Τον Αγκάμπεν μας διαβάσαμε στον δρόμο…

Giorgio Αgamben
Giorgio Αgamben

Τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους
________

Στις οι­κο­γε­νεια­κές μας εξορ­μή­σεις, εκ­δρο­μές και δια­κο­πές, συ­νη­θί­ζα­με να βά­ζου­με κα­σέ­τες στο λευ­κό Hyundai και να ακού­με πά­νω κά­τω τα ίδια τρα­γού­δια σ’ όλες τις δια­δρο­μές. Το ρε­περ­τό­ριό μας πε­ριε­λάμ­βα­νε Άσι­μο και Πα­πα­κων­στα­ντί­νου, Τσα­λι­γο­πού­λου και Ζιώ­γα­λα, και κυ­ρί­ως τους αδερ­φούς Κα­τσι­μί­χα. Με­γα­λώ­νο­ντας, λοι­πόν, όπο­τε άκου­γα ορι­σμέ­να τρα­γού­δια τους, από αυ­τά που υπήρ­χαν στις κα­σέ­τες, κα­τευ­θεί­αν το μυα­λό μου τα­ξί­δευε. Με­τα­φε­ρό­μουν στο πί­σω κά­θι­σμα του αμα­ξιού, στρι­μωγ­μέ­νη στη μέ­ση να βλέ­πω τον ήλιο να ανα­τέλ­λει. Πά­ντα ανα­τέλ­λει ο ήλιος σ’ αυ­τή μου τη φα­ντα­σία. Η επί­δρα­ση των τρα­γου­διών πά­νω μου, όμως, δεν στα­μα­τού­σε εδώ. Σαν άλ­λο σκυ­λά­κι του Πα­βλόφ εγώ, σαν άλ­λα κου­δου­νά­κια τα τρα­γού­δια, ση­μα­το­δο­τού­σαν ένα τα­ξί­δι. Με την αντί­στρο­φη λει­τουρ­γία, λοι­πόν, δεν νο­ού­ταν και τα­ξί­δι χω­ρίς αυ­τά τα τρα­γού­δια.
Με­τά με­γά­λω­σα, άρ­χι­σα να ακούω κι άλ­λα τρα­γού­δια στον δρό­μο για τις δια­κο­πές μου, άρ­χι­σα να κά­νω πί­σω – ενί­ο­τε – και στις προ­τι­μή­σεις των άλ­λων, κι έτσι η έναρ­ξη των δια­κο­πών μου δεν ση­μα­το­δο­τεί­ται πια από κα­νέ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο άκου­σμα. Αντι­θέ­τως, εκεί­νο που τεί­νω τε­λευ­ταία να εγκα­θι­δρύ­σω εί­ναι η ανά­γνω­ση στη δια­δρο­μή Αθή­να-Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Φυ­σι­κά πά­ντο­τε διά­βα­ζα σε αυ­το­κί­νη­τα και λε­ω­φο­ρεία. Πά­ντο­τε από τη στιγ­μή που ξε­πέ­ρα­σα την πρό­λη­ψη που μου εί­χε με­τα­δώ­σει η μα­μά μου ότι «αν δια­βά­ζω, θα ζα­λί­ζο­μαι». Εάν δεν κά­θο­μαι γα­λα­ρία κι αν το λε­ω­φο­ρείο δεν ζέ­χνει ή εγώ δεν εί­μαι ολωσ­διό­λου νη­στι­κή, το διά­βα­σμα δεν μπο­ρεί να με ζα­λί­σει. Έτσι, διά­βα­ζα φυ­σι­κά στα αστι­κά λε­ω­φο­ρεία κά­θε πρωί στον δρό­μο για τη Σχο­λή. Διά­βα­ζα για να παίρ­νω δύ­να­μη, για να μπο­ρώ να βρω κά­ποιο νό­η­μα στο ότι ση­κώ­θη­κα πρωί-πρωί απ’ το κρε­βά­τι, να μου θυ­μί­σω τι θέ­λω και τι αγα­πώ σ’ αυ­τή τη ζωή. Σ’ αυ­τές τις δια­δρο­μές στα αστι­κά διά­βα­σα τα πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ τα θε­α­τρι­κά έρ­γα που έχω δια­βά­σει.
Έπει­τα διά­βα­ζα στις πε­ριο­δεί­ες που έτυ­χε να κά­νω με τη δου­λειά μου. Τό­σα χι­λιό­με­τρα Κα­μί, μα δε σε νί­κη­σα καη­μέ για να πα­ρα­φρά­σω τους στί­χους του Στα­μά­τη Κρα­ου­νά­κη για τη Ζω­ζώ. Τα βι­βλία που έχω εντο­νό­τε­ρα την ανά­μνη­σή τους να τα δια­βά­ζω στο μι­κρό βα­νά­κι της πε­ριο­δεί­ας μας στη βό­ρεια Ελ­λά­δα εί­ναι Η τέ­χνη της Σιω­πής του Αβ­βά Ντι­νουάρ που το εί­χα πά­ρει για τα γε­νέ­θλιά μου από την Αλε­ξαν­δρού­πο­λη, έναν μή­να πριν τα γε­νέ­θλιά μου, και το Φα­ρε­νάιτ 451 του Ρέι Μπράντ­μπε­ρι. Για το δεύ­τε­ρο θυ­μά­μαι να μι­λά­με πο­λύ, μπρος πί­σω στα κα­θί­σμα­τα με τον Α.Ε.Μ. Εκεί­νος συ­νή­θως διά­βα­ζε βι­βλία παι­δα­γω­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα, αλ­λά όλοι λί­γο πο­λύ σ’ εκεί­νο το βαν λέ­γα­με για βι­βλία, για ποι­ή­μα­τα, τι δια­βά­ζου­με, τι θα δια­βά­σου­με…
Στην επό­με­νη με­γά­λη πε­ριο­δεία, το κε­φά­λι μου κα­ζά­νι από τις συ­νε­χείς με­τα­κι­νή­σεις, δεν έβρι­σκε χώ­ρο και χρό­νο να πια­στεί καν απ’ τα βι­βλία. Μία εξαί­ρε­ση εδώ το βι­βλίο της Ζ.Α. που μου έδω­σε και διά­βα­σα στον δρό­μο, κά­που ανά­με­σα στις πα­ραι­νέ­σεις της να πά­ρω μα­γνή­σιο και στις δι­κές μου να πί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­ρό. Το βι­βλίο που μου έδω­σε ήταν Γραμ­μα­τι­κή των γλωσ­σών της Βα­βέλ, του Γιούρ­γκεν Μπούχ­μαν. Πο­λύ ιδιαί­τε­ρο βι­βλίο και μια τέ­τοια γραμ­μα­τι­κή αναμ­φί­βο­λα χρειά­ζε­ται όταν συ­ντα­ξι­δεύ­εις και περ­νάς την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά σου με τό­σα άτο­μα... Η Ζ. πά­ντα αγό­ρα­ζε βι­βλία σ’ όλες τις πιά­τσες της πε­ριο­δεί­ας. Δεν μπο­ρού­σε να συ­γκρα­τη­θεί. Πη­γαί­να­με μα­ζί στα βι­βλιο­πω­λεία για βόλ­τα κι εγώ κοι­τού­σα γύ­ρω-γύ­ρω σαν τα παι­διά στις ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες που βλέ­πουν πρώ­τη φο­ρά βι­τρί­νες με ζα­χα­ρω­τά ή λού­να παρκ, κι εκεί­νη αγό­ρα­ζε. Πό­σο τη χαι­ρό­μουν! Εγώ… χρειά­ζο­μαι λί­στα.
Έλε­γα πριν τρεις πα­ρα­γρά­φους για την ανά­γνω­ση που έχει αντι­κα­τα­στή­σει τη μου­σι­κή στη δια­δρο­μή Θεσ­σα­λο­νί­κη-Αθή­να και τού­μπα­λιν. Αν και δεν πρό­κει­ται πλέ­ον για τα­ξί­δι ανα­ψυ­χής, αυ­τό το πη­γαι­νέ­λα τεί­νει για μέ­να να συν­δε­θεί με τον Giorgio Agamben. Ανε­βαί­νο­ντας στις αρ­χές του μή­να ξε­κι­νή­σα­με το Homo Sacer. Κυ­ρί­αρ­χη Εξου­σία και Γυ­μνή Ζωή. Επι­στρέ­φο­ντας Αθή­να δεν το τε­λειώ­σα­με. Το συ­νε­χί­σα­με τέ­λος του μή­να που ανε­βή­κα­με πά­λι για δου­λειά Θεσ­σα­λο­νί­κη. Όμως, κα­θώς τα βά­σα­να πολ­λά και αγα­πά­με και τα λαϊ­κά, δεν εί­ναι ο Αγκά­μπεν ένα σά­ου­ντρακ της τά­ξης των Κα­τσι­μι­χαί­ων και του Πα­πα­κων­στα­ντί­νου. Στ’ αυ­τιά μας ηχεί ως ό,τι πιο ται­ρια­στό για μία τέ­τοια δια­δρο­μή, μια που άλ­λω­στε με τις κα­τα­στρο­φές και τις ελ­λεί­ψεις το το­πίο μοιά­ζει να μας γυρ­νά στη δε­κα­ε­τία του 1960 κι όχι σε κά­τι ση­με­ρι­νό. Έτσι λοι­πόν:

Τον Αγκά­μπεν μας πε­τά­ξα­με στον δρό­μο, που λέ­ει κι η Γιώ­τα Λύ­δια στο ομώ­νυ­μο τρα­γού­δι του Τά­κη Σού­κα,
Περ­πά­τα Αγκά­μπεν μου στον δρό­μο της καρ­διάς σου, του Από­στο­λου Καλ­δά­ρα με τον Μα­νό­λη Αγ­γε­λό­που­λο,
Αν εί­ναι ο Αγκά­μπεν αμαρ­τία, να βγω να το φω­νά­ξω με λα­τρεία, Τζέ­νη Βά­νου και Μί­μης Πλέ­σας για κά­τι πιο ελα­φρύ, και για όσους τα­ξι­δεύ­ουν οπωσ­δή­πο­τε το ζα­μπε­τι­κό
Πού πας χω­ρίς Αγκά­μπεν, στο κρύο στη βρο­χή, τον δρό­μο θα τον χά­σεις, καρ­διά μου μο­να­χή

και πά­ει λέ­γο­ντας…

Κι αν με ρω­τά­τε, 80-100 σε­λί­δες βγαί­νει η δια­δρο­μή Θεσ­σα­λο­νί­κη-Αθή­να, με το αυ­το­κί­νη­το. Επι­τέ­λους και μια μο­νά­δα μέ­τρη­σης του χρό­νου και του χώ­ρου για όσους δεν κα­πνί­ζου­με τσι­γά­ρα.

Πό­σες σε­λί­δες δρό­μος;

____________
Tο όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: