Για τους οπαδούς του μύθου της αυτοχθονίας κάθε πληθυσμός είναι εκ φύσεως γηγενής και δεν αναμείχθηκε ποτέ, ούτε μετακινήθηκε από τον γενέθλιο τόπο του. Στην εγχώρια μυθοπλασία (λαϊκά παραμύθια, προσωπικές αφηγήσεις, λογοτεχνικά κείμενα, κ.ά.) το σημασιολογικό πεδίο της λέξης “αυτοχθονία” φωτίζει τις αναλογίες, τις διαφορές και τις ετεροσημίες στην εξιστόρηση της πορείας των εθνοτικών ομάδων μέσα στον χρόνο. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά: η ανωτερότητα των “σπαρτών” Θηβαίων, ο όφις Εχίων και όλες οι βλαστικές θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, αλλά και η συμβιωτική σχέση Μύθου και Λόγου στην ελληνική ιστοριογραφία, Ρητορική, Φιλοσοφία και Τραγωδία, συνέβαλε στη φαντασιακή τεκμηρίωση της αυτοχθονίας και του μύθου της εντοπιότητας των ελληνόφωνων φύλων. Αυτή λειτούργησε κατά καιρούς ομογενοποιητικά (συναδέλφωσε όσους βίωναν την εικονική αυτή συγγένεια) και διαφοροποιητικά (δικαίωνε, κατά περίπτωσιν, τον αποκλεισμό των “αλλοτρίων” και των επήλυδων).
Το ίδιο συνέβη με τα αφηγήματα όλων των λαών. Η έννοια της πατρίδας και της γενέθλιας γης, αρχίζοντας από τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, διαμορφώνει και τα σύγχρονα αφηγήματα. Σε αυτό το σημείο αναδύεται ένα μείζον ιδεολογικό ζήτημα, τη στιγμή που μάζες ξεσπιτωμένων Ασιατών, Αφρικανών και γενικώς αλλοδαπών κατακλύζουν την Urheimat των Ευρωπαίων και ανακινούν στις συνειδήσεις τους το ζήτημα της “αυτοχθονίας” ως πολιτικό επιχείρημα άμυνας. Βασισμένοι στον Τάκιτο οι Γερμανοί κάποτε οδηγήθηκαν στον εθνικοσοσιαλισμό. Σήμερα εγείρονται ζητήματα ξενηλασίας, ξενοφοβίας, ρατσισμού και διάκρισης του οικείου από το αλλότριο. Τα νεοφασιστικά και τα εθνικιστικά κινήματα αναβιώνουν τις ψευδαισθήσεις περί φυλής και υποτιθέμενης “εισβολής” των αλλοεθνών, περί διακυβευόμενων αξιών, περί οιονεί εθνολογικής αλλοίωσης, περί τάχατέ μου απειλής.
Έχει προκύψει ένα είδος “στρατευμένης” κειμενογραφίας, η οποία καλείται να επιβεβαιώσει τον μύθο περί αυτοχθονίας, καθώς και τις διαφοροποιήσεις εθνοτικής ταυτότητας που οδηγούν σε πολιτικό ακτιβισμό. Τέτοιοι κειμενογράφοι υπηρετούν, προφανώς, τα λαϊκιστικά καθεστώτα. Ένα “ταυτοτικό” σενάριο αυτοχθονίας, σε συνδυασμό με καθολικό παραλήρημα και ισλαμοφοβία, οδήγησε τον Ούγγρο πρωθυπουργό να υψώσει τείχη γύρω από τη χώρα του ώστε να παρεμποδίσει την εισροή μεταναστών. Διατρέχοντας τα δάση της Ευρώπης μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή με αφηγήματα που αντικρύζουν και χειρίζονται τον σύγχρονο μύθο ως αντίβαρο στην οχληρή ιστορική πραγματικότητα-αυτήν που ενοχλεί τα ώτα των Ευρωπαίων: αφηγήματα που παραχαράσσουν την ιστορική αλήθεια, χωρίς να την καταργούν από τέτοια. Αφηγήματα ιστοριογραφικά, δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά αντλούν έμπνευση από ένα ευρύτατο πεδίο αντιπαράθεσης που διανοίγεται και ικανοποιεί τις αυταπάτες των λαών.
Σήμερα πρέπει να επινοηθεί μια αλληγορία του ανυπότακτου πνεύματος, αυτού που δεν γνωρίζει πατρίδες, σύνορα και περιορισμούς, που επανευρίσκεται στον δρόμο της ξενιτειάς των προσφύγων και ανιχνεύεται στον οικουμενικό χαρακτήρα των παθών τους. Η άδικη δίωξή τους διατηρεί έναν υπόγειο ειρμό προς θυσιαστικά μοτίβα και προς την έννοια του εξιλαστηρίου θύματος. Κι αυτό γιατί η ανελέητη καταδίωξη και ο ξεριζωμός των λαών είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τις εξουσίες του τόπου απ’ όπου προέρχονται, μια ιστορία βίας και παραβίασης των ορίων της ανθρωπινότητας.
Ο τόπος προς τον οποίον κατευθύνονται και στη φιλοξενία του οποίου προσβλέπουν είναι ακόμη πιο απογοητευτικός. Αν κανείς επιχειρήσει να τον περιγράψει, θα φιλοτεχνήσει το πορτραίτο μιας Ευρώπης στενά προσκολλημένης στο παλαιό αξιακό της σύστημα και ανίκανης να διακρίνει τα μηνύματα του διεθνικού μέλλοντος που την περιμένει.
Σήμερα πρέπει να περιγραφεί σε γλαφυρούς τόνους η απανθρωπιά που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι.
Και να περιγραφεί ξεκάθαρα η απανθρωπιά που τους περιμένει.
Δηλαδή, να ξεκαθαριστεί από πού ακριβώς έρχονται.
Και, αμέσως μετά, να ξεκαθαριστεί –αλίμονο!– πού ακριβώς πάνε.