Η αυλή μας & άλλοι τόποι

Γρύπας κατασπαράζει ελάφι. Μωσαϊκό από την oικία του Διονύσου, Πέλλα περ. 325 π.Χ.
Γρύπας κατασπαράζει ελάφι. Μωσαϊκό από την oικία του Διονύσου, Πέλλα περ. 325 π.Χ.

Η αυ­λή μας

Εμέ­να μ’ αρέ­σουν τα άγρια ζώα που ζουν στην αυ­λή μας / που στο τρυ­φε­ρό γρα­σί­δι ξα­πλώ­νουν λέ­αι­νες και τις χαϊ­δεύ­ου­με στη χαί­τη / η μι­κρή τε­χνη­τή λί­μνη με τα χρυ­σό­ψα­ρα που φω­σφο­ρί­ζουν / οι κορ­δέ­λες που πλέ­ξα­με στα δέ­ντρα να τις φυ­σά­ει ο αέ­ρας / ο λα­βύ­ριν­θος με τους κα­θρέ­φτες που πα­ρα­μορ­φώ­νουν τα πρό­σω­πα / παί­ζου­με κυ­νη­γη­τό και κρυ­φτό και ξα­νά κυ­νη­γη­τό και ξα­νά κρυ­φτό / προ­σπα­θού­με να μην σκε­φτό­μα­στε τα στε­νά­χω­ρα / οι πιο πα­ρά­ξε­νοι θά­να­τοι / προ­χτές κά­ποιος έφυ­γε από κα­τά­πο­ση φίλ­τρων υπερ­βο­λι­κής αγά­πης / σε άλ­λον επι­τέ­θη­κε ένα σπουρ­γί­τι ενώ κοι­μό­ταν / όμως εί­ναι αλη­θι­νή μα­γεία όταν ανα­τέλ­λουν τα δύο ολό­κλη­ρα φεγ­γά­ρια / γυα­λί­ζουν όπως τα μά­τια της γά­τας / και αν­θί­ζουν τα τρια­ντά­φυλ­λα στο φρά­χτη / και κοι­μό­μα­στε έξω για­τί ο και­ρός εί­ναι μα­λα­κός / και δε φο­βό­μα­στε για­τί την αυ­λή μας τη φυ­λά­ει ένας γρύ­πας που τρί­βε­ται στα πό­δια μας.



Σαν μπα­ρόκ

Αν ήμουν σπί­τι θα εί­χα όψη νε­ο­κλα­σι­κή.
Τα ανά­γλυ­φα στοι­χεία μου θα μου προ­σέ­φε­ραν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από την αύ­ρα του κομ­ψού.
Ακί­νη­τη θα ατέ­νι­ζα το το­πίο στο βά­θος ανά­με­σα σε στι­βα­ρές κο­λώ­νες και κα­θα­ρές επι­φά­νειες.
Θα εί­χα με­γα­λο­πρε­πή αε­τώ­μα­τα κι ένα κή­πο γε­μά­το μαρ­μά­ρι­να γλυ­πτά, αψε­γά­δια­στα, αρ­μο­νι­κά.
Όλα συμ­με­τρι­κά το­πο­θε­τη­μέ­να.
Μα εμέ­να η φύ­ση μου δεν έχει την τέ­χνη που απαι­τεί η επο­χή.
Αγνή, απλή, με­γα­λειώ­δης δεν εί­μαι.
Κα­τά την άπο­ψη των εγκυ­ρό­τε­ρων με­λε­τη­τών μι­μού­μαι πα­λαιό­τε­ρες κα­τα­σκευ­ές.
Πιο θο­ρυ­βώ­δεις. Πιο φορ­τω­μέ­νες.
Σαν μπα­ρόκ επι­μέ­νω στην υπερ­βο­λή.


Στο μου­σείο ρα­γι­σμέ­νης καρ­διάς

Στο μου­σείο της ρα­γι­σμέ­νης καρ­διάς υπάρ­χουν με­τρη­μέ­νες προ­θή­κες.
Εκεί φι­λο­ξε­νού­νται τα λι­γο­στά εκ­θέ­μα­τα.
Τον επι­σκέ­πτη όμως απο­ζη­μιώ­νει η σπα­νιό­τη­τά τους.
Στην κε­ντρι­κή αί­θου­σα δε­σπό­ζουν οι σια­μαί­ες καρ­διές.
Πρό­κει­ται για μία εξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση αμοι­βαί­ας αγά­πης που συ­ντη­ρεί­ται σε αε­ρο­στε­γείς συν­θή­κες.
Οι ερω­τευ­μέ­νοι δώ­ρι­σαν τις καρ­διές τους στο μου­σείο
και τα ονό­μα­τά τους σκα­λί­στη­καν με χρυ­σά γράμ­μα­τα
στο μνη­μείο των με­γά­λων ευ­ερ­γε­τών.
Στις μι­κρό­τε­ρες αί­θου­σες κλέ­βουν την πα­ρά­στα­ση
η καρ­διά που μι­λά­ει ή ομι­λού­σα καρ­διά
και η λευ­κή καρ­διά αλ­μπί­νος.
Στο αυ­τί του μυ­η­μέ­νου θα ηχή­σουν ξε­κά­θα­ρες
οι φρά­σεις της καρ­διάς που μι­λά­ει,
ενώ στο βι­βλίο των επι­σκε­πτών συ­χνά ανα­φέ­ρε­ται
ένα έντο­νο αί­σθη­μα παλ­μού
απ’ όσους πα­ρα­μέ­νουν στο χώ­ρο πέ­ραν του τε­τάρ­του της ώρας.
Λέ­νε πως όταν έξω ρί­χνει χιό­νι,
η λευ­κή καρ­διά με­τα­τρέ­πε­ται σε πα­γά­κι
και οι συ­ντη­ρη­τές ανα­γκά­ζο­νται
να την εμ­βυ­θί­σουν σε βρα­στό νε­ρό για να επα­νέλ­θει.
Το μου­σείο εί­ναι ανοι­χτό όλες τις νύ­χτες του έτους
από τα με­σά­νυ­χτα έως το πρώ­το φως της μέ­ρας
με εξαί­ρε­ση τις Πρω­το­χρο­νιές.
Συ­στή­νε­ται σε επι­σκέ­πτες που υπο­φέ­ρουν
από το σύν­δρο­μο της ρα­γι­σμέ­νης καρ­διάς
να ενη­με­ρώ­σουν κα­τά την επί­σκε­ψή τους
το έμπει­ρο προ­σω­πι­κό του μου­σεί­ου.
Η Διεύ­θυν­ση του μου­σεί­ου τους κα­λεί να αξιο­λο­γή­σουν θε­τι­κά
το εν­δε­χό­με­νο δω­ρε­άς της ρα­γι­σμέ­νης καρ­διάς τους
προς όφε­λος της επι­στή­μης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: