Οι φίλοι μου

Οι φίλοι μου



Μη ρω­τάς για τους φί­λους μου. Δεν έχω πια φί­λους σού λέω. Δεν συ­να­ντιό­μα­στε, δεν έρ­χο­νται να με δουν, κι ού­τε εγώ βε­βαί­ως πη­γαί­νω, μπο­ρεί και να νο­μί­ζου­νε πως εί­μαι πια πε­θα­μέ­νος. Ή ίσως να εί­ναι οι ίδιοι νε­κροί κι όλοι να μου το κρύ­βουν, κι έτσι εγώ ―μα­ταί­ως και άδι­κα― απο­μέ­νω μό­νος εδώ να τους ψέ­γο­μαι. Δεν μου απα­ντούν πο­τέ στο τη­λέ­φω­νο, δεν μου τη­λε­φω­νούν ού­τε μία στις τό­σες, δεν μου στέλ­νουν πια ένα μή­νυ­μα οι φί­λοι μου, μια αν­θο­δέ­σμη σε γιορ­τές κι επε­τεί­ους. Ού­τε καν ένα sms, ού­τε μια βι­ντε­ο­κλή­ση στο messenger. Πο­τέ, τί­πο­τα απο­λύ­τως, σαν να άνοι­ξε η γη και να τους κα­τά­πιε για πά­ντα.

Πα­λιά συ­να­ντιό­μα­σταν συ­χνά για φα­γη­τό, σε σπί­τια ή στα κα­λύ­τε­ρα εστια­τό­ρια. Τα δεί­πνα κρα­τού­σαν μέ­χρι το πρωί της επό­με­νης μέ­ρας και δια­σκε­δά­ζα­με με την ψυ­χή μας. Γε­μά­τα τα τρα­πέ­ζια με φα­σια­νούς και ψη­τά γου­ρου­νό­που­λα, με μο­σχα­ρά­κι μπουρ­γκι­νιόν και πά­πιες με πορ­το­κά­λι, με ρι­ζό­το αλά μι­λα­νέ­ζε και τάρ­τες τα­τέν. Τρώ­γα­με, πί­να­με και μι­λού­σα­με, Θε μου, να ’ξε­ρες πό­σο μι­λού­σα­με. Σαν να μην εί­χα­με μι­λή­σει πο­τέ ξα­νά στη ζωή μας ―τό­σο ανοι­χτά, τό­σο πη­γαία κι απρό­σκο­πτα―, λες και άνοι­γε μια κα­τα­πα­κτή και ξε­πή­δα­γαν λό­για, ιστο­ρί­ες, μυ­στι­κά, κρί­σεις και επι­κρί­σεις που δεν εί­χα­με εκ­μυ­στη­ρευ­τεί πο­τέ άλ­λο­τε σε κα­νέ­ναν. Αλ­λά σ’ αυ­τή την πα­ρέα ήμα­σταν ασφα­λείς να πού­με και να κά­νου­με οτι­δή­πο­τε, βλέ­πεις κολ­λη­τοί τό­σα χρό­νια, αν και ―ού­τως ει­πείν― δη­μό­σια πρό­σω­πα, δεν υπήρ­χαν τύ­ποι και όρια με­τα­ξύ μας.

Ήμα­σταν μια συ­ντρο­φιά από αν­θρώ­πους αστρα­φτε­ρούς, που με­γα­λώ­σα­με μα­ζί και μοι­ρα­ζό­μα­σταν τό­σα. Με τη Μέ­ρι­λιν ήμα­σταν συμ­μα­θη­τές απ’ το δη­μο­τι­κό, τό­τε που δεν ήταν ακό­μα ού­τε ξαν­θιά, ού­τε σεξ σύμ­βο­λο, με τον Αρι­στο­τέ­λη Ωνά­ση γνω­ρι­ζό­μα­σταν απ’ την εφη­βεία μας, και όποια απρέ­πεια κι αν έκα­νε ―πραγ­μα­τι­κά ανέ­κα­θεν ήταν άν­θρω­πος δί­χως τρό­πους―, εγώ πά­ντα τον συγ­χω­ρού­σα. Με τον Τζέιμς Ντιν εί­χα­με την ίδια ντα­ντά, με τον Λόρ­κα συ­νό­ρευαν τα κτή­μα­τά μας, με τη Βί­βιαν Λι φλερ­τά­ρα­με ένα διά­στη­μα στην πρώ­τη νε­ό­τη­τα, αλ­λά με­τά γί­να­με οι κα­λύ­τε­ροι φί­λοι. Με τη Βιρ­τζί­νια Γουλφ εί­χα­με γνω­ρι­στεί σε μια παμπ και με εί­χε κα­λέ­σει στην ομά­δα Μπλούμ­σμπε­ρι ―για φα­ντά­σου, εγώ, ένας νε­οσ­σός ανά­με­σά τους― και φέρ­νο­ντάς τη στην πα­ρέα αντα­πέ­δι­δα τη φι­λία. Με τον Μάρ­λον Μπρά­ντο εί­χα­με κά­νει μα­ζί τα πρώ­τα εφη­βι­κά μας με­θύ­σια και εί­χα­με κλέ­ψει ένα πο­δή­λα­το. Κα­τέ­φθα­νε ο Μάρ­λον μα­σώ­ντας την τσί­χλα του και δεν μι­λού­σε ή μουρ­μού­ρα­γε μέ­σα απ’ τα δό­ντια του, μέ­χρι που κά­ποια στιγ­μή, αφού εί­χε φά­ει κι εί­χε πιει τον αγλέ­ο­ρα, ερ­χό­ταν στο κέ­φι, και τό­τε μπο­ρεί να ούρ­λια­ζε και να πε­τού­σε τρα­πέ­ζια, σερ­βί­τσια και τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα στον αέ­ρα. Αυ­τή που πο­λύ αρ­γό­τε­ρα εντά­χθη­κε στην πα­ρέα ήταν η Κάλ­λας, ο Αρι­στο­τέ­λης την έφε­ρε, και ναι, ήταν κά­πως ψυ­χρή και από­μα­κρη, αλ­λά όταν κα­θό­ταν στο πιά­νο και τρα­γου­δού­σε για χά­ρη μας, έσπα­γε εκεί­νο το πε­ρί­βλη­μα από πά­γο για να πά­ρει τη θέ­ση του μια άσβε­στη φλό­γα, κι εμείς την ακού­γα­με με λα­τρεία. Με­ρι­κές φο­ρές που τρα­γου­δού­σαν μα­ζί με τον Τζιμ Μό­ρι­σον, ξά­δελ­φός μου αυ­τός, δια­σκευά­ζο­ντας σε ροκ γνω­στές άριες ή και το αντί­στρο­φο κά­νο­ντας, για όλους εμάς ήταν μέ­θε­ξη. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα προ­στέ­θη­καν στην πα­ρέα ο Νου­ρέ­γιεφ ―αλ­λά ήταν τό­σο ανοι­χτός, τό­σο εκλε­πτυ­σμέ­νος και πρό­θυ­μος, που έγι­νε ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος της συ­ντρο­φιάς αβί­α­στα―, κα­θώς και ο Άντι Γουόρ­χολ και η Οριά­να Φα­λά­τσι.

Χα­θή­καν οι φί­λοι μου, σαν να μη συ­να­ντη­θή­κα­με πο­τέ, σαν να μη ζή­σα­με μα­ζί τό­σα και τό­σα, δεν τους εν­δια­φέ­ρει αν ζω ή αν πέ­θα­να, αν οι μέ­ρες μου εί­ναι γε­μά­τες ευ­δαι­μο­νία ή πό­νο, αν κά­νω τα τα­ξί­δια που πά­ντα ονει­ρευό­μου­να ―Νέα Υόρ­κη, Σά­ου Πά­ου­λου, Νέο Δελ­χί, Μελ­βούρ­νη, Αβά­να― ή αν εί­μαι έγκλει­στος κά­που, ας πού­με σ’ αυ­τό το δω­μά­τιο, που δεν το βλέ­πει καν ήλιος. Δεν νοιά­ζο­νται οι φί­λοι μου αν πο­νά­νε τα μέ­λη μου κι αν τε­κτο­νι­κές δο­νή­σεις συ­ντα­ράσ­σουν τα σω­θι­κά μου, αν ανοί­γουν μαύ­ρες τρύ­πες στη σκέ­ψη μου και μέ­σα στο χά­ος τους γλι­στρά­νε οι μνή­μες, αν σα­πί­ζουν τα δό­ντια μου, αν μα­κραί­νουν τα γέ­νια και τα μαλ­λιά μου ενά­ντια σε κά­θε κα­νό­να ευ­πρέ­πειας, αν ξε­φλου­δί­ζουν τα νύ­χια μου και στο σώ­μα μου κά­τι σά­πιο μυ­ρί­ζει.

Δεν γνω­ρί­ζουν οι φί­λοι μου ότι όλη μέ­ρα συ­να­γε­λά­ζο­μαι με ξέ­νους αν­θρώ­πους και κά­ποιοι ―πα­ντε­λώς άγνω­στοι και ανά­γω­γοι― τρυ­πά­νε και δέ­νουν τα χέ­ρια μου. Δεν ακούω πια τη γλυ­κιά φω­νού­λα της Μέ­ρι­λιν, τις άριες της Μα­ρί­ας, τις ατέ­λειω­τες ερω­τή­σεις της Οριά­νας, το γέ­λιο του Φε­δε­ρί­κο, τα χο­ντρά αστεία του Αρι­στο­τέ­λη. Ξέ­νες φω­νές βουί­ζου­νε μέ­ρα νύ­χτα στ’ αυ­τιά μου, μου τρυ­πά­νε τα τύ­μπα­να ― σιω­πή, πα­ρα­κα­λώ λί­γη δια­κρι­τι­κό­τη­τα, λί­γη ησυ­χία, επι­τέ­λους. Ακούω ονό­μα­τα αλ­λο­πρό­σαλ­λα, αλο­πε­ρι­δό­λη, ολαν­ζα­πί­νη, κλο­ζα­πί­νη… οι φί­λοι μου. Λο­ρα­ζε­πά­μη, κα­ρι­πρα­ζί­νη… οι φί­λοι μου. Τους φω­νά­ζω από μέ­σα μου, τους κα­λώ με όλη μου τη δύ­να­μη, με κραυ­γές, με σι­νιά­λα, με στη­θο­χτυ­πή­μα­τα και πη­δή­μα­τα. Πού εί­στε; Ελά­τε, Μάρ­λον, Ρού­ντολφ, Βί­βιαν, Μα­ρία, Αρι­στο­τέ­λη… Κου­ε­τια­πί­νη, αρι­πρα­ζό­λη… οι φί­λοι μου. Βιρ­τζί­νια, Άντι, Φε­δε­ρί­κο, Οριά­να… Βαλ­προϊ­κό οξύ, ρι­σπε­ρι­δό­νη, δια­ζε­πά­μη και τέ­λος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: