Γράμμα στον Μάρκο Αυρήλιο
Στήνω εντός μου θεούς
και παζάρια μ’ άχρηστα πράγματα,
ποτίζω στον κήπο πέτρινους ανεμόμυλους.
Τα πουλιά που βαραίνουν το στήθος μου
καταπίνουν το βράδυ τους στίχους μου.
Να στεκόμουν, Αυρήλιε, μόνη μες στην κρύα ανάσα της λέξης,
μες στη σκιά τη ραμμένη στα φώτα των άστρων,
να μπορούσα να γράψω στο σώμα μου
το νερό της βροχής όταν πέφτει στη θάλασσα,
να μπορούσα να γράψω τ’ ωραίο απλά.
Το πέρασμα
Ακούγονται βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας
ο άνεμος ανοίγει την πόρτα,
κάποιοι κρατούν στα χέρια γεράνια
θ’ ακουμπήσουν στον κήπο το βαθύ της ζωής τους τραγούδι,
άλλοι φορούν κατάσαρκα ποιήματα και τρέχουν στην άκρη της πόλης,
κάποιος πενθεί τα τρυγόνια στο άδειο διαμέρισμα,
η πόρτα κλείνει
τα βήματα σιγούν,
ένα τσέρκι κυλάει στο άπειρο.
Θάλασσα
Ένα τόπι ανάβει στον ουρανό,
ανοίγεις τα υγρά βλέφαρα σου
το αρχέγονο βλέμμα σου αγγίζει
τον αυχένα μου
τον σπάει σε κομμάτια
με αφανίζεις βαθιά στα σπλάχνα σου,
«δεν πειράζει» μου λες
«ό,τι έχασες δεν ήταν δικό σου».