Au revoir

Au revoir

«Όλα θα σου τα εί­πω, Νι­κο­λά­κη μου αγα­πη­μέ­νε, όλα. Διό­τι με πνί­γει το άδι­κον και υπήρ­ξα το θύ­μα της θλι­βε­ρής αυ­τής ιστο­ρί­ας. Το λοι­πόν, θα σου τα εξη­γή­σω όλα.

Εί­θε ο πα­ντο­δύ­να­μος και φι­λεύ­σπλα­χνος Θε­ός να μην αφή­νει τον άν­θρω­πο να πί­πτει εις την ανά­γκην κα­κο­βού­λων συ­ναν­θρώ­πων του. Έτι πε­ραι­τέ­ρω, εάν οι συ­νάν­θρω­ποί του αυ­τοί εί­ναι οι ίδιοι οι συ­νο­δοι­πό­ροι του εις την ζω­ήν, με τους οποί­ους ενώ­θη­καν με τα ιε­ρά δε­σμά του γά­μου.

Δυ­στύ­χη­σα, Νι­κο­λά­κη μου, να τρέ­φω εις τον κόρ­φο μου έναν όφιν. Βα­ριά κου­βέ­ντα, αλ­λά πέ­ρα ως πέ­ρα αλη­θι­νή. Ρι­γώ αρ­θρώ­νο­ντάς το, αλ­λά εί­ναι πλέ­ον και­ρός ν’ αντι­κρύ­σω την αλή­θεια κα­τά­μα­τα: η Τα­σού­λα μου απο­δεί­χθη­κε ένα φί­δι τό­σο ύπου­λο, ώστε δο­λί­ως και με­θο­δι­κώς εγέ­μι­σε την ψυ­χήν μου με δη­λη­τή­ριο, επι­διώ­κο­ντας ολο­φά­νε­ρα τη φυ­σι­κή μου εξό­ντω­σιν.

Το πρώ­τον βή­μα ήτο η πα­γί­δευ­σις. Όπως το ακούς, Νι­κο­λά­κη. Η πα­γί­δευ­σις και μά­λι­στα εκ των έσω! Ηξεύ­ρεις, νο­μί­ζω τον Γιώρ­γη της Σω­σώς, πρώ­τον ξά­δερ­φον της Τα­σού­λας και δε­ξιόν ψάλ­την εις την ενο­ρία της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος. Αυ­τόν, λοι­πόν, τον Γιώρ­γην, εκά­λε­σε μί­αν Κυ­ρια­κήν στο σπί­τι η Τα­σού­λα. Εντέ­χνως έφε­ρε την συ­ζή­τη­σιν εις το θέ­μα της τη­ρή­σε­ως δι­πλών λο­γι­στι­κών βι­βλί­ων διά το ρα­φεί­ον μου. Ήξε­ρα ότι ανα­κα­τεύ­ε­ται με τα λο­γι­στι­κά και δεν πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα, αλ­λά δεν έκρυ­ψα τον προ­βλη­μα­τι­σμόν μου για τους κιν­δύ­νους που εγκυ­μο­νούν τοιού­τα κολ­πά­κια. «Μην εί­σαι κο­ρόι­δο, ξά­δερ­φε!», μου εί­πε επί λέ­ξει, σκύ­βο­ντας πά­νω απ’ το φλυ­τζά­νι μου. Κό­ντε­ψε να μου βγει ο ελ­λη­νι­κός απ’ τη μύ­τη! Ωστό­σο, βρί­σκο­ντάς με εις ανά­γκην, μ’ εξώ­θη­σε, ο σα­τα­νάς, εις την πα­ρα­νο­μί­αν. Η αλή­θεια εί­ναι ότι ανα­σά­να­με οι­κο­νο­μι­κώς τό­τες, Νι­κο­λά­κη μου και λι­γδώ­θη­κε το έρ­μο το αντε­ρά­κι μας. Πί­σω όμως εί­χε η αχλά­δα την ου­ρά. Και όπως αντι­λαμ­βά­νε­σαι, η αχλά­δα δεν εί­ναι άλ­λη από την Τα­σού­λα. Γλυ­κά­θη­κε η κυ­ρά, βλέ­πεις και προ­χώ­ρη­σε εις το δεύ­τε­ρο βή­μα του σχε­δί­ου της: έβα­λε στο μά­τι το επί­δο­μα που στέλ­νει μη­νιαί­ως ο θεί­ος Αρι­στεί­δης από την Αυ­στρα­λία για τις σπου­δές της μο­να­χο­κό­ρης μας, της Τού­λας! Μά­λι­στα! Τα χρή­μα­τα της ίδιας μας της κό­ρης! Γουρ­λώ­νεις τα μά­τια, Νι­κο­λά­κη μου, αλ­λά σου εί­πα: μι­λά­με για όφι! Κι έπο­νται και τα χει­ρό­τε­ρα.

Με πιά­νει, το λοι­πόν, εις το μπί­ρι μπί­ρι η Τα­σού­λα, να πέμ­ψω γράμ­μα εις τον θεί­ον, πα­ρου­σιά­ζο­ντας, εν ολί­γοις, την ζω­ήν τής σπου­δά­ζου­σας Τού­λας ως δή­θεν ακό­λα­στον και ότι χρή­ζει συ­νε­τί­σε­ως. Ηξεύ­ρεις την χα­ρι­τό­βρυ­τον, καλ­λί­πυ­γον και χα­μη­λο­βλε­πού­σα Τού­λαν μου, Νι­κο­λά­κη μου. Η σε­μνό­της και το ήθος της ξε­περ­νούν τα όρια της κω­μο­πό­λε­ώς μας. Δεν εί­ναι άλ­λω­στε τυ­χαί­ον ότι, καί­τοι τα βυ­ζά­κια της έχουν τρο­φα­ντέ­ψει απε­ρί­γρα­πτα, εν­δύ­ε­ται σε­μνώς και συ­ντη­ρη­τι­κώς, ώστε να μην προ­κα­λεί τα αδιά­κρι­τα βλέμ­μα­τα των αρ­ρέ­νων.

Η απαί­τη­σις της Τα­σού­λας προ­κά­λε­σε, όπως κα­τα­λα­βαί­νεις, την δι­καία αγα­νά­κτη­σίν μου. Πά­τη­σα πό­δι και βρο­ντο­φώ­να­ξα ότι ου­δέ­να δι­καί­ω­μα έχει να βά­λει χέ­ρι εις το επί­δο­μα του παι­διού. Κι έτσι όπως κα­θό­ταν σταυ­ρο­πό­δι, Νι­κο­λά­κη μου, κι έλυ­νε σταυ­ρό­λε­ξο, το θυ­μά­μαι σαν τώ­ρα, μ’ κοί­τα­ξε μ’ ένα ει­ρω­νι­κό μει­δί­α­μα πά­νω απ’ τα μα­το­γυά­λια της και εί­πε με απα­λή φω­νή: «Χα­μή­λω­σε τον τό­νο σου, Σω­τη­ρά­κη και γρά­ψε το γράμ­μα στον θείο σου, για­τί μπο­ρεί να φτά­σει στ’ αυ­τιά της εφο­ρί­ας η ύπαρ­ξη των δι­πλών βι­βλί­ων στο μα­γα­ζί!». Ακούς, Νι­κο­λά­κη μου; Ακούω, να λες! Και το ‘γρα­ψα το ρη­μά­δι το γράμ­μα, Νι­κο­λά­κη μου! Κι έβα­λα όλη μου την τέ­χνη να τον πα­ρα­μυ­θιά­ζω τον άν­θρω­πο ότι η Τού­λα έχει γί­νει τσού­λα κι έχει μπλέ­ξει με πα­λιο­πα­ρέ­ες που της τρώ­νε τα λε­φτά κι ότι εί­ναι φρό­νι­μο και συ­νε­τό να στέλ­νει από τού­δε τα λε­φτά εις τον τρα­πε­ζι­κόν λο­γα­ρια­σμόν τής Τα­σού­λας, ώστε να δια­σφα­λί­σου­με τη χρη­στή δια­χεί­ρι­ση, τρο­μά­ρα μας!

Δι­καί­ως θ’ ανα­ρω­τη­θείς, Νι­κο­λά­κη, εις το ση­μεί­ον τού­το –και να με συ­μπα­θάς για την πο­λυ­λο­γία μου, αλ­λά με πνί­γει το δί­κιο, φί­λε μου αδελ­φι­κέ– δι­καί­ως, το λοι­πόν, θ΄ ανα­ρω­τη­θείς διά το κί­νη­τρον της Τα­σού­λας. Ποί­ος ο λό­γος να εξυ­φά­νει τοιού­το σχέ­διον και να ορ­γα­νώ­σει τοιαύ­τη μη­χα­νορ­ρα­φία; Και επει­δή, δεν μου αρέ­σουν οι τσι­ρι­τσάν­τζου­λες, πα­ρά τα λό­για τ’ αντρί­κια, τα στα­ρά­τα, σου το λέω ασκαρ­δα­μυ­κτί: ο λό­γος εί­ναι ερω­τι­κός! Μά­λι­στα ερω­τι­κός! Τα έβλε­πα εγώ τα σούρ­τα-φέρ­τα και τα πί­τσι-πί­τσι με τον κύ­ριον Μι­κέ, τον κου­ρέα, αλ­λά όπως ξέ­ρεις, εί­μαι άν­θρω­πος αγα­θός, σε βαθ­μό ηλι­θιό­τη­τος! Και δώ­στου κου­ρέ­μα­τα και δώ­στου χτε­νί­σμα­τα, πή­γαι­ναν σύν­νε­φο οι μπού­κλες κι οι μι­ζα­μπλί! Κι έλε­γα ότι θέ­λει μάλ­λον να τη βλέ­πω κού­κλα, να την κα­μα­ρώ­νω, αλ­λά, όπως λέ­νε, ο Θε­ός αγα­πά­ει τον κλέ­φτη, αγα­πά­ει και τον νοι­κο­κύ­ρη! Ξύ­πνη­σα, το χαϊ­βά­νι και το μυ­ρί­στη­κα! Τί τα θέ­λει τό­σα λε­φτά; Μα φυ­σι­κά για να κλε­φτεί με τον Μι­κέ! Έτοι­μη για λού­σα και για με­γά­λη ζωή με τον ερα­στή της, τον πο­ντι­κο­μού­ρη, κα­τά­λα­βες; Τι κι αν δεν εί­ναι ερα­στής της ακό­μα; Θα γί­νει οσο­νού­πω!

Με­τά απ’ όλα αυ­τά, επήλ­θε τοιαύ­τη τα­ρα­χή στη δό­λια μου καρ­διά, ώστε κά­θε βρά­δυ, όταν έρ­χε­ται η ώρα να μοι­ρα­στώ την κλί­νη μου με την ακα­τα­νό­μα­στη μοι­χα­λί­δα, Νι­κο­λά­κη μου, έχω κά­τι φτε­ρου­γί­σμα­τα, τι να σου πω! Και δώ­στου τα τα τα, η καρ­δού­λα μου, Νι­κο­λά­κη μου, και ν’ αλ­λά­ζω πλευ­ρό και δώ­στου τα τα τα, θα σπά­σει κα­μιά ώρα, δεν γλι­τώ­νω, φί­λε μου αδελ­φι­κέ, σου το δη­λώ­νω να το γνω­ρί­ζεις εκ βά­θους της πλη­γω­μέ­νης μου καρ­δί­ας!

Και σε ρω­τώ, Νι­κο­λά­κη μου! Σε ρω­τώ και θέ­λω να μου απα­ντή­σεις με το χέ­ρι στην καρ­διά: εάν έμελ­λε να υπο­στείς εσύ –Θε­ός φυ­λά­ξοι– χου­νέ­ρι σαν το δι­κό μου, τι θα έκα­νες; Ε; Να σου πω εγώ τί θα έκα­νες: θα δρού­σες, Νι­κο­λά­κη μου. Θα δρού­σες! Αυ­τό, θα κά­νω κι εγώ: θα δρά­σω! «Ο πνιγ­μέ­νος απ’ τα μαλ­λιά του πιά­νε­ται», λέ­ει ο σο­φός λα­ός. Πνί­γη­κα, το λοι­πόν και για να σω­θώ, μιας και δεν έχω μαλ­λιά, θα πια­στώ απ’ την πλου­σιο­τά­τη κό­μη της Βιρ­γι­νί­ας, ωραιο­τά­της και ευ­γε­νε­στά­της νε­α­νί­δος, συμ­φοι­τη­τρί­ας της Τού­λας μου, εκ Καρ­δί­τσης – ίσως την έχει πά­ρει το μά­τι σου. Μά­ζε­ψα τα κομ­μά­τια μου, φί­λε μου αδελ­φι­κέ, και μα­ζί με τα κομ­μά­τια μου, μά­ζε­ψα και τα χρή­μα­τα του τρα­πε­ζι­κού λο­γα­ρια­σμού της Τα­σού­λας –ως δεύ­τε­ρος δι­καιού­χος– και θ’ αρ­χί­σω μια νέα ζωή μα­ζί με τη Βιρ­γι­νία. Φεύ­γου­με σε μι­σή ωρί­τσα, να με γνω­ρί­σει στους δι­κούς της στην όμορ­φη Καρ­δί­τσα! Να σε ασπα­στώ, το λοι­πόν, Νι­κο­λά­κη μου και να ευ­χη­θώ κα­λήν αντά­μω­σιν! Au revoir, φί­λε μου αδελ­φι­κέ! Au revoir!»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: