Κοπάδια Ρώσοι, Ουκρανοί, Ρουμάνοι, Βρετανοί
βόσκουν στη θάλασσα, βουλιάζουν στις πισίνες
κι οι μαύρες λήκυθοι άδειες στην άμμο
γύρω στο αρχαίο καράβι καθισμένο χάμω
στο υπόγειο του Μουσείου. Η δική μου μηχανή
ανεβάζει στροφές, βυθίζεται στις θίνες.
Ξενοδοχεία: Famagusta, River Rock, Oasis –
«Εδῶ κορμιά με το κιλό, άλκιμα, διψασμένα την ηδονή
τον ήλιο με την προσωπίδα τη χρυσή. Θα πάρετε κι εσείς;»
Η θάλασσα μελαχροινή απεραντοσύνη, με φωνή
εγγαστρίμυθη και σφραγισμένη, πάντα η ίδια
κι ας μαστιγώνεται, όπως τότε, με hip-hop μουσική
και μεθυσμένους κρωγμούς, βελάσματα από γίδια
θαρρείς, γεμάτα βότκα, με ηλεκτρονική
τη λιβιδώ. Χώνεψε το πέλαγος το φως να το φυλάξει
τόσο ίδιο με της Πύλου, το άλλοτε. Προτού χαράξει
σ’ ένοιωσα, Σάββα Παύλου, να περπατείς στην ακτή,
μέσα στον χάλκινο άνεμο, ψάχνοντας την γραπτή
―με συμπαθητικό μελάνι σε Γραμμικὴ Β΄― αστραπή, μαχαίρι
που κόβει την ψυχή στα δυό. Το φως του Σεφέρη.