Κατασκήνωση
Ανοίξαμε το στόμιο της παγίδας
και τραβήξαμε το ελάφι
διπλά στη φωτιά να ζεσταθεί.
Λιώσαμε βότανα να κάνουμε γιατρικό
για το τραυματισμένο του πόδι.
Μέρες εγκλωβισμένο, έμεινε νηστικό,
ούρλιαζε με βαθύ τον πόνο.
Έκλαιγα, μικρός εγώ,
με καθησύχαζε ο μεγάλος.
Ακίνητοι βλέπαμε το ζώο να σβήνει.
Ανάστατο το στομάχι μας
με την κάθε του τελευταία ανάσα.
Ο πρώτος, περήφανος που ήτανε ο πατέρας,
έβγαλε την κυνηγετική μαχαίρα.
Ο δεύτερος, χαρούμενος που ήτανε ο γιος,
καρύκευε γενναιόδωρα την ανοιχτή πληγή.
Η δυνατή φωτιά στέγνωσε τα δάκρυα μας εντελώς.
«Ο θάνατος θέλει χορτασμένη τη ζωή
κι η ζωή διαρκώς θέλει χόρτασμα»
φαίνεται να μούγκριζε ο γυπασμένος ουρανός,
σα να 'χε κείνη την ημέρα κάλεσμα.