Φύτρωσε ξαφνικά αυτό το παράξενο νέο του σώματος
μέλος
Ένας σωλήνας ξύλινος — ξύλο αγνώστου παραδείσου
Σπαστός που μεγαλώνει και μικραίνει και ηχοσκοπεί
ανάλογα με τί κραυγή
—οδύνη ή χαρά—πρέπει να βγεί
Μέσα του αντηχεί μια ευτυχία παλιά
που ξεπερνάει την ακοή
με μια λαλιά ακουστή που καθηλώνει και δονεί φίδι
σε στάση εκστατική
γυάλινα τέλματα και αμίλητα νερά αντικατοπτρισμοί νεφών
που ναρκισσεύονται να κατεβάζουνε
τον ουρανό στη γη
κοάσματα βατράχων η βελονιά του κουνουπιού η περαστή συριστική
ψίθυροι του ανέμου λυγμικοί Λυγίζουν αθόρυβα τις καλαμιές
ανάκουστες παντού αναπνοές
κρυφά των γρύλων χορικά Πεταλουδοφτερά
που βλεφαρίζουνε χίλια δυό βλέμματα μεταξωτά
θροϊσματα του χηνοπόταμου με κρυφοβελονιά
Μια φαντασία της γης υδρόχαρη κινητική
Αόρατη σαν την οχιά που μόνο σαν την πατήσεις σβέλτα σε πονά
Όνειρα ασυλλάβιστα μικρού παιδιού
που αποκοιμήθηκε στην εξοχή
μες στην ειρήνη τη μεσημβρινή
και νά το που ψιλογελά
καθώς ένα μυρμήγκι και μια λιμπελούλα
αρπάχτηκαν μες στου μικρού χεριού του
τη λιμνούλα
Παροχετεύει αναπνοή, επιθυμίες ενοράσεις
ονείρων εμμονές και μεταφράσεις
αδιάκοπα αφηγούμενο έναν ίλιγγο ελευθερίας
Μέρος μιας συνεχούς δοσοληψίας
Με την αναπνοή που είναι η ζωή
Ακούν ή δεν ακούν οι άλλοι
Αδιαφορεί
Στων δέντρων σκαρφαλώνει την πιο ψηλή κορφή
Φτεροκοπούν και φεύγουν τα πουλιά
Γυρίζει σε νανούρισμα την ταραχή
αλλάζοντας ρυθμό
σύμφωνα με παράδοση χορευτική παλιά
Τη γάτα την αποκοιμίζει με όνειρα αργυρόψαρων
που ασημώνουνε τη γαλανή στρατόσφαιρα
πελαγίσιων ουρανών Αποτρελαίνεται ξυπνά
Δε χρειάστηκε κανείς την αφή να μου διδάξει
Ούτε την όραση ούτε την όσφρηση ούτε τη γεύση και την ακοή
Και με την αναπνοή γεννήθηκα μαθημένος
Μα αυτή είναι μια άλλη ανάσα
Σε μια γλώσσα που δεν την ξέρω και πρέπει να τη μάθω
πρέπει να μιλήσω
τους ήχους της να οικειωθώ
στα προστάγματα άλλων που
εκφράζονται μ’ αυτήν να πειθαρχήσω
τα σκαλοπάτια τούτης της Παρτίτας
ν’ ανεβοκατεβώ