Το πρώτο συνέδριο νέων Νεοελληνιστών στη Γρανάδα

Γρανάδα
Γρανάδα



Στο απο­γευ­μα­τι­νό διά­λειμ­μα του συ­νε­δρί­ου των νέ­ων νε­ο­ελ­λη­νι­στών, κά­πνι­ζε στη γω­νία του κή­που και δεν εί­χε κα­μία όρε­ξη για κου­βέ­ντα. Το μό­νο που άντε­χε να ακού­σει ήταν ο πό­νος από τα γό­να­τα της. Όμορ­φη η πό­λη, αλ­λά δεν εί­χε πια τό­σο ασβέ­στιο στα κό­κα­λά της για τό­σα σκα­λιά. Εί­χε φτά­σει αρ­γά το προη­γού­με­νο βρά­δυ. Το πρωί εί­χε ανέ­βει μό­νο μέ­χρι την πύ­λη της Ελ­βί­ρα. Δεν τα κα­τά­φε­ρε να φτά­σει μέ­χρι τις κα­τοι­κί­ες-σπη­λιές στο λό­φο του Αλ­μπαϊ­θίν. Πα­ρό­λο που το εί­χε υπο­σχε­θεί.
Δί­πλα της, ο στόμ­φος που έβγαι­νε από το στό­μα της νε­α­ρής Ισπα­νί­δας ερευ­νή­τριας ενο­χλού­σε επί­μο­να τις αρ­θρώ­σεις της. Η νε­α­ρά, ήθε­λε, μά­ταια, να απο­δεί­ξει εθνι­κι­στι­κές ρί­ζες στο ελ­λη­νι­κό λο­γο­τε­χνι­κό ρεύ­μα με­τά την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση του 2010. Στη μι­σά­ω­ρη ει­σή­γη­ση της, προ­σπα­θού­σε να πεί­σει το ακρο­α­τή­ριο για τον αγνό πα­τριω­τι­σμό των συγ­γρα­φέ­ων και την εθνι­κή αγά­πη για την χώ­ρα υπό διά­λυ­ση. Τι να ήξε­ρε άρα­γε αυ­τή η μι­κρή Αν­δα­λου­σια­νή από ελ­λη­νι­κή κρί­ση... Άσε που κα­νείς πλέ­ον δεν ασχο­λεί­ται με αυ­τό το θέ­μα. Δύο, αντε τρία χρό­νια ακό­μα και τα πέ­τα­λα του ναρ­κισ­σι­σμού της θα ξε­κι­νή­σουν να μα­ραί­νο­νται ένα ένα, όπως και τα χεί­λη της.
Απο­ρού­σε ώρες ώρες με τον X., τι του ήρ­θε, τι σκε­φτό­ταν και δέ­χτη­κε αυ­τή τη νέα ερευ­νή­τρια για επί­βλε­ψη της δια­τρι­βής της; Όταν ο ίδιος ήταν στην ηλι­κία της, στην ίδια αί­θου­σα με το ίδιο σπα­σμέ­νο κά­θι­σμα δί­πλα στην πόρ­τα, μι­λού­σε για το ίδιο θέ­μα με ακρι­βώς αντί­θε­τη οπτι­κή... Και τα εί­χε πει όλα, σύ­ντο­μα και πε­ριε­κτι­κά, σε 15 λε­πτά. Εί­χε βέ­βαια μια εξα­ντλη­τι­κή ζέ­στη εκεί­νη τη μέ­ρα... Ευ­τυ­χώς τώ­ρα έχουν κλι­μα­τι­στι­κό. Το κά­θι­σμα όμως πο­τέ δεν το έφτια­ξαν. Έβα­λαν και και­νούρ­για μη­χα­νή­μα­τα για κα­φέ, πά­λι κα­λά. Ο X. εί­χε βά­λει και το ίδιο που­κά­μι­σο με τό­τε. Τριά­ντα χρό­νια ακα­δη­μαϊ­σμός και τα ρού­χα των πρώ­των συ­νε­δρί­ων του κά­νουν ακό­μα.

«Τι τα θες και τα σκα­λί­ζεις πά­λι από την αρ­χή τα προ τρια­ντα­ε­τί­ας με τη μι­κρή νε­ο­ελ­λη­νί­στρια;» του εί­πε πριν να ξε­κι­νή­σει η συ­νε­δρία. Ο X. την κοί­τα­ξε, με­τά κοί­τα­ξε τη μι­κρή, αλ­λά του το έκο­ψε εξαρ­χής : « Δεν έχω όρε­ξη και πο­νά­νε και τα γό­να­τα μου. Και οι σαν­γκριές θα σε βα­ρέ­σουν στο κε­φά­λι και θα αρ­χί­σεις πά­λι τα ίδια. Θα πά­με για ύπνο νω­ρίς σή­με­ρα. »

Στο τέ­λος της απο­γευ­μα­τι­νής συ­νε­δρί­ας, εί­χαν ζη­τή­σει το σχό­λιο της. «Άτι­μη πρώ­τη γε­νιά της κρί­σης, πό­σες σα­γκρί­ες και μπύ­ρες χρειά­στη­καν για να σε ορί­σου­με εκεί­νη την εξα­ντλη­τι­κά ζε­στή μέ­ρα που εξε­λί­χθη­κε σε κου­ρα­στι­κά αλ­κο­ο­λι­κή νύ­χτα... Μέ­σα στον εν­θου­σια­σμό μας, το νιώ­θα­με και σαν χρέ­ος. Με­τά έγι­ναν όλα βα­ρε­τά, το αλ­κο­όλ, οι δια­ξι­φι­σμοί, οι συγ­γρα­φείς, μα­ζί τους και εμείς, τα ρεύ­μα­τα, οι ρευ­μα­τι­σμοί μας. Και τώ­ρα οι νέ­οι θέ­λουν πά­λι τα σχό­λια μας, πά­λι από την αρ­χή.» Αλ­λά προ­τί­μη­σε να πει ότι εί­χε τε­λειώ­σει ο χρό­νος και έπρε­πε να βγουν για διά­λειμ­μα.
Ένιω­θε την έξα­ψη του νέ­ου ντρο­πα­λού ερευ­νη­τή που έπι­νε τον κα­φέ του δί­πλα στη νε­α­ρή Χι­μέ­να. Ο στο­μα­τι­κός της ναρ­κισ­σι­σμός τον εί­χε ερε­θί­σει. Τον ένιω­θε, τον κα­τα­λά­βαι­νε. Το εί­χε ξα­να­ζή­σει. Ο νέ­ος ερευ­νη­τής, για να κρύ­ψει τον ερε­θι­σμό του, ρώ­τη­σε, κοι­νό­τυ­πα, αν η Χι­μέ­να ήταν ικα­νο­ποι­η­μέ­νη από την ελ­λη­νό­φω­νη ακα­δη­μαϊ­κή κοι­νό­τη­τα στη Γρα­νά­δα. Η εξη­ντά­χρο­νη πα­νε­πι­στη­μια­κή χα­μο­γέ­λα­σε νο­σταλ­γι­κά μέ­σα της. Έκλει­σε τα μά­τια και πε­ρί­με­νε να ακού­σει τα γνω­στά, για αρ­χαϊ­σμούς και συ­ντη­ρη­τι­σμούς που δεν οδη­γούν που­θε­νά, όπως απα­ντού­σε και η ίδια τό­τε.
Και όμως, πριν τριά­ντα πε­ρί­που χρό­νια, στο πρώ­το συ­νέ­δριο που εί­χε γί­νει, στο ίδιο μέ­ρος και με τις ίδιες θε­μα­τι­κές, φαί­νο­νταν όλοι τό­σο έτοι­μοι για την ανα­νέ­ω­ση. Ανά­θε­μα και αν ήρ­θε πο­τέ αυ­τή η ανα­νέ­ω­ση... Άρα τι στη λο­γο­τε­χνι­κή ευ­χή πρε­σβεύ­α­νε τό­τε; Νέα γε­νιά των νε­ο­ελ­λη­νι­στών, τους απο­κα­λού­σαν. Και γί­να­νε και αυ­τοί μα­θου­σα­λι­κά ακα­δη­μαϊ­κό­μου­τρα. Ακό­μα πιο αλ­κο­ο­λι­κοί από τους προη­γού­με­νους. Αλ­λά κα­νείς απ'ό­σους συ­νέ­χι­σαν δεν εί­χε πια το θάρ­ρος να το πα­ρα­δε­χτεί. Ίσως κά­ποια... ίσως, τη σκε­φτό­ταν συ­χνά, την έφερ­νε στο μυα­λό της όλο και πιο έντο­να, εκεί­νη, το στό­μα της, ναι εκεί­νη θα μπο­ρού­σε, αλ­λά πο­τέ δεν το έκα­νε. « Εί­μαι κλει­στός άν­θρω­πος και δε θα αλ­λά­ξω τώ­ρα », της εί­χε πει την τε­λευ­ταία φο­ρά που εί­χαν συ­να­ντη­θεί. Πολ­λούς εί­χε και­ρό να τους δει. Για εκεί­νη, δεν εί­χε νέα εδώ και του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια.

Το ρεύ­μα των ανα­μνή­σε­ων τρύ­πη­σε τα γό­να­τά της... Δεν εί­χε ζέ­στη όπως εκεί­νη τη φο­ρά. Η Χι­μέ­να, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη πλέ­ον από αρ­κε­τούς νέ­ους αρ­σε­νι­κούς ερευ­νη­τές, ξε­κί­νη­σε να λέ­ει μια ιστο­ρία για μια Ελ­λη­νί­δα, εκτός πα­νε­πι­στη­μί­ου, που εί­χε γί­νει γνω­στή στη γει­το­νιά του Αλ­μπαϊ­θίν.

― Οι συ­νά­δελ­φοι από το τμή­μα των ελ­λη­νι­κών σπου­δών την χρη­σι­μο­ποιού­σαν ως διο­νυ­σια­κό κοι­νω­νιο­λο­γι­κό πα­ρά­δειγ­μα, πα­ρό­λο που ήταν αρ­κε­τά γριά πια για να μοιά­ζει έστω και λί­γο με βακ­χι­κή φι­γού­ρα. Ήταν η θη­λυ­κή satiro dionysiaco στις κου­βέ­ντες μας. Δεν εί­χε πά­ρε-δώ­σε με εμάς τους ακα­δη­μαϊ­κούς, αν και λέ­νε ότι εί­χε μι­λή­σει στο πρώ­το ιστο­ρι­κό συ­νέ­δριο των νέ­ων νε­ο­ελ­λη­νι­στών στη Γρα­νά­δα το 2022. Ακό­μα και αυ­τό όμως δεν το πι­στεύ­ου­με. Ο θε­ω­ρη­τι­κός που μί­λη­σε πριν λί­γο την έχει βά­λει στη συλ­λο­γή με τα δι­η­γή­μα­τά του για το μο­ντέρ­νο πι­κα­ρέσκ στοι­χείο στην πό­λη μας. Όταν την πε­τυ­χαί­να­με πού και πού, έλε­γε πά­ντα ότι ήρ­θε να μεί­νει στις σπη­λιές του Αλ­μπαϊ­θίν για­τί έπρε­πε να βγά­λει μια πα­λιά υπό­σχε­ση.

Οι φλέ­βες στα γό­να­τα της τι­νά­χτη­καν από την πί­ε­ση.

―Δεν ήθε­λε να την λέ­με με το όνο­μά της. Μας έλε­γε κά­θε φο­ρά να την απο­κα­λού­με με δια­φο­ρε­τι­κούς τί­τλους από ποι­ή­μα­τα. Ήταν βέ­βαια πά­ντα τύ­φλα.

―« Από την πύ­λη της Ελ­βί­ρα » ...

Η νέα ερευ­νή­τρια την κοί­τα­ξε σαν να μην ανα­γνώ­ρι­ζε την πα­νε­πι­στη­μια­κή που μό­λις πριν λί­γο εί­χε προ­ε­δρεύ­σει στη συ­νε­δρία της.

― Ναι. Αυ­τό το ποί­η­μα του Λόρ­κα λέ­νε οτι το ζη­τού­σε πιο συ­χνά. Πού την ...
― Πεί­τε μου, βρί­σκε­ται ακό­μα στο Αλ­μπαϊ­θίν;
― Δεν δια­βά­σα­τε πο­τέ τη συλ­λο­γή του Caez;

Έμει­νε ακί­νη­τη.

― Οι συ­νά­δελ­φοι λέ­νε ότι ένα βρά­δυ που έπι­νε στη σπη­λιά με τις βρα­διές φλα­μέν­κο, εί­πε στη Μα­ρο­κι­νή ιδιο­κτή­τρια ότι σή­με­ρα θα πε­θά­νει επι­τέ­λους από την τε­κί­λα. Τη βρή­καν στο ξέ­φω­το κά­τω από το Σαν Μι­γκέλ, με το μπου­κά­λι στο χέ­ρι και το κρύο σώ­μα της γερ­μέ­νο προς την Αλά­μπρα.

Το σώ­μα της ση­κώ­θη­κε αλ­λά τα κό­κα­λα της δεν το κρά­τη­σαν. Έπε­σε. Το μαύ­ρο της σα­κά­κι κά­λυ­ψε τα μαλ­λιά της σαν αν­δα­λου­σια­νό πέ­πλο πέν­θους.

Έτσι έλα­βε επι­τέ­λους τέ­λος το πρώ­το συ­νέ­δριο νέ­ων νε­ο­ελ­λη­νι­στών στη Γρα­νά­δα, τριά­ντα σχε­δόν χρό­νια με­τά την έναρ­ξή του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: