Kατασκήνωση / Έξοδος

Κα­τα­σκή­νω­ση

Ανοί­ξα­με το στό­μιο της πα­γί­δας
και τρα­βή­ξα­με το ελά­φι
δι­πλά στη φω­τιά να ζε­στα­θεί.
Λιώ­σα­με βό­τα­να να κά­νου­με για­τρι­κό
για το τραυ­μα­τι­σμέ­νο του πό­δι.
Μέ­ρες εγκλω­βι­σμέ­νο, έμει­νε νη­στι­κό,
ούρ­λια­ζε με βα­θύ τον πό­νο.
Έκλαι­γα, μι­κρός εγώ,
με κα­θη­σύ­χα­ζε ο με­γά­λος.
Ακί­νη­τοι βλέ­πα­με το ζώο να σβή­νει.
Ανά­στα­το το στο­μά­χι μας
με την κά­θε του τε­λευ­ταία ανά­σα.
Ο πρώ­τος, πε­ρή­φα­νος που ήτα­νε ο πα­τέ­ρας,
έβγα­λε την κυ­νη­γε­τι­κή μα­χαί­ρα.
Ο δεύ­τε­ρος, χα­ρού­με­νος που ήτα­νε ο γιος,
κα­ρύ­κευε γεν­ναιό­δω­ρα την ανοι­χτή πλη­γή.
Η δυ­να­τή φω­τιά στέ­γνω­σε τα δά­κρυα μας εντε­λώς.
«Ο θά­να­τος θέ­λει χορ­τα­σμέ­νη τη ζωή
κι η ζωή διαρ­κώς θέ­λει χόρ­τα­σμα»
φαί­νε­ται να μού­γκρι­ζε ο γυ­πα­σμέ­νος ου­ρα­νός,
σα να 'χε κεί­νη την ημέ­ρα κά­λε­σμα.


Kατασκήνωση / Έξοδος


Έξο­δος

Πι­στέψ­τε με,
όταν κου­βα­λή­σε­τε
το κλι­μα­τι­στι­κό στον ώμο
θα σκέ­φτε­στε τρι­πλά τη δρο­σιά του.
Ανοίξ­τε μω­ρέ τα μπαρ απ' το πρωί
για να ΄μα­στε και πά­λι μό­νοι μας
με μπό­λι­κο κό­σμο.
Τώ­ρα, αν εί­σα­στε επι­δει­ξιο­μα­νείς,
κά­ντε το για κά­τι που ν' αξί­ζει το θέ­α­μα
―όπως να αγκα­λιά­σε­τε σφι­χτά
εκεί­νους που μι­σή­σα­τε―
―ή να πα­ρα­δε­χτεί­τε πως
όσο κι αν αγα­πή­σα­τε πο­λύ κά­ποιους,
ήτα­νε πο­λύ εύ­κο­λο να γί­νει
και δεν με­τρά πραγ­μα­τι­κά―
―ή ακό­μα, να ρί­ξε­τε τον εαυ­τό σας
από αμε­ρι­κά­νι­κη σκά­λα κιν­δύ­νου
δί­χως λό­γο κα­νέ­να.

Θα ξα­να­βγεί, λέ­νε, ο αμεί­λι­κτος ήλιος.
Οι ζέ­στες του θα σας κολ­λή­σουν
τα πα­πού­τσια στην άσφαλ­το,
θα σας δεί­χνουν θο­λή την ελ­πί­δα
στον ορί­ζο­ντα ταυ­τό­χρο­να

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: