Δαίδαλος

Δαίδαλος



Τα δυο πρόσωπα με το βλέμμα χαμένο στον ήλιο του απογεύματος χαίρονται το τελευταίο φως της μέρας στο Αιγαίο, καθώς ο ήλιος ξεμακραίνει κι απ’ τους δυο, τραβώντας κατά τις Ηράκλειες Στήλες, αφήνοντας τον έναν καταμεσής του πελάγους, ανοιχτά της Πελοποννήσου, και τον άλλο σ’ ένα νησί πιο πέρα από τις Κυκλάδες, μια μέρα δρόμο από το Ταίναρο, μαζί με τη νύχτα της. Και η νύχτα που έρχεται απόψε είναι αλλιώτικη από τις άλλες, νύχτα που σμίγει τη γη με τον ουρανό, το πάνω με το κάτω, τη θάλασσα με τη στεριά, για να φέρει τα δυο πρόσωπα το ένα κοντά στο άλλο, σπρώχνοντας ένα μικρό πλεούμενο ολοένα και πιο κοντά στο νησί, και το νησί ολοένα και πιο κοντά στο καΐκι, δεν έχει σημασία μια τέτοια νύχτα να πεις ποιος κατευθύνεται σε ποιον, μόνο η απόσταση που μικραίνει έχει σημασία, και η αλμύρα αρχίζει πια να μπλέκεται με τη γλυκιά δροσιά του πευκοδάσους στην ακτή, που αχνοφαίνεται με το πρώτο φως της καινούργιας μέρας.

Το καΐκι έχει φτάσει στα ρηχά, οι ναύτες έχουν μαζέψει τα πανιά, κι η πλώρη χτυπάει απαλά στην ξύλινη αποβάθρα. Ένα παιδί βουτάει μέχρι τη μέση στο νερό και με βιασύνη δένει την άκρη ενός σχοινιού σε ένα παλούκι. Με ένα σάλτο πηδάει πάνω στην αποβάθρα, απλώνοντας το μουσκεμένο χέρι του σε έναν άντρα ηλικιωμένο, που το αρπάζει με δύναμη, τραβώντας κοντά του τον νεαρό. Να ’σαι καλά, γιε μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου, Δεν έχω γονείς, Κάποτε είχες, Έχω μόνο τ’ αδέλφια μου, Τότε να χαίρεσαι τ’ αδέλφια σου κι εκείνα εσένα, Φχαριστώ παππούλη, ώρα καλή... Ο γέρος απομακρύνεται με βήμα γοργό, με τρεις δρασκελιές έχει βρεθεί στο μονοπάτι που ανηφορίζει την πλαγιά, πίσω του χάνεται το παιδί, το καΐκι, η ακτή κι η θάλασσα, γύρω οι θάμνοι και τα πεύκα πυκνώνουν, το ταξίδι δεν ήταν κουραστικό, όμως η αναμονή είναι εξαντλητική, εφτά μέρες ταξίδι μέχρι εδώ είναι πολύ, όταν σε δυο μέρες μπορείς να φτάσεις, αρκεί ο άνεμος να είναι σωστός και να πετάς στο σωστό ύψος, ούτε πολύ ψηλά ούτε πολύ χαμηλά, να αφήνεις τον αέρα να κάνει τη δουλειά, μαλακές κινήσεις, αργές, το βλέμμα σου μπροστά, στον ορίζοντα, κι ούτε πολύ ψηλά ούτε πολύ χαμηλά, ακούς; Ακούω, Κοίταξε εμένα, με βλέπεις; Σε βλέπω... Η ανηφόρα γίνεται όλο και πιο απότομη, όμως ο ηλικιωμένος άντρας έχει δύναμη ασυνήθιστη, δρασκελίζει το μονοπάτι βιαστικά, σχεδόν καλπάζοντας. Οι φτέρνες του ίσα που αγγίζουν τις πέτρες, το έδαφος γλιστρά κάτω από τα πόδια του, δεν ανεβαίνει αυτός το μονοπάτι, το μονοπάτι τον κατεβαίνει. Νιώθει τον αέρα γύρω του να αραιώνει, και το στήθος του να πρήζεται από την ένταση και την αδημονία, Με βλέπεις; Σε βλέπω, Εγώ όμως δεν σε βλέπω...

Το μονοπάτι φτάνει στο τέλος του, η κλίση του όλο και μικραίνει, ανοίγει μπροστά ένα ξέφωτο στο πλάτωμα, ψηλά ο ήλιος κοντεύει να μεσουρανήσει, μα δεν μπορεί να φτάνει το μεσημέρι, δεν πέρασε ούτε μια ώρα από όταν έφτασε το καΐκι στο λιμάνι, ένας ήλιος ωχρός σαν φεγγάρι, φέρνει κρύο αντί για ζέστη, Μήπως το φεγγάρι σκότωσε τον ήλιο και πήρε τη θέση του; Όχι, δεν γίνεται, Ίσως αρρώστησε ο ήλιος και έστειλε το φεγγάρι να βοηθήσει, Όχι, δεν γίνεται, Γίνεται αυτό που βλέπουμε και οι δυο να μην είναι το ίδιο πράγμα; Όχι, δεν γίνεται, Γίνεται εγώ να σε βλέπω κι εσύ να μην μπορείς να με δεις; Θέλω να σε δω, Εδώ είμαι, με βλέπεις τώρα;

Ο γέρος κοντοστέκεται. Το ξέφωτο απλώνεται μπροστά του, κατηφορίζοντας ελαφρά, μέχρι που χάνεται απότομα, αφήνοντας το βλέμμα να πέσει στη θάλασσα. Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό – το βλέμμα δεν πέφτει πουθενά, συνεχίζει την πορεία του πάνω από τον γκρεμό, πάνω από τη θάλασσα, σταθερά καρφωμένο μπροστά, πάνω από το σημείο όπου η θάλασσα ακουμπάει τον ουρανό και ο ουρανός γεμίζει νησιά, στεριές χρυσές, ασημένιες και πορφυρές, καθώς τα σύννεφα λούζονται στο απογευματινό φως. Και η πτήση συνεχίζεται κυνηγώντας το φως προς τη δύση, σε ένα ατέλειωτο απόγευμα, ο ήλιος δεν φαίνεται πουθενά, όμως τα παρακολουθεί όλα, βλέπει δυο φιγούρες να σχίζουν τον ουρανό, δεν μπορείς να τον αντικρίσεις κατάματα, πόσο μάλλον να τον πλησιάσεις, μπορείς μόνο να αφεθείς στο φως και στις θερμές ανάσες του που πνέουν κάτω από τα φτερά και σε βοηθούν να κρατιέσαι στον αέρα, αφήνομαι στο ζεστό ρεύμα και αυτό με πάει ψηλά, κοίτα με, τώρα μαζεύω τους αγκώνες στα πλευρά για να κατέβω, με βλέπεις; Σε βλέπω, Κοίτα με, ούτε πολύ ψηλά, ούτε πολύ χαμηλά, Εντάξει, αλλά πόσο μακριά; Όσο γίνεται πιο μακριά, Πιο μακριά από τι; Απ’ όλους, απ’ όλα, Είναι πολύ μακριά αυτό για μένα, Δεν σ’ ακούω, Κοίταξε αυτό το νησί, δεν είναι όμορφο; Κρατήσου δίπλα μου, Ας κατέβουμε εδώ, θέλω να ξεκουραστώ, Πού είσαι, δεν σε βλέπω, Να, εδώ κάτω, Πρόσεξε, άπλωσε τα χέρια, κρατήσου, Πέφτω πατέρα, Αλίμονο, παιδί μου, πού είσαι; Εδώ κάτω, έλα, η πλαγιά δεν είναι απότομη, αλλά θέλει προσοχή, Χτύπησες; Όχι, όμως τα φτερά έσπασαν, Τα γόνατά σου είναι ματωμένα, κι οι παλάμες σου, Σύρθηκα στην πλαγιά, έπεσα με φόρα, αυτό είναι όλο, Πρέπει να φύγουμε, Είναι όμορφα εδώ, πιο όμορφα από όσο φαινόταν από ψηλά, Πρέπει να φύγουμε, μας κυνηγούν (Εσένα κυνηγούν), κι έσπασες τα φτερά σου, πώς θα φύγουμε τώρα; Δε θα φύγουμε, θέλω να μείνω εδώ, κουράστηκα να φεύγω, Επίτηδες το έκανες, Όχι (Ναι), Το ίδιο μου το παιδί εναντίον μου, Πατέρα, μη μιλάς έτσι, Ορίστε ο γιος μου ο μονάκριβος, ο αγαπημένος, το φίδι που έκρυβα στον κόρφο μου, Πατέρα, σώπασε κι άκουσέ με, Σάρκα από τη σάρκα μου, κι όμως, δεν θέλησες να μ’ ακολουθήσεις, πετάς όλα όσα σου έδωσα κι όλα όσα θα μπορούσαν να γίνουν δικά σου, Μου έδωσες θλίψη και ακόμη περισσότερη με περιμένει αν σε ακολουθήσω, Δεν είσαι κανένας χωρίς εμένα, Σου χρωστάω τ’ όνομά μου, μακάρι να μπορούσα να σου το δώσω πίσω, Αχάριστο πλάσμα, δε μένω στιγμή, μείνε εδώ να πεθάνεις, μόνος ανάμεσα σε αγνώστους, Δεν θα πεθάνω, Κάνε ό,τι θες, για μένα είσαι πεθαμένος, Πατέρα, μη με εγκαταλείπεις, Εσύ μ’ εγκατέλειψες, κι αφού για μένα έχεις πεθάνει, θα είσαι νεκρός για όλους, όλοι θα μάθουν ότι ο Δαίδαλος δεν έχει πια γιο, χάθηκε, πέταξε ψηλά και κάηκε, πέταξε χαμηλά και πνίγηκε, το ίδιο κάνει...

Ο γέρος σηκώνει βιαστικά τα ρούχα του και σκύβει στη σκιά μιας ξερολιθιάς, μόλις που καταφέρνει να μη λερώσει τα σανδάλια του, αφήνοντας να τρέξει από μέσα του ένας χλιαρός, πηχτός χυλός, ό,τι απόμεινε από το τελευταίο του γεύμα, δεν θυμάται πότε έφαγε για τελευταία φορά, ούτε τι έφαγε, μόνο χαμογελάει καθώς χαζεύει την ανάγκη του να γλιστρά και να απλώνεται ανάμεσα απ’ τα πόδια του, κι αναλογίζεται ότι αυτός κι ο κόσμος γίνονται πια ένα, και το χαμόγελο στο πρόσωπό του ξεχειλίζει και ξεσπά σε ένα γέλιο βουβό, κι ύστερα σκέφτεται την απρεπή του στάση και ντρέπεται, Ίσως στ’ αλήθεια να με βλέπει, σηκώνεται με κόπο κοιτάζοντας τριγύρω, δεν υπάρχει κανείς, κατεβάζει τα ρούχα του αργά και γυρίζει προς την ξερολιθιά. Ένα μελαχρινό κεφαλάκι ξεπροβάλλει ανάμεσα στις πέτρες και αμέσως χάνεται με το που σμίγουν τα βλέμματά τους, τρέχει κατά μήκος του πέτρινου τοίχου που κατηφορίζει την πλαγιά, Μπαμπά, Μπαμπά, η φωνή απομακρύνεται, μα ο γέρος ακούει το λαχάνιασμα του παιδιού, νιώθει τον καλπασμό της καρδιάς του μέσα στο στέρνο του. Ο πέτρινος τοίχος ίσα-ίσα φτάνει ένα αντρίκιο μπόι, ο γέρος σκαρφαλώνει με σβελτάδα, και ξανά Μπαμπά, Μπαμπά, Εδώ είμαι γιε μου, ο γέρος ψάχνει με το βλέμμα το παιδί που ξεμακραίνει τρέχοντας στην πλαγιά. Μια φωνή ακούγεται από ψηλά, Ίκαρε, κι ο γέρος πια ξέρει ότι το ταξίδι έφτασε στο τέλος του, το αγαπημένο όνομα είναι εδώ, και το όνομα δείχνει το πρόσωπο, θα βρει το πρόσωπο ακολουθώντας το όνομα, γυρίζει κατά κει που άκουσε τη φωνή. Πίσω του ο πέτρινος τοίχος ανηφορίζει την πλαγιά μέχρι την κορφή του λόφου, όπου υψώνεται ένας στύλος ψηλός, με μια μακριά τραβέρσα καρφωμένη επάνω του, σαν σκελετωμένο σκιάχτρο, γυμνό, που κάποτε ίσως έδιωχνε τα πουλιά, μα τώρα πια τα αφήνει να κάθονται επάνω του και να το χέζουν. Ίκαρε, ακούγεται ξανά η φωνή κι ο γέρος βλέπει στην κορφή του λόφου μια γυναίκα να φωνάζει τον άντρα της, κι ένα παιδί πέρα στο ξέφωτο να φωνάζει τον πατέρα του, και τον ήλιο που μεσουρανεί, κρύος και θολός, κι αυτό είναι το τελευταίο που προλαβαίνει να δει, καθώς τα πόδια του μπλέκονται στις χαλαρές κοτρόνες της ξερολιθιάς, και τελευταίος ήχος η φωνή της γυναίκας που ξανακούγεται, Ίκαρε, ανοίγει τα χέρια σε μια προσπάθεια να κρατήσει τη ισορροπία του, αρπάζεται από τον αέρα μα ο αέρας δεν τον αναγνωρίζει και δεν τον υπακούει, στροβιλίζεται για λίγο στην άκρη της ξερολιθιάς και πέφτει ανάσκελα, με το πρόσωπο γεμάτο ήλιο. Κι ύστερα σκοτάδι των ματιών, ένα μαύρο πηχτό, όσο χρειάζεται πηχτό για να κρύψει το θαύμα από τον ήλιο κι απ’ όλα όσα βρίσκονται κάτω απ’ αυτόν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: