
ΧΟΥΑΝ: Ελβίρα, άφησέ τη να περάσει! Κι άλλο θύμα! κι άλλη σκηνή! τι κακοτυχία! [Στη Δόνα Πέτρα, που μπαίνει συνοδευμένη από την Ελβίρα και με ένα σκυλάκι στα χέρια.] Πάλι;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ναι, πάλι, αχρείε, πάλι! Παρά τις επιφυλάξεις που πήρες, έμαθα για την επιστροφή σου στη Ρενάδα και ήρθα εδώ για να σε καταραστώ. Έρχομαι από το κοιμητήριο [Η Ελβίρα παίρνει μια έκφραση δυσαρέσκειας.] ακριβώς από το μνήμα της, μπροστά του ορκίστηκα επισήμως, επισήμως λέω, επ…
ΧΟΥΑΝ: Κυρία μου, κυρία μου, μην εξάπτεστε, αυτό σας βγήκε κάπως παρατραβηγμένο! Και να λείπουν οι συναισθηματικές εξάρσεις και οι αερολογίες!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ή μήπως νομίζεις, επίορκε, λωποδύτη της τιμής;…
ΧΟΥΑΝ: Έχετε υπ’ όψη σας ότι βρισκόμαστε στις πρόβες, και σας λέω ότι κακώς, και μάλιστα πολύ κακώς…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μην χλευάζεις. Ή μήπως ξεχνάς;…
ΧΟΥΑΝ: Αυτό που δεν ξεχνώ είναι ότι πατάω σε σανίδι. Σε σανίδια, κυρία μου, σε σανίδια! Σταματήστε λοιπόν να εξαπολύετε προσβλητικούς λόγους και μπείτε στο ψητό.
Δ. ΠΕΤΡΑ: Έρχομαι για να σου επιστρέψω, αχρείε, ένα γράμμα που βρήκα ανάμεσα στα χαρτιά της, και για να σου πω αυτό που μου είπε η καημενούλα πριν εκπνεύσει την τελευταία της…
ΕΛΒΙΡΑ: Θέλετε να πάψετε;…
Δ. ΠΕΤΡΑ: [Χωρίς να κοιτάξει την Ελβίρα και απευθυνόμενη στον Χουάν.] Να πάψω; Όχι δεν θα πάψω. Η καημένη έσβησε τρελή, τρελή χαμένη, με το τρισκατάρατο όνομά σου στα μουδιασμένα από το ψυχορράγημα χείλη της, φιλώντας…
ΧΟΥΑΝ: Το ιερό εικόνισμα;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πάψε βλάσφημε! Όχι, φιλώντας…
ΧΟΥΑΝ: Ό,τι και αν ήταν. Μην μας βομβαρδίζετε με όλες αυτές τις προσβολές, ελάτε στο ζητούμενο και μην βγαίνετε από το θέμα!... Αλλά, εσάς, κυρία μου, σας έμεινε το σκυλάκι! Πώς και δεν αυτοκτονεί και αυτό, μην μπορώντας να σας αντέξει…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πάψε, απάνθρωπε! Μην γίνεσαι σαρκαστικός…
ΧΟΥΑΝ: Θα ήθελα να δω ένα τέτοιο σκυλάκι να αυτοκτονεί… από αηδία για αυτή τη σκύλα ζωή και ουρλιάζοντας επικήδειες ελεγείες!...
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μην διακωμωδείς, φαρσέρ!
ΧΟΥΑΝ: Αυτή είναι η δουλειά μου· φαρσέρ… που διακωμωδεί! Έτσι μου αρέσει!
ΕΛΒΙΡΑ: Μα, κυρία μου, για ποιο λόγο να φέρνουμε τώρα εδώ αυτές τις μακάβριες ιστορίες;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ιστορίες; Αχ, δεν σε είχα προσέξει καλά πριν εσένα, βρομοθήλυκο, αν και μου άνοιξες την πόρτα και με συνόδεψες εδώ μέσα. Εσύ εδώ; μαζί του; όχι· αυτός μαζί σου… και μόνοι σας; Τι να ετοιμάζετε; Εσύ, εσύ είσαι αυτή που έκανε την καημένη την κόρη μου να τελειώσει όπως τελείωσε. Ο Θεός την έχει συγχωρέσει! Εσύ, εσύ τη σκότωσες!
ΧΟΥΑΝ: Κάνετε λάθος, κυρία μου. Η Ελβίρα τότε…
ΕΛΒΙΡΑ: Κάνει λάθος; Και αν δεν έκανε λάθος…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Τα βλέπεις;
ΧΟΥΑΝ: Τότε αυτή…
ΕΛΒΙΡΑ: Τότε εγώ, πάντα εγώ, σε έσωσα από το να πνιγείς σε σιγανό ποταμάκι…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Σιγανό ποταμάκι; ποταμάκι η καημένη μου η Ματίλδε; Νεκρή! Ενώ ήταν τόσο ζωντανή…! Μα νεκρή, ναι, εσύ φταις, εσύ, δικό σας είναι το τεράστιο φταίξιμο…
ΕΛΒΙΡΑ: Όχι· αυτή ήταν, αυτή! Ποιος τον έστειλε αν όχι;…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Πάψε, καταραμένη μέγαιρα! Και εσένα, Χουανίτο ανάμεσά τους, εσένα σου φέρνω το τελευταίο μαντήλι, το στερνό που χρησιμοποίησε η άτυχή μου Ματίλδε, αυτό που ήταν δικό σου και φέρει ακόμα το σημάδι σου, άκαρδε! Αλλά φέρει και άλλο σημάδι, και είναι αυτό του μαρτυρίου, του βασανιστικού τέλους της δυστυχισμένης. Σ’ αυτό αναμείχθηκε, τρομερή ανάμειξη! το αίμα σας… [Βγάζει ένα μαντήλι λεκιασμένο με αίμα και το πετάει στο πρόσωπο του Χουάν.] Πάρε το έργο σου το διαβολικό, το σατανικό, το αποτρόπαιο!
ΧΟΥΑΝ: Λοιπόν, κυρία μου, μην με κάνετε να μιλήσω και να σας πω ποιος ανάγκασε την καημένη την κόρη σας να αυτοκτονήσει· μην με κάνετε να μιλήσω, σας το επαναλαμβάνω… Αυτό πρέπει να τελειώσει εδώ, και αμέσως τώρα θα φύγετε απ’ αυτό το σπίτι… με το σκυλάκι σας και με όλα!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Αφού δεν είναι δικό σου, παλιάνθρωπε!...
ΕΛΒΙΡΑ: Σαν να ήταν, κυρά μου!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Εντάξει λοιπόν, δεν θα βγω, όχι, μέχρι να ακούσετε όλη τη φρικτή αλήθεια της υπόθεσης… ο Θεός…
ΧΟΥΑΝ: Μην επικαλείστε το άγιο του όνομα μάταια…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ο Θεός μάς είπε…
ΧΟΥΑΝ: Δεν τον πιστεύω.
ΕΛΒΙΡΑ: Δεν πιστεύεις στον Θεό, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Πιστεύω σ’ αυτόν αλλά δεν τον πιστεύω. Είναι ένας φαρσαδόρος, και εμένα ούτε να μου τη φέρει μπορεί ούτε να μου κάνει πλάκα…
Χτυπούν πάλι την πόρτα και μένουν και οι τρεις σε αναμονή.
ΕΛΒΙΡΑ: [Ταραγμένη.] Χουάν, προκαλείς σκάνδαλο… Ας το σκάσουμε…
ΧΟΥΑΝ: Ποιος νομίζεις ότι χτυπάει; η Ματίλδε;
Δ. ΠΕΤΡΑ: Ποιος ξέρει… Και εσύ, βρομοθήλυκο, πήγαινε να ανοίξεις… στη δικαιοσύνη! Πάντα έρχεται το πλήρωμα του χρόνου!
ΕΛΒΙΡΑ: Χουάν, Χουάν…
ΧΟΥΑΝ: Άνοιξε, παιδί μου, άνοιξε. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει!
ΕΛΒΙΡΑ: Όμως!...
ΧΟΥΑΝ: Άνοιξε! Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε!
Η Ελβίρα βγαίνει.
Δ. ΠΕΤΡΑ: Δεν τρέμεις, Χουάν;
ΧΟΥΑΝ: Εγώ; Από περιέργεια!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Γιατί οδήγησες στην απελπισία τη Ματίλδε μου;
ΧΟΥΑΝ: Αφού εγώ δεν ξέρω ποτέ τίποτα!... αφού με πάνε και με φέρνουν!... αφού είμαι το αποκύημά τους!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Από έξω.] Ναι, εδώ είμαι τώρα!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μα… τι φωνή ακούγεται εκεί;
ΧΟΥΑΝ: Α, δόξα τω Θεώ! Πάνω στην ώρα! Ήρθε απλώς η Επιστήμη, που ούτε κι αυτή την πιστεύω.
Δ. ΠΕΤΡΑ: Η επιστήμη;
ΧΟΥΑΝ: Ναι, ο Αντώνιο, ο ψυχίατρος!
Σκηνή ΙΙΙ
Οι παραπάνω και ο Αντώνιο.
Μπαίνει ο Αντώνιο κρατώντας αγκαζέ την Ελβίρα.
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Βλέπει τη Δόνα Πέτρα.] Δόνα Πέτρα!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Αυτός εδώ ο κύριος, ετούτος εδώ την είδε να πεθαίνει,… την άκουσε στο ψυχορράγημά της… αυτός ξέρει περισσότερα απ’ ό,τι εγώ, περισσότερα απ’ ό,τι εμείς…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Τα μυστικά που ξεφεύγουν από μια φτωχή κοπέλα στα τελευταία της, και μάλιστα εάν αυτή δεν έζησε ακριβώς,… και η κόρη σας, κυρία μου, δεν έζησε…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Υπέφερε!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Είναι βέβαιο και με διορθώνω· έζησε… Αυτά τα μυστικά είναι ό,τι πιο ιερό για την επαγγελματική μας εχεμύθεια.
Δ. ΠΕΤΡΑ: Και αυτό το βρομοθήλυκο…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αφήστε την, κυρία μου, και μην ψάχνετε ελαττώματα στους άλλους, γιατί… Και αυτήν πρέπει να τη θεραπεύσω εγώ!
ΕΛΒΙΡΑ: Εσύ; να με θεραπεύσεις; από τι;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Εγώ, ναι· εσένα, και απηυδισμένος ξέρεις από τι.
ΕΛΒΙΡΑ: Τ’ ακούς, Χουάν;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ο Χουάν δεν ακούει· ο Χουάν είναι σαν αλλοπαρμένος… Όμως, αυτό το μαντήλι; Φύλαξέ το…
ΧΟΥΑΝ: [Σαν να ξυπνάει και ενώ παίρνει το μαντήλι.] Αυτό το ενέχυρο…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Αίμα που κραυγάζει για δικαιοσύνη!...
ΧΟΥΑΝ: Μου το πέταξε σαν ένα γάντι…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Του Ύψιστου Εκδικητή. [Δείχνοντας στον ουρανό.]
ΧΟΥΑΝ: Το κρατάω… Και αν με κατατρύχει η συνείδησή μου… «Φώναξα στον ουρανό και δεν με άκουσε, και μάλιστα τις πόρτες του μου κλείνει, στα βήματά μου στη γη ας απαντήσει ο ουρανός και όχι εγώ!»[1]
ΑΝΤΩΝΙΟ: Τι όμορφα το είπες!...
ΧΟΥΑΝ: Το έκανα τόσες φορές στις άλλες μου ζωές!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και τώρα, κυρία Δόνα Πέτρα, αφήστε μας, γιατί εμποδίζετε…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Μα…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αφήστε μας είπα! Γνωρίζω την επιθυμία σας· γνωρίζω αυτήν που είχε η κόρη σας· εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα. Συμπονέστε τον και δεηθείτε γι’ αυτόν. Όταν προσεύχεστε για την ψυχή της Ματίλδε, προσευχηθείτε και για τη δικιά του…
ΧΟΥΑΝ: Για την ψυχή μου; [Κοιτάζει γύρω.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: Για την ψυχή σου στο καθαρτήριο…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, θαμμένη ζωντανή…
ΕΛΒΙΡΑ: Μην αραδιάζετε καημούς! Μην μιλάτε για ψυχές, ούτε για πνεύματα, ούτε για μνήματα… Αλλά για ζωή!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Και εγώ;
ΕΛΒΙΡΑ: Μπορεί η κόρη σας, κυρία μου, να πέτυχε σ’ αυτό που έκανε…
Δ. ΠΕΤΡΑ: Όμως εσύ έμεινες, μέγαιρα, να αποστεγνώσεις το αίμα αυτού του κακομοίρη και με αυτό και της κόρης μου… Σκούπιζέ του τον ιδρώτα, όταν σου κουράζεται με το μαντήλι που του πέταξα στα μούτρα, απόδειξη της δολιότητάς του…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Κυρία μου, για τον Θεό σας ικετεύω, για την αιώνια υγεία της Ματίλδε σας, αφήστε μας τώρα…
ΧΟΥΑΝ: [Κατ’ ιδίαν.] Όλοι ξεφορτώνονται τα φαντάσματα!... Και πρέπει και να αποφεύγεις… Είναι η μεγαλύτερή μου τιμωρία!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Εσείς είστε κάποιος, κύριε, και φεύγω… Αχ! και συ, Χουάν: υπάρχει γύρω ένας Θεός που βλέπει γυμνή την καρδιά μας…
ΕΛΒΙΡΑ: Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα για τη γνωριμία!
Δ. ΠΕΤΡΑ: Και συ μέγαιρα καταραμένη, πρέπει να μου τα πληρώσεις όλα.
Φεύγει.
Σκηνή ΙV
Ο Χουάν, ο Αντώνιο και η Ελβίρα.
ΧΟΥΑΝ: Λες, Αντώνιο, ότι έρχεσαι να τη θεραπεύσεις;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Έρχομαι να σας θεραπεύσω. Έμαθα για την άφιξή σου, στα κρυφά, σ’ αυτό το σπίτι, και έμαθα ότι το έμαθε –όχι πως δεν θα το μάθαινε!– η Δόνα Πέτρα και ότι ερχόταν γι’ αυτό που ήρθε, και αφού οι υπηρεσίες μου εδώ είναι απαραίτητες, εδώ με έχετε,… τρελογιατρό!
ΧΟΥΑΝ: Λοιπόν, κοίτα, Αντώνιο, απάλλαξέ με απ’ αυτήν και απομάκρυνέ την από εμένα! Από σένα εξαρτάται, αν θα την κάνεις μητέρα!
ΕΛΒΙΡΑ: Μα καλά σαν γιατρός έρχεσαι ή σαν;…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Σαν τα πάντα! Σαν γιατρός της διαταραγμένης σου ψυχής!
ΕΛΒΙΡΑ: Αφού…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ησύχασε, αμαζόνα μυθιστορήματος, γιατί με μένα δεν παίζει κανείς…
ΕΛΒΙΡΑ: Δεν σου το έχω πει πια ότι...;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και ποιος δίνει σημασία σε αναμασημένες κουβέντες, τερατάκι μου; Έχω δώσει τον λόγο μου στην άγια μητέρα σου, και πρέπει να τον κρατήσω. Ήταν επιθυμία της είναι και δικιά μου, επιθυμία του Θεού…
ΕΛΒΙΡΑ: Του Θεού; Γιατί τυχαίνει να ξέρεις τα μυστικά του;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτό ακριβώς… και βέβαια τα ξέρω!
ΧΟΥΑΝ: Και τα μυστικά αλλωνών;
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Κοιτάζοντάς τον σταθερά.] Τα δικά σου,… ναι! Τα ξέρω καλύτερα κι από εσένα τον ίδιο. Και εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η θέλησή μου και αρκεί!
ΧΟΥΑΝ: Και η δική μου, επίσης! Συμφωνούν!
ΕΛΒΙΡΑ: Κι εγώ; δεν μετράω; δεν έχω θέληση;
ΧΟΥΑΝ: Κοίταξε, Ελβίρα, παραδόσου σ’ αυτόν, γιατί αυτός θα σε κάνει ολοκληρωμένη γυναίκα· αυτός και όχι εγώ.
ΕΛΒΙΡΑ: Ε, λοιπόν, δεν έχω καμία απολύτως όρεξη! μμμ!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μάλιστα!
ΕΛΒΙΡΑ: Και εσύ, Αντώνιο, θα ήσουν ικανοποιημένος με τα υπολείμματα που θα σου άφηνε αυτός, με το απομεινάρι μου;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αφού δεν σε έχει κάνει δική του ακόμα! Εμένα δεν μου τη δίνεις…
ΕΛΒΙΡΑ: Θα με δεχόσουν, εάν σε έπαιρνα από πείσμα;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Πω, πω, ανοησίες! Εγώ ξέρω καλύτερα από ό,τι εσύ…
ΧΟΥΑΝ: Αυτός… ο γιατρός ξέρει τα δικά μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους. Τι σου είναι η επιστήμη!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Εγώ ξέρω καλύτερα από ό,τι εσύ, Ελβίρα, αυτό που ψάχνεις. Στο τέλος θα μπορέσεις να με αγαπήσεις…
ΧΟΥΑΝ: Με το ταλέντο του! ω, η επιστήμη! η επιστήμη! η μέθοδος!
ΕΛΒΙΡΑ: Όχι στο τέλος, μα στην αρχή αγαπάει κανείς… Να αγαπάς στο τέλος;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και εσύ νομίζεις, δύσμοιρη, ότι τον αγαπάς αυτόν; αυτόν;
ΕΛΒΙΡΑ: Με όλη την ψυχή, με όλο το σώμα, με όλη τη σάρκα, με όλο το αίμα, με το μεδούλι…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μυελό…
ΕΛΒΙΡΑ: …των οστών…, από τότε που κοιμόμασταν μαζί στην κούνια…
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Στον Χουάν.] Και εσύ πιστεύεις ότι είναι ερωτευμένη μαζί σου;
ΧΟΥΑΝ: Μαζί μου; ούτε που μπορώ να το διανοηθώ! Με τον άγιο Λουίς Γκονθάγα…
ΕΛΒΙΡΑ: Πώς; τι λες;
ΧΟΥΑΝ: Ναι, με τον άγιο Λουίς Γκονθάγα, που ήθελες να τον κάνεις να κατέβει από τον ουρανό για να αμαρτήσει… Μπορεί σε μένα να βλέπεις κάτι απ’ αυτόν…
ΕΛΒΙΡΑ: Μα τι φρικαλεότητες! Είναι αληθινό αυτό; συμβαίνει πραγματικά;
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Τη χτυπά με το χέρι απαλά στο πρόσωπο.] Ξύπνα, Ελβίρα, ξύπνα! Σύνελθε!
ΕΛΒΙΡΑ: Όταν ξυπνάς βγαίνεις από τον εαυτό σου.
ΧΟΥΑΝ: Εγώ είμαι αυτός που συνεχίζει να ονειρεύεται,… παρ’ όλο που έχω συνέλθει…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και οι δύο ονειρεύεστε… Κάτι ακόμα χειρότερο: αναπαριστάνετε έναν εφιάλτη… Και οι δύο παίζετε κρυφτό, αλλά όχι όπως στην κοινή σας παιδική ηλικία. Εκείνο το παιχνίδι ήταν ζωή· ετούτο είναι αναπαράσταση. Αυτό δεν είναι παιχνίδι· είναι σπορ. Και σε αυτό το σπορ, Χουάν, σπέρνεις δυστυχίες, ίσως μάλιστα ιδιωτικές τραγωδίες, στον μικρόκοσμό σου. Και εσύ, Ελβίρα, είσαι επίσης… [Ξαναχτυπούν.]
ΕΛΒΙΡΑ: Κι άλλη;
Βγαίνει να την υποδεχτεί. Οι άλλοι περιμένουν.
Σκηνή V
Οι παραπάνω και η Ινές.
ΙΝΕΣ: [Μπαίνει ταραγμένη.] Εγώ είμαι, ναι, εγώ, Χουάν, είμαι η Ινές σου για μια ακόμη φορά.
ΧΟΥΑΝ: Εσύ εδώ και μάλιστα τώρα; Για δες μπέρδεμα! Και γιατί;
ΙΝΕΣ: Μα για σένα! Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να με ξεφορτωθείς αφήνοντάς με καταφρονημένη, αν και χωρίς να έχω ατιμαστεί; Αυτός πια με απορρίπτει· όλοι, μα όλοι!, όλες, που είναι χειρότερο, γελούν μαζί μου έτσι όπως έγινα ρεζίλι… Και τώρα, τι κάνω;
ΧΟΥΑΝ: Και εμένα τι μου το λες, κυρά μου;
ΙΝΕΣ: Σε ποιον, λοιπόν, αν όχι σ’ εσένα; Ποιος με έφερε ως εδώ; Ποιος με εξαπάτησε;
ΧΟΥΑΝ: Μόνη σου εξαπατήθηκες, γιατί εγώ σου μίλησα ξεκάθαρα…
ΙΝΕΣ: Μιλούσες,… μιλούσες… Κάτι έλεγαν τα χείλη σου· κάτι άλλο τα μάτια σου, που με καταβρόχθιζαν… Μπορείς να παίζεις έτσι με την τιμή;…
ΕΛΒΙΡΑ: Κάνε της ένα καρίκωμα! Ένα μπάλωμα!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Καλά, καλά, εντάξει τώρα!
ΧΟΥΑΝ: Ας ακούσουμε την επιστήμη! Ανακωχή!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτό για την τιμή, δεσποινίς, εμφανίζεται πολύ στο κλασικό μας θέατρο, αυτό για την αποκατάσταση της τιμής…
ΧΟΥΑΝ: Ναι, το ζήτημα τιμής!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αλλά τώρα, που φοριέται η φούστα κοντή με τα μαλλιά μακριά, η τιμή δεν είναι πια στη μόδα …
ΕΛΒΙΡΑ: Η τιμή!
ΧΟΥΑΝ: Καλή η μέθοδος!
ΙΝΕΣ: Στη μόδα; Γιατί κοστούμι είναι;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Φυσικά! Ή νομίζετε ότι είναι επιδερμίδα;
ΕΛΒΙΡΑ: Τομάρι!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μην παίρνετε, λοιπόν, αυτό τον ρομαντικό αέρα, γιατί δεν ταιριάζει στην υπόθεση …
ΙΝΕΣ: Η υπόθεση… η υπόθεση… Όμως αυτός ο άντρας…
ΕΛΒΙΡΑ: Υπόθεση κι αυτός!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτός ο άνδρας, δεσποινίς, είναι συνηθισμένος, εξ αιτίας του επαγγέλματός του, να βλέπει τους ανθρώπους στα παρασκήνια και μάλιστα με τα εσώρουχα…
ΕΛΒΙΡΑ: Και μένει με την όρεξη!
ΧΟΥΑΝ: [Κατ’ ιδίαν.] Ψυχανάλυση… ή κάτι τέτοιο…
ΙΝΕΣ: Μα, τι αδιάντροπος! τι κυνικός!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Κυνικός; Ο κυνικός είναι αυτός, [Δείχνοντας τον Χουάν.] ο κλέφτης τιμών…
ΕΛΒΙΡΑ: Το μόνο που χρειάζεται είναι να τις μαζέψει από τον βούρκο…
ΧΟΥΑΝ: Γιατρός σε ζητήματα τιμής!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αν και κυνικός… ή μάλλον! υποκρινόμενος τον κυνικό,… τον προσποιείται,… τον αναπαριστά… Αυτός ο… ανισόρροπος θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι θεωρεί τον εαυτό του ακαταμάχητο! Αλλά γνωρίζει καλά ποιος είναι, αν και ζει σε όνειρο αναπαριστάνοντας τον ίδιο του τον εαυτό… Και κοιτάξτε, δεσποινίς, δεν με εκπλήσσει αυτό που του συμβαίνει, γιατί αυτός ο δύστυχος, αυτός ο κακόμοιρος άνδρας –άνδρας;– ζει ψάχνοντας τον ίδιο του τον εαυτό, αναζητώντας τον άνδρα μέσα του και, αφού δεν τον βρίσκει, εκδικείται έτσι… Αυτός ποτέ δεν σας αγάπησε…
ΙΝΕΣ: Αυτό το ξέρει ο γιατρός;
ΕΛΒΙΡΑ: Τα ξέρει όλα!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και αυτός! Και αν δεν είναι έτσι, ας το πει…
ΧΟΥΑΝ: Αυτή η γυναίκα ξέρει όλα όσα πρέπει να ξέρει σχετικά με εμένα, και είναι πιο αγνή και από το νερό μιας ορεινής πηγής… [Πίνει.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: Άσε τις μεταφορές κατά μέρος, σοφολογιότατε! Και να μην θέλεις να δείχνεις αυτό που δεν είσαι. Και εδώ, μπροστά και στις δυο τους, πρέπει να βγάλεις τη μάσκα. Εξαπατάς τη μία με την άλλη, και τις δύο με τη χίμαιρά σου. Και πάνω απ’ όλα γελιέσαι εσύ ο ίδιος και μπερδεύεις τον ρόλο σου.
ΧΟΥΑΝ: Αυτό… όχι! Τη δουλειά μου την ξέρω! Καλύτερα απ’ ό,τι εσύ τη δικιά σου!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ναι, αντιπρόσωπε!
ΧΟΥΑΝ: Και εσύ, γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου!, όπως λέει η παραβολή.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Και δεν αγαπάς, δεν ξέρεις να αγαπάς ούτε τη μία ούτε την άλλη ούτε κανέναν. Που τη μια ψάχνεις, που η άλλη σε ψάχνει,… είναι το ίδιο τέχνασμα…
ΧΟΥΑΝ: Και τι να κάνω;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Να αφιερωθείς…
ΧΟΥΑΝ: Σε τι; Σε ασχολίες του φύλου μου;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτό ας το αφήσουμε για τους πολεμόχαρους.
ΕΛΒΙΡΑ: Και γι’ αυτούς που παντρεύονται με μια πλούσια γριά…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Καμία δεν σου αντιστέκεται… όλες σε ερωτεύονται ερήμην σου, δεν είναι έτσι; Έχεις ένα μοιραίο χάρισμα!... Η μια αυτοκτονεί, γιατί την περιφρονείς· η άλλη παντρεύεται από απελπισία με άλλον· η άλλη πιο κει στενάζει κρυφά για σένα· όλες σε ποθούν…
ΧΟΥΑΝ: Να περπατώ με προσωπείο;
ΕΛΒΙΡΑ: Πάντα θα φαίνονταν οι κόρες των ματιών σου…
ΙΝΕΣ: Τα κορίτσια, μόνο που μας κοιτάς…
ΕΛΒΙΡΑ: Ναι, πάντα θα φαινόταν το βλέμμα σου… Και πάνω απ’ όλα θα ακουγόσουν…
ΧΟΥΑΝ: Και χωρίς μεγάφωνο…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Προσωπείο; Είναι το μόνο που σίγουρα φοράς. Και το βλέμμα, βλέμμα προσωπείου, και η φωνή… μάσκας! Βέβαια! Λες και εσύ δεν βλέπεις τίποτε άλλο από εκείνες, εκείνες δεν βλέπουν παρά εσένα, μαγεύονται από σένα. Για σένα ντύνονται –ή ξεντύνονται– ανθοστολίζονται, για να τις γδύνεις με το βλέμμα σου· για σένα κονταίνουν τις φούστες και κόβουν τα μαλλιά…
ΧΟΥΑΝ: Και το σβέρκο με την ψιλή, εάν βέβαια δεν το ξυρίζουν! Εκείνα τα παλιά ρετρό πουπουλάκια! Τι γλυκύτητα!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Γιατί τώρα, η Δαλιδά, αυτή με τα μακριά μαλλιά…
ΕΛΒΙΡΑ: Και το μυαλό κοντό, ε;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Τώρα η Δαλιδά, λέω, αντί να κόψει τα μαλλιά στον Σαμψών της, τα κόβει στον εαυτό της και μετά πάει στο ποδόσφαιρο σαν μια ερεθισμένη φωνακλού από σόι ή στο μποξ για να φωνάξει –το έχω ακούσει–: Σκότωσέ τον! και γίνεται βουλευτίνα για να μιμείται τους άντρες…
ΕΛΒΙΡΑ: Και ο άνδρας; Από τότε που ο άνδρας έχει αρχίσει να εκθηλύνεται… Αχ, αγόρι μου! Είναι ο φεμινισμός που μεταμφιέζεται σε ανδροπρέπεια…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ναι, αυτός ετούτου εδώ, του Χουανίτο σου.
ΕΛΒΙΡΑ: [Στον Χουάν.] Μα καλά, κι εσύ, τι λες για όλ’ αυτά;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μην του κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, αρκώ εγώ!
ΕΛΒΙΡΑ: Είναι που πρέπει να τον υπερασπιστώ, όταν όλοι τον κατηγορείτε και τον καταδικάζετε…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Χρειάζεται την υπεράσπισή σου; Δεν είναι ικανός να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Είναι κάτι δαιμονικό που έχετε κάνει εσείς οι γυναίκες. Αυτός… ο άνδρας; Μη… άνδρας!
ΙΝΕΣ: Και εσείς, κύριέ μου, τι ξέρετε;
ΧΟΥΑΝ: Η κυρία επιστήμη τα ξέρει όλα, και ακόμα…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μάλιστα, ενώθηκαν τώρα τα δύο θύματα για να τον προστατέψουν! Βρίσκονται τώρα και οι δυο γονατιστές στα πόδια του σουλτάνου.
ΙΝΕΣ: Και έτσι να ήταν;
ΕΛΒΙΡΑ: Ζηλεύεις; Ζήλευε.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μπα! Είναι που ετούτος,… ο σουλτάνος; ούτε καν αυτό! Ετούτος είναι… το πασιφανές… Μη… άνδρας!
ΧΟΥΑΝ: Άντε πάλι!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ναι, ναι· θα συνεχίσω!
ΧΟΥΑΝ: Επανάλαβέ το! επανάλαβέ το! επανάλαβέ το!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Μη… άνδρας!
ΧΟΥΑΝ: Μη; [Παίρνει το μπουκάλι σαν για να το χρησιμοποιήσει ως όπλο, αλλά αυτοσυγκρατείται και πάει προς αυτόν ενώ οι γυναίκες κάνουν στην άκρη τρομαγμένες.] Μη άνδρας, ε; Μη, ε; Μη; [Πάει να τον πιάσει από τον λαιμό.]
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Σταυρώνοντας τα χέρια του.] Άντε, τόλμα, κάνε επίθεση, όρμα! Και αν με πνίξεις, χωρίς να το θέλεις σε μια από τις κρίσεις σου, μετά τι;
ΧΟΥΑΝ: [Καλύπτοντας το πρόσωπό του.] Εκείνη,… εκείνη,… εκείνη που περνά…
Οι γυναίκες τρέχουν δίπλα του.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Είναι η παραζάλη,… αφήστε τον να συνέλθει! να ανακτήσει τις δυνάμεις του!
ΕΛΒΙΡΑ: Τι έχεις, Χουάν μου;
ΙΝΕΣ: Χουάν μου, τι σου συμβαίνει;
ΧΟΥΑΝ: Ήταν εκείνη,… εκείνη,… αλλά πέρασε τώρα, ξέφυγα πια…
ΕΛΒΙΡΑ: [Στον Αντώνιο.] Ποια; Η μητέρα του; ή εκείνη που αυτοκτόνησε γι’ αυτόν; ποια;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Η φιλενάδα του.
ΙΝΕΣ: Η φιλενάδα του;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ναι, η μέλλουσα, η αρραβωνιαστικιά του, εκείνη που τον περιμένει… [Στον Χουάν.] Και εσύ, εσύ ξέρεις ότι σε γνωρίζω και ότι δεν με τρομάζεις· εσύ ξέρεις ότι γνωρίζω το αδύνατο σημείο σου. [Βάζοντας το χέρι πάνω στον ώμο του.] Και τώρα σου το επαναλαμβάνω, εδώ, μπροστά σ’ αυτές: μη! άνδρας· μη! άνδρας· καταλαβαίνεις; μη! άνδρας. Συμμαζέψου και σκέψου να ξεκινήσεις μια νέα ζωή, να είσαι ο εαυτός σου!
ΧΟΥΑΝ: Ο εαυτός μου! Εύκολο να το λες! Εδώ βρίσκεται ο κόμπος!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Καλά λοιπόν, άσε μας να ζήσουμε ήσυχα οι άνδρες –και οι γυναίκες– και ζήσε, αν μπορείς!
ΧΟΥΑΝ: Και δεν είναι ετούτο [Δείχνοντας τη σκηνή.] ζωή;
ΑΝΤΩΝΙΟ: Να κάνεις πως ζεις στα έργα… και να κάνεις έργα στη ζωή…
ΧΟΥΑΝ: Το ίδιο είναι! Αλλά με τι σχολαστικότητα το διυλίζεις!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Πάντα έχεις παρόν το κοινό…
ΧΟΥΑΝ: Από αυτό ζω! Σε αυτό ζω!
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αυτό σου αφαιρεί φυσικότητα…
ΧΟΥΑΝ: Αλλά μου δίνει ανθρωπιά.
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ο καλός ηθοποιός είναι αυτός που συμπεριφέρεται στη σκηνή σαν στο σπίτι του ή στον δρόμο…
ΧΟΥΑΝ: Ανάποδα· ο καλός ηθοποιός είναι αυτός που συμπεριφέρεται στο σπίτι του –έτσι και εγώ εδώ– και στον δρόμο όπως στη σκηνή… Όλα είναι τέχνη! Και
περισσότερο η ζωή…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ποτέ δεν λες αυτό που αισθάνεσαι, δύστυχε!, εάν βέβαια αισθάνεσαι…
ΧΟΥΑΝ: Να αισθάνομαι; Αισθάνομαι αυτό που λέω, και είναι η μεγαλύτερή μου ειλικρίνεια… Εξάλλου, δεν έχω σπίτι…
ΑΝΤΩΝΙΟ: [Στην Ελβίρα.] Καλά λέει, γιατί είναι ετούτο δικό του, λέγε, Ελβιρα;
ΕΛΒΙΡΑ: Ούτε και δικό μου, είναι μάλλον προσωρινό…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Αλλά δικό του; λέγε!
ΕΛΒΙΡΑ: Αντώνιο, Αντώνιο, Αντώνιο!...
ΑΝΤΩΝΙΟ: Δικό του; λέγε.
ΕΛΒΙΡΑ: Όχι πια… Αρχίζω να βλέπω καθαρά…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Ας το σκάσουμε, λοιπόν, από αυτό το κατάλυμα, και εσύ, Χουάν, βρες κάτι πιο μόνιμο και παράτα μας.
ΧΟΥΑΝ: Παρατημένους. Και εγώ παρατημένος… από το χέρι του Θεού…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Φύγετε από ‘δω, Ινές, εγκαταλείψτε τον στην τύχη του…
ΙΝΕΣ: Αλλά…
ΑΝΤΩΝΙΟ: Φύγετε είπα, χωρίς αλλά. Κι εσύ, Ελβίρα.
Βγαίνουν πρώτα ο Αντώνιο και η Ινές. Η Ελβίρα μένει λίγο πίσω. Ο Χουάν σηκώνεται και επίσης τυλίγεται στην κάπα του σαν για να βγει.
ΕΛΒΙΡΑ: Και τώρα, Χουάν, προσκυνητή, πού πας;
ΧΟΥΑΝ: Δεν έχω χάρτη στο κεφάλι, αλλά έχω πυξίδα στην καρδιά. Αυτή θα με προσανατολίσει.
ΕΛΒΙΡΑ: Ή θα σε αποπροσανατολίσει. Αντίο λοιπόν, άγγελε του έρωτα…
ΧΟΥΑΝ: Αντίο, αντίο, γοργόνα, αντίο, αντίο.
ΕΛΒΙΡΑ: Και ας μην έχουμε απρόοπτα!
Η Ελβίρα φεύγει.
Σκηνή VI
Ο Χουάν, μόνος.
ΧΟΥΑΝ: Αναπνέει κανείς καλύτερα… Τώρα μόνος, μόνος, μόνος,… όπως με γέννησε η μάνα μου… Και τι μου μένει; Να προετοιμαστώ για να πεθάνω καλά, να κάνω πρόβα για έναν νέο θάνατο. Αλλά χωρίς ηθικό δίδαγμα, αφού εδώ δεν έχουμε μύθους του Αισώπου! Μη!… άνδρας· μη!… άνδρας. Και να μου βρει σπίτι· δηλαδή να παντρευτώ, να ριζώσω… Σπίτι,… πού; Πού ρίζες; Η πυξίδα θα το πει. Και τα άστρα. Τη νύχτα ανοίγει ο ουρανός, τη μέρα είναι κλειστός. Εμπρός λοιπόν με το έργο, που το ζήτημα είναι να σκοτώσουμε λίγη από τη ζωή μας ενώ εκτυλίσσεται η ταινία. Και τώρα να μου βρω κατάλυμα για μοναχικούς περιπλανώμενους, για πλανόδιο σαλίγκαρο. [Ρίχνει λίγο από το νερό του ποτηριού στην παλάμη του χεριού του και βρέχει το μέτωπό του.] Ζεματάω! [Ψηλαφίζοντας τον εαυτό του.] Χουάν, Χουάν, Χουάν, βλέπεις τον εαυτό σου; τον ακούς; τον ακούς; τον αισθάνεσαι; είσαι εσύ; Είσαι εκείνος της Ινές και της Ελβίρας; εκείνος της Ματίλδε; είσαι εκείνος του Αντώνιο και του Μπέντο; είσαι εκείνος του κοινού; ονειρεύεσαι τον εαυτό σου; ξεγλιστράς σε όνειρα; [Πατάει το πάτωμα.] Όχι, όχι, γιατί πατάω σε στέρεο έδαφος, σε ξύλο αιώνων που βρίθει από αθάνατες αναμνήσεις! [Ψηλαφίζει το τραπέζι και την καρέκλα.] Είναι τόσο πραγματικά, τόσο θεατρικά όσο κι εγώ· δεν χωράει αμφιβολία! Ο αδελφός μου το τραπέζι! η αδελφή μου η καρέκλα! Μήπως έχουν και συνείδηση; και μήπως ονειρεύονται τους εαυτούς τους και τους μιλάνε και τους ακούνε ετούτα τα πλάσματα της ξυλουργικής τέχνης; Και αυτή η πολυθρόνα που μου ανοίγει θερμά τα χέρια της, τόσο σοβαρή, και μου προσφέρει με την ευρύχωρη πλάτη της γαλήνιο καταφύγιο για να καθίσω… Αχ! όμως αυτό το δωμάτιο στο σπίτι των γονιών μου –εδώ γεννήθηκα–, εδώ ανατράφηκα, είναι σήμερα θλιβερή στέγη για ταξιδιώτες, δεν είναι κανενός… Η τελευταία που το νοίκιασε μόλις έφυγε, αφήνοντάς με μόνο, υποψιάζομαι μια για πάντα… Και αυτό πια με αποχαιρετά, σαβούρα και παλιοπράματα μιας αναπόλησης σπιτιού που έσβησε μαζί με τη μητέρα μου… Είσαι σίγουρος, Χουανίτο, ότι είσαι μετενσάρκωση κάποιου άλλου; Ποιος σε υπνώτισε, για να σου το υποβάλει αυτό; [Καθώς τυλίγεται με την κάπα.] Άντε, να ξαναγίνω ο εαυτός μου! Να βγω σεργιάνι! [Κάνοντας βόλτες ταραγμένος.] Δράση, δράση, δράση! Ζωή! Ανακινήστε την πριν από τη χρήση! Όμως για τις ζωές μου, αυτό δεν είναι ζωή… Καταραμένη εποχή! Ο καθένας της τάξης μου ευημερεί σ’ αυτά τα χρόνια όπου όλο συλλέγουμε χιλιόμετρα! Και τώρα, αδερφοί και αδερφές μου, φτάνει πια ο μονόλογος, που προκαλεί δυσπεψία, και τα λέμε στη συνέχεια, γιατί το έργο ακόμη δεν τελείωσε. Δηλαδή, βεβαίως… Καληνύχτα!
Βγαίνει.
_______________
Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι Σ Τ Ο Ε Π Ο Μ Ε Ν Ο Τ Ε Υ Χ Ο Σ
________________
* Λόγια του Δον Χουάν στο έργο του Χοσέ Θορίλια (Δον Χουάν
Τενόριο, μέρος πρώτο, Πράξη τέταρτη, Σκηνή Χ).