Κι αλήθεια, από τις μωρουδιακές πάνες και τα ζιπουνάκια μέχρι τα σάβανα (το ληξιαρχείο του καθενός), η ιματιοθήκη του πνεύματος περιέχει πάρα πολλά φορέματα, που τα φοράμε για να προστατεύουμε, να ζεσταίνουμε και να καλλωπίζουμε τα τρωτά και ως επί το πλείστον ελαττωματικά ή και κακάσχημα κορμιά των ψυχών και των σωμάτων μας. Πάνω απ’ όλα όμως ντυνόμαστε για να κουκουλώνουμε τα παλιά εγκαύματα και για να αποφεύγουμε τα καινούρια καψίματα της απορίας, η οποία, ωστόσο, μας επέτρεψε να σκεπτόμαστε και να μιλάμε. Αν και, ως προς την απορία, οι επιδιώξεις αυτές είναι γελοίες, γιατί τα ρούχα μας, που είναι πλεγμένα με εξαιρετικά εύθραυστο νήμα, έχουν τόσο αραιή ύφανση όσο και τα δίχτυα. Σαν να προστατευόμαστε από τους φαλαινοκαρχαρίες με τον ιστό της αράχνης, που δεν κάνει ούτε για αθερίνες – για να μην αναφέρω τι γίνεται και τις λίγες φορές που τολμάμε να ανοιχτούμε και να ρίξουμε τέτοια φτενά δίχτυα, για να τους ψαρέψουμε.
Το λοιπόν, αν το παραμύθι είναι το μάλλινο παιδικό πλεχτό, που ζεσταίνει με τη θαλπωρή του (τρομάζοντάς τες κιόλας με τις δυσοίωνες προφητείες και τις διδαχές του), τις άπληστες παιδικές ψυχές, που βλέπουν ακόμα την κοιλάδα των δακρύων, που τους περιμένει, ως έναν συναρπαστικό και υπέροχο κόσμο, η περιπέτεια είναι η χλαίνη της τέχνης, γιατί η γενναιότητα είναι ο ακοίμητος πόθος της ευάλωτης δειλίας. Παρόμοια, η ποίηση είναι το αραχνοΰφαντο πέπλο και η τραγωδία τα άμφια της έντεχνης παραμυθίας. Αν και το προνόμιο ανήκει ίσως στη μουσική, που μόνη αυτή συντονίζεται ευθέως με το ρυθμό του κόσμου, κοσμώντας μάλιστα με τις λυσιτελείς μελωδίες της τα αχανή διαστήματα και τις αποτρόπαιες σιωπές του. Βέβαια, όπως είναι ευνόητο, προηγούνται τα φτιαγμένα θαρρείς από γυαλόχαρτο καναβάτσινα εσώρουχα των απαγορεύσεων, των εντολών και των άτεγκτων κανόνων και κωδίκων, που ρυθμίζουν τους τρόπους να ζούμε, να εργαζόμαστε, να μιλάμε και να σκεπτόμαστε, και που πρέπει να φοράμε κατάσαρκα, δηλαδή, αφού τους αποστηθίσουμε, να τους παπαγαλίζουμε δια των ζωών μας εφ’ όρου ζωής, γιατί αλλιώς αλίμονό μας. Αμέσως μετά έρχονται, βρώμικες και καταϊδρωμένες, οι φόρμες της μοχθηρής δουλείας αλλά και της εξίσου μοχθηρής, αν και «ελεύθερης», μισθωτής εργασίας, καθώς και τα καθώς πρέπει κοστούμια (τα υπναλέα νυχτικά, μάλλον) της υπαλληλίας. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα άνθη (και τα ζιζάνια) του πνεύματος φυτρώνουν, ευδοκιμούν και δίνουν καρπούς μονάχα στο μεροδούλι-μεροφάι, από το οποίο και εξαρτάται απόλυτα ο επιούσιος. Έπονται οι μοδάτες φορεσιές του καθημερινού πηγαινέλα, που αναδεικνύουν τα σωματικά και πνευματικά προσόντα καθώς και το λεπτό γούστο των ασκόπως περιφερομένων, οι οποίοι όμως ελπίζουν (παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις) στις πιο δυνατές συγκινήσεις, ερωτικές ως επί το πλείστον, που τους περιμένουν ίσως και στην επόμενη στροφή του δρόμου. Ύστερα είναι οι ατσαλάκωτες στολές της σοβαρότητας, της ευθυμίας ή της θλίψης, που φοράμε στις καθιερωμένες λειτουργίες και στις επίσημες εορταστικές, δοξαστικές, αναμνηστικές και πένθιμες εκδηλώσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Αμέσως μετά τα λιτά ή τα πλουμιστά ράσα, οι militaire στολές με τα διάσημα, τα παράσημα και τα άλλα συμβολικά ή διακριτικά μπιχλιμπίδια και οι επιβλητικοί τήβεννοι, κατάμαυροι κατά κανόνα, (μόνο που βλέπεις τέτοια καρναβαλίστικα σε πιάνει σύγκρυο και σου ‘ρχεται να υποκλιθείς αν όχι και να γονατίσεις), που φορούν οι ιερείς, οι οδηγητές, οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι και γενικά οι φορείς και οι λειτουργοί της κάθε λογής εξουσίας –αυτοί που επωμίζονται την ασήκωτη ευθύνη να μεριμνούν νυχθημερόν για τα ποίμνιά τους, που ποιμαίνουν σαν τσομπάνηδες ή σαν τσοπανόσκυλα, ανάλογα με τη θέση που κατέχουν στην ιεραρχία της θεσμικής ή της άτυπης συμμορίας τους…
Υποσημείωση για τις στολές: Αν και μια ψύχραιμη δεύτερη ματιά μετριάζει όχι μόνο τον αταξικό σκεπτικισμό αλλά και την (μικροαστικής προελεύσεως;) αναρχική διαμαρτυρία και άρνηση. Η σύμπηξη και η ανάπτυξη των πάσης φύσεως «συμμοριών» και εν τέλει η κατανομή των ρόλων και η εξειδίκευση των δραστηριοτήτων, αποτελεί αναγκαία καθεστωτική συνθήκη, δίχως την οποία δεν θα υπήρχαν ούτε κοινωνίες ούτε πολίτες ούτε και πολιτισμός. Οπότε και οι στολές, και δη όχι μόνο οι κόκκινες του στρατού, οι μαύρες του κλήρου, και οι δερμάτινες των κομισάριων αλλά και οι στολές όλων των θεσμικών λειτουργιών και όλων των κλειστών συντεχνιών, των ελεύθερων επαγγελμάτων και των στοχευμένων δραστηριοτήτων (των δικαστών, των νοσοκόμων, των καλλιτεχνών, των φοιτητών, των μαθητών κ.τ.λ. κ.τ.λ.), υποδηλώνουν στην ουσία υποδειγματικούς τρόπους ζωής και πρότυπους κοινωνικούς ρόλους, που «προτείνονται» από τις «ανοιχτές» ή «φιλελεύθερες» και που επιβάλλονται από τις «κλειστές» ή «συντηρητικές» κοινωνίες στις εύπλαστες όπως οι πρώτες ύλες προσήλυτες ψυχές. Στην ουσία, οι στολές είναι δρόμοι που περιέχουν τους οδοιπόρους, οι οποίοι, απλά και μόνο με το να τους φορούν, τους διανύουν κιόλας. Γιατί αυτό που προέχει, εν τέλει, είναι οι στολές που θα φορούν οι ψυχές μας κι όχι τα ρούχα που θα ντύνουν τα κορμιά μας. Με άλλα λόγια, είναι σαν δύο προκρούστειες κλίνες να αντικρίζουν η μία την άλλη. Και το κρίσιμο ζήτημα είναι ποια από τις δυο, η στολή ή η ψυχή, θα τεντωθεί και θα φαρδύνει ή θα στενέψει και θα κοπεί, ώστε να ταιριάξει σαν γάντι στην άλλη. Μεταξύ των στολών και των ψυχών επικρατεί μία ασίγαστη ένταση, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται αν οι κοινωνίες (κι εμείς μαζί τους) θα κλίνουν προς τη σιδερωμένη ακαμψία των ατσαλάκωτων στολών ή προς την χαώδη ελευθεριότητα των ψυχών. Αφού μόνο σε λίγες ευτυχείς ή έντεχνες περιπτώσεις οι στολές και οι ψυχές τεντώνουν και φαρδαίνουν τόσο πολύ, ώστε να χωρούν η μία την άλλη δίχως να κόβεται ή να στενεύει τίποτα από καμιά – αλλιώς, θα πρέπει τα κοψίματα και τα ραψίματα να είναι ελάχιστα και προπαντός αμοιβαία. Τότε και μόνο γίνονται ένστολες οι ψυχές και έμψυχες οι στολές: ο τρόπος να ολοκληρώνονται ως ελεύθεροι πολίτες τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο και οι προσωπικότητες. Αν και το σύνηθες για τις ασυμμάζευτες ψυχές είναι να παγιδεύονται σε κορδωμένες στολές, κι άλλοτε να υπερισχύει το «χύμα» της ψυχής κι άλλοτε το κόρδωμα της στολής –παλαντζάρισμα, που κρατάει χιλιετηρίδες και που εξηγεί για ποιο λόγο πηγαίνουμε από το χειρότερο στο χειρότερο. (Τέλος της υποσημειώσεως)