Το κερί κόκκινο στο ασημένιο κηροπήγιο
Στέκει ατάραχα και καθησυχαστικά ίδιο
ευθυτενές, άκαμπτο κι αστρέβλωτο
Τις νύχτες που σαλεύουν οι μορφές
ξαγρυπνώ και με το πρώτο φως διακρίνω
την τάξη που διαταράχτηκε
Με επιδέξιες, από καταβολής κόσμου, κινήσεις
επαναφέρω το αρχικό σχήμα στο κερί μου
Δεν του ταιριάζει το λύγισμα, η κάμψη, η υποστολή
Όμως εκείνο κάθε βράδυ ενδίδει
στη σαγήνη της καμπύλης
του χαμηλωμένου πόθου
της ταπεινωμένης σιγής
Κάθε πρωί επαναφέρω το κερί μου
στη ευθύγραμμη και ζοφερή τάξη των πραγμάτων
Κάθε πρωί ονειρεύομαι η νύχτα να μην αργήσει