Χριστούγεννα ανάμεσα στις εποχές

Hράκλειο, δεκαετία του 1950

Hράκλειο, δεκαετία του 1950

Hράκλειο, δεκαετία του 1950


Τα Χρι­στού­γεν­να με­λαγ­χο­λού­σες. Όχι φέ­τος. Ζέ­σται­νες νε­ρό κι ετοι­μα­ζό­σου­να για έξω. Ήλιος σκλη­ρός απ’ αυ­τούς που δεν εμπι­στεύ­ε­σαι. Παλ­τό και ση­κω­μέ­νος ο για­κάς, κι ας σκά­ει ο τζί­τζι­κας, δεν θα τ’ αλ­λά­ξου­με τώ­ρα αυ­τά που ξέ­ρα­με, πού πή­γε ο Χει­μώ­νας, εί­ναι πια ντρο­πή! Γρά­φεις δου­λειές, μια-μια, να δεις με τι θα ξε­κι­νή­σεις. Χτυ­πά­νε για τα κά­λα­ντα. Δεν θα ανοί­ξεις τώ­ρα. Τώ­ρα θα ανοί­ξεις. Χα­ρού­με­να παι­διά, με­λο­μα­κά­ρο­να φτιαγ­μέ­να από ξέ­να χέ­ρια. Σή­με­ρα εί­σαι γεν­ναιό­δω­ρος. Και έχεις λό­γο.

Σκού­πι­σε το με­γά­λο ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι και το αλεύ­ρω­σε. Έσπρω­χνε τώ­ρα με μι­κρές γρο­θιές το ζυ­μά­ρι, το χτύ­πη­σε πά­νω στο ξύ­λο, έπια­σε το ξυ­λί­κι. Μια λί­μνη απλώ­θη­κε μπρο­στά στα μά­τια σου, κι όλο με­γά­λω­νε να πέ­σει απ’ το τρα­πέ­ζι.

―Μα­μά, να κό­ψω κι εγώ;
―Ναι, αντρά­κι μου, να κό­ψεις.

Με το πο­τή­ρι έβγα­ζε τέ­λειους δί­σκους απ’ το σώ­μα του ζυ­μα­ριού. Τους έστρω­νε στη μια γω­νιά του τρα­πε­ζιού. Έστρω­νες κι εσύ τους δι­κούς σου, στην άλ­λη γω­νιά, με το μι­κρό πο­τή­ρι, αδέ­ξιους, αλ­λά δι­κούς σου. Έφερ­νε τώ­ρα τη λε­κά­νη τη μυ­ζή­θρα κι άρ­χι­σε να γε­μί­ζει. Τα ξό­μπλια τα ‘κα­νε με το δά­χτυ­λο που έδει­χνε απέ­να­ντι όταν χρεια­ζό­ταν, κι άλ­λο­τε τα ‘κα­νε με το πι­ρού­νι. Εσύ τα δι­κά σου.

Ο πα­τέ­ρας σου άνοι­ξε με το κλει­δί την εξώ­πορ­τα και χα­μο­γέ­λα­σε που σας βρή­κε σε δου­λειά.

―Τι κά­νει το κα­τσα­ου­νά­κι;!

Μύ­ρι­ζε δέρ­μα και φρε­σκο­χυ­μέ­νη κο­λό­νια, αυ­τή απ’ το κου­ρείο του κυ­ρί­ου Μί­μη, δί­πλα απ’ το μα­γα­ζί. Έφερ­νε νέα της ημέ­ρας. Ποιος πέ­θα­νε, ποιοι πα­ντρευό­ντου­σαν, ποιος θα βά­φτι­ζε τον γιο του. Κά­θε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο ήταν γε­μά­το από γιορ­τές, κα­νέ­νας δεν πα­ρα­πο­νιό­τα­νε, τα δώ­ρα ήταν στα­θε­ρά στον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό, κά­πο­τε κι αυ­τός θα πά­ντρευε τους γιους του.

Ο μι­κρός εί­χε τώ­ρα βου­τή­ξει το πρό­σω­πό του στο iPad. Ένα παι­γνί­δι με αγω­νι­στι­κά. Η πί­τσα μύ­ρι­ζε στον φούρ­νο και το κο­ρί­τσι δο­κί­μα­ζε μια πι­ρου­έ­τα πά­νω στα λευ­κά πλα­κά­κια, μα­θη­τευό­με­νη μπα­λα­ρί­να που χα­ρά­ζει με τα πέ­δι­λα τον πά­γο της. Τον έπια­σες και τον πέ­τα­ξες μα­ζί με τα αμα­ξά­κια του στον αέ­ρα. Τον ξα­νά­πια­σες στα χέ­ρια σου. Αυ­τός ού­τε που γύ­ρι­σε να σε δει, γέ­λα­σε και πή­ρε την επι­κίν­δυ­νη στρο­φή με δε­ξιο­τε­χνία.

―Κα­τσα­ου­νά­κι!

Η μα­μά πέ­ρα­σε πά­νω σε δω­δε­κά­πο­ντες γό­βες και διόρ­θω­σε το κρα­γιόν της στον κα­θρέ­φτη.

Θα ανε­βά­σεις το πο­δή­λα­το στο βου­νό. Με μέ­γι­στους παλ­μούς 170 bpm και τα­χύ­τη­τα πε­τα­λιάς 75 rpm. Τριά­ντα έξι χι­λιό­με­τρα εί­ναι κα­λά για σή­με­ρα. Λιά­ζει και θα ‘ναι κό­σμος στα ξέ­φω­τα με τα­πε­ρά­κια και με τσί­που­ρο. Εσύ θα προ­σπερ­νάς κοι­τά­ζο­ντας το GPS. Στην πιο με­γά­λη ανη­φό­ρα σκέ­φτε­σαι πως ο κό­σμος κυ­λά για­τί τον έχεις όλον φορ­τω­μέ­νο πί­σω από τη σέ­λα σου. Μια αδιό­ρα­τη με­λαγ­χο­λία θα σε κα­τα­κλύ­σει, μα ο ρυθ­μός σου τό­τε θα ανέ­βει στο 90 και θα κυ­λή­σεις όμορ­φα στην κα­τη­φό­ρα. Πέ­τρες κρυμ­μέ­νες σε επι­κίν­δυ­να πε­ρά­σμα­τα, τις απο­φεύ­γεις επι­δέ­ξια, ξέ­ρεις την προ­φη­τεία που έλε­γε πως εί­σαι ήδη σώ­ος σ’ ένα μέλ­λον σου, και εί­χε δί­κιο.

Στην εκ­κλη­σία η μά­να σου κρα­τού­σε αναμ­μέ­νο το κε­ρί κι έκα­νε έναν βα­θύ σταυ­ρό μπρο­στά από τη μορ­φή του Αρ­χαγ­γέ­λου. Λί­γο κρα­γιόν στο τζά­μι, στή­ρι­ξε την ευ­χή της στο κα­ντη­λέ­ρι και πή­γε αρι­στε­ρά με τις άλ­λες γυ­ναί­κες. Εσύ, δί­πλα της, να της κρα­τάς τη φού­στα με τα δά­χτυ­λα και να ρω­τάς «Μα­μά, πό­τε θα τε­λειώ­σει;» «Σε λί­γο», θα απα­ντού­σε, κι εκεί­νο το σε λί­γο χλι­μί­ντρι­ζε σαν άλο­γο στη φα­ντα­σία σου, ώρες ατέ­λειω­τες ως το «Δι’ ευ­χών των αγί­ων πα­τέ­ρων ημών…». Τό­τε θα θυ­μό­σου­να πως ο πα­τέ­ρας σου ήταν εκεί γύ­ρω, με τους δι­κούς του γνω­στούς και φί­λους, στη δε­ξιά πλευ­ρά, και θα ‘κα­νε το αντί­δω­ρό του μια χα­ψιά. «…Κύ­ριε Ιη­σού Χρι­στέ ο θε­ός ημών», Χρι­στέ, Χρι­στέ, «Κα­λη­μέ­ρα, παι­δί μου!», «Κα­λη­μέ­ρα, κυ­ρά Λέ­νη!», «…ελέ­η­σον και σώ­σον ημάς». Ελέ­η­σον, ελέ­η­σον και σώ­σον. Τα σο­σο­νά­κια της Ζέ­νιας πέ­ρα­σαν μπρο­στά απ’ τα μά­τια σου και τό­τε πρό­σε­ξες πως κά­τω απ’ το αρι­στε­ρό, το λί­γο πιο χα­λα­ρω­μέ­νο, μια ελιά σου έκλει­νε το μά­τι γαν­τζω­μέ­νη πά­νω στο λευ­κό της δέρ­μα, φα­νε­ρω­νό­ταν και κρυ­βό­ταν, φα­νε­ρω­νό­ταν και κρυ­βό­ταν, σου ‘βγα­ζε τη γλώσ­σα, «Ένα, δύο, τρία, βγαί­νω!», «Ένα, δύο, τρία!» Η μά­να σου μύ­ρι­ζε πού­δρα και λακ, και σαν να ‘ταν απ’ το βά­θος της ανοι­χτής της τσά­ντας που ερ­χό­τα­νε η μυ­ρω­διά. Και κά­τι ακό­μα μύ­ρι­ζε, σαν ζύ­μη και γά­λα, κά­τι που την ακο­λου­θού­σε στην εκ­κλη­σία και στις βόλ­τες με την οι­κο­γέ­νεια τις Κυ­ρια­κές στις Τρεις Κα­μά­ρες.

Αυ­τή εί­χε ήδη φύ­γει. Το κο­ρί­τσι ανέ­μι­ζε μια φού­στα της μά­νας της γύ­ρω απ’ τα γυ­μνά της πό­δια. Ο γιος πα­τού­σε κου­μπιά στο τη­λε­χει­ρι­στή­ριο. Μπαι­νό­βγαι­νε κό­σμος στο κα­θι­στι­κό από κά­θε γω­νιά της γης, από κά­θε γλώσ­σα κι από κά­θε γε­νιά. Η πί­τσα ήταν έτοι­μη. Έφε­ρες πιά­τα να μοι­ρά­σεις τα κομ­μά­τια. Λευ­κό κρα­σί για σέ­να, πορ­το­κα­λά­δα σε ψη­λά πο­τή­ρια για τον γιο και για την κό­ρη. Ο ήλιος έπαι­ζε με τις κουρ­τί­νες και μια υπο­ψία πα­γω­νιάς φύ­ση­ξε εκεί έξω. Εδώ ήταν ζε­στά. Άνοι­ξες αφη­ρη­μέ­να ένα βι­βλίο, το πιο πο­λύ για να κρυ­φτείς πί­σω του, κι έμει­νες ώρα στην πρώ­τη σε­λί­δα, γυ­ρί­ζο­ντας ξα­νά και ξα­νά απ’ την αρ­χή. Αδύ­να­τον να κα­τα­λά­βεις. Οι ήχοι του σπι­τιού ήταν από μό­νοι τους ένα βι­βλίο.

Στην κο­ρυ­φή κοι­τάς κά­τω την πό­λη. Οι παλ­μοί πέ­φτουν γρή­γο­ρα, και πί­σω απ’ το λα­χά­νια­σμα ακούς το βου­η­τό της μέ­ρας που ξυ­πνά­ει λί­γο-λί­γο, βλέ­πεις φρε­σκο­πλυ­μέ­να πρό­σω­πα πά­νω απ’ τους νι­πτή­ρες, και ο κα­φές φου­σκώ­νει στα γκα­ζά­κια. Ένα πρώ­το τσι­γά­ρο θα πυ­ρο­δο­τή­σει την εκ­κί­νη­ση. Κρύ­βε­σαι από τον κό­σμο και φα­νε­ρώ­νε­σαι, κρύ­βε­σαι και φα­νε­ρώ­νε­σαι, «Ένα, δύο, τρία, βγαί­νω!»

Ο πα­τέ­ρας σου θα πή­γαι­νε και σή­με­ρα στο μα­γα­ζί. Ανή­με­ρα των Χρι­στου­γέν­νων θα άφη­νε μια ευ­χή εκεί, αυ­τός που δεν ήξε­ρε από θε­ούς και πα­πά­δες τέ­τοιους, πέ­ρα­σε τη ζωή του στο βου­νό και στην εξο­ρία, κι ακό­μα τώ­ρα που ήταν άσπρα τα μαλ­λιά του και τα πα­πού­τσια του δεν αγα­πού­σα­νε τις ανη­φό­ρες, θα πή­γαι­νε κι ας χά­λα­γε ο κό­σμος, κι ας ήταν πό­λε­μος, αυ­τός θα πή­γαι­νε. Ξε­κλεί­δω­σε, κά­θι­σε στο γρα­φείο του, και κρύ­φτη­κε για ώρα εκεί, δί­χως να κά­νει τί­πο­τα. Τα παι­διά στο σπί­τι ήταν από μό­να τους μια εξο­ρία.

Στο σα­λό­νι δεν ήταν τώ­ρα κα­νείς. Η πί­τσα εί­χε μια τρύ­πα σαν απο­ρία στη ζυ­μα­ρέ­νια λί­μνη της, κό­σμος μπαι­νό­βγαι­νε απ’ όλα τα μέ­ρη της γης, με­τά στα­μά­τη­σε, ένα κρα­γιόν πα­ρα­τη­μέ­νο στον κα­θρέ­φτη χρό­νια, ο κα­να­πές μ’ ένα βα­θού­λω­μα στη μια πλευ­ρά, κι απέ­ξω ακού­γο­νταν παι­διά που φρέ­να­ραν τα πο­δή­λα­τά τους πριν απ’ τον γκρε­μό.
Σκού­πι­σες με δυο δά­χτυ­λα τον ύπνο από τα βλέ­φα­ρα. Έρι­ξες μια λευ­κή πε­τσέ­τα στον λαι­μό. Μπή­κες στο μπά­νιο.



[ Μέρος σπονδυλωτού αδημοσίευτου κειμένου. Χριστούγεννα 2015 και 15/1/2024 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: