Εδώ που τα λέμε, δεν γνωρίσαμε τον θείο Όθων, που ήταν αμαξάς περίφημος, αυτόν αγκαζάριζε ο βουλευτής για την προεκλογική του εκστρατεία στην πόλη και στα χωριά. Όταν όμως έγινε υπουργός, παρίστανε πως δεν τον ήξερε, είχε βρει δικό του μουστερή για να μετράει τις ψήφους. Oύτε ξέρουμε, όπως ορίζουν διάφοροι, ότι ο Όθων έστριβε τσιγάρο με χαρτί εφημερίδας και το άναβε με ίσκα. Δεν έπινε, δεν έτρωγε κρέας ούτε σαλάμια, ούτε λουκάνικα, χόρτα έτρωγε όπως έτρωγε σανό το άλογό του. Η μνήμη του πλακώθηκε και έσβησε από το δαίμονα της γυναίκας του της Σουρπουής, Αρμένισσας, που την παντρεύτηκε γύρω στο 1920 και έκαμε μαζί της δεκατρία παιδιά στη σειρά, όλα στη ζωή, σκορπισμένα στους πέντε ανέμους. Oύτε τη Σουρπουή είδαμε ποτέ, ίσως να ζει ακόμα. Ήταν μια πονηρή, που βρωμούσε ολάκερη εξαιτίας που μασουλούσε διαρκώς παστουρμά. Ήταν ένα μαμούνι, που ολημερίς ξεσκόνιζε, το βράδυ ξαποστούσε, την άλλη μέρα σκούπιζε, τη μια βδομάδα άσπριζε, την άλλη θα κεντούσε. Tέτοια καθαριότητα, ντρεπόσουν να πατήσεις στο κατώφλι του σπιτιού της. Kαι τα Xριστούγεννα έφτιαχνε σαλάμια για το Νέον Έτος, τα δώριζε στη γιαγιά, ώσπου μαθεύτηκε ο δαίμονας που είχε μέσα της. Γιατί συνήθιζε να βαστάει το σκατό της, να το ξεραίνει, να το κάνει παξιμάδι, να το τρίβει για να γίνει σκόνη και γέμιζε ένα βάζο. Aπό αυτή τη σκόνη έπαιρνε και έριχνε στα σαλάμια και στα λουκάνικα που έφτιαχνε και τα μαγάριζε. Έτσι μαγαρισμένα τα έφερνε στη γιαγιά. Μπορεί να ήταν νόστιμα, αλλά δεν χρειαζόταν να κολάζεται κανείς στις μεγάλες γιορτές, για να ικανοποιεί αυτή το δαίμονά της, να μην πηγαίνει το σκατό της χαράμι.
Έμεινε το όνομά της ως ντροπή και προσποίηση, διάολος με κέρατα, που μπαίνει μέσα σου και σου ξύνει το στομάχι, το λαιμό, τα μάτια και τα αυτιά, σε ρίχνει στη σκανταλιά και στην αμαρτία την τρίσβαθη. Σε τέτοιους ανθρώπους απέδιδε η γιαγιά τον χαρακτηρισμό «Τι σουρπουίτσα πού είναι» ... η Τάδε!, σουφρώνοντας τα χείλη, μαζεύοντας τη μύτη της, τινάζοντας το ρούχο της. Ίσως να μη την χώνευε η γιαγιά, επειδή με το θάνατο του Όθων, η Σουρπουή βρέθηκε κληρονόμος με τα δεκατρία παιδιά στον στάβλο του Όθων, όπου στους τοίχους κρέμονταν χάμουρα, σέλες και φύλλα καπνού, που σιγά-σιγά έθριβαν και δεν λάβαινε η Σουρπουή κανένα μέτρο για τη διάσωσή τους. Aπό το ταβάνι έπεφταν σοβάδες, θρυμματίζονταν στο σανιδένιο πάτωμα, μαζί τους έφευγαν κομμάτια γύψου σαν πλεξίδες ή σαν κύματα ή σαν σκοινιά, που ολόασπρα, σαν παρθένα και σαν καινούρια, άφηναν από τις άκρες τους να ξεψυχούν οι ανάσες και τα αλογίσια χνώτα, κατασταλάγματα τόσων χρόνων. Tα έσπρωχνε η Σουρπουή με τη σκούπα στο μεγάλο φαράσι και τα έριχνε στα σκουπίδια, ούτε λόγος να φέρει μάστορα για επισκευές, ήταν πολύ τσιγκούνα. Kαι αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή πως ο στάβλος θα έπεφτε και θα την πλάκωνε. Θα πήγαινε επιτέλους χαράμι το σκατό της!