Πολυαγαπημένη μου Κατρίν
Όταν σε θυμάμαι ως Σεβερίν, με κατακλύζει η μυρωδιά της παλιάς παρισινής πολυκατοικίας, των ξύλινων δαπέδων, των σεντονιών που τσαλακώθηκαν κάτω από την λευκή σου σάρκα, του μυρωμένου σου σώματος που άλλαξε οσμή από τα ύδατα των αντρών. Δεν υπήρξα εραστής σου αλλά ένας ηδονοβλεψίας όσων εσύ μου επέτρεψες να παρακολουθήσω από το κατεξοχήν παράθυρο των ηδονών, που μένει πάντα ανοιχτό στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, γιατί άλλα τόσα κράτησες απόκρυφα, δικά σου και μόνο δικά σου.
Ήσουν τόσο βαριεστημένη, τόσο κρυωμένη από την ανιαρή σου ζωή. Ο σύζυγός σου ο Πιερ ήταν ένας νεαρός χειρούργος, αφοσιωμένος στην δουλειά του κι εσύ όφειλες να συμβιβαστείς με την ιδιότητα της νεόκοπης συζύγου που υπομονετικά τον περιμένει τα βράδια. Όμως σ’ εμάς που σε βλέπαμε από την φαντασιακή όψη της ζωής σου, η πρώτη σου εικόνα ήταν άλλη. Βρισκόσουν αγκαλιασμένη με τον Πιερ πάνω σε μια άμαξα που έτρεχε σε έναν ερημικό επαρχιακό δρόμο. Τους διέταξε να σταματήσουν, σε κατέβασαν βίαια, σε έσυραν στο δάσος, σε έδεσαν σε ένα κλαδί, γύμνωσαν την πλάτη σου και σε μαστίγωσαν ενώ παρακαλούσες τον άντρα σου να σε σώσει. Εκείνος τους είχε προστάξει να αρχίσουν, εκείνος και τους σταμάτησε και απομακρύνθηκε, προτρέποντάς τους «να σου κάνουν οτιδήποτε θέλουν». Θυμάμαι την εικόνα των ποδιών σου όπως σέρνονταν στα φύλλα (οι κάλτσες σου κατεβασμένες ως τις γόβες λέρωναν την ευπρέπειά σου), τα βουλιμικά φιλήματα των αμαξάδων, τα αξύριστα πρόσωπά τους όπως έγδερναν τα ρόδινά σου μάγουλα. Η έκφρασή σου ήταν παράξενη, δεν πρόδιδε περισσότερο πόνο από ευχαρίστηση. Μετά επανήλθες στην πραγματικότητα. Είχες και μια δεύτερη, φαντασιακή ζωή, λοιπόν, Σεβερίν;
Στην «κανονική» σου ζωή, ήσουν η πανέμορφη και «αξιοσέβαστη» νέα με το λευκό δέρμα και τα ξανθά μαλλιά, που με διάφορες προφάσεις δεν προσφερόταν στον Πιερ, εντείνοντας περισσότερο τον θαυμασμό της αρετής σου. Του ζητούσες συγχώρεση, του έλεγες πόσο τον αγαπάς και μετά ξάπλωνες σε χωριστό κρεβάτι. Άλλωστε σου ήταν ιδιαιτέρως αδιάφορος, σε αντίθεση με τον διονυσιακό φίλο του Ανρί, που σε απωθούσε έτσι όπως σε ξεγύμνωνε με το διεστραμμένο του βλέμμα. Εκείνος δεν ήταν που, όταν σε βρήκε μόνη, σου ανέφερε τυχαία ένα ειδικό πορνείο όπου νοικοκυρές εργάζονται τα απογεύματα ενώ οι σύζυγοι βρίσκονται στα γραφεία τους; Σου είπε πόσο τον συναρπάζει η ατμόσφαιρα των παραδομένων γυναικών και μπροστά στην έκπληξή σου πρόσθεσε με φυσικότητα πως πρόκειται για την αρχαιότερη εργασία στον κόσμο. Ίσως σκέφτηκες: ποιος μπορεί να αρνηθεί την Ιστορία, το ανθρώπινο παρελθόν, την ανάγκη της επιβίωσης;
Σεβερίν, όσο ψυχρή κι αν έδειχνες μέσα στην κομψότητά σου, εγώ κατάλαβα τι σου συνέβαινε καθώς έβγαινες από το μαύρο ταξί Σιτροέν μοντέλο «Βάτραχος» και έμπαινες στην σκοτεινή αψιδωτή είσοδο του κτίσματος όπου βρισκόταν το διαμέρισμά σας. Είδα από κάτω τα ψηλά παράθυρα με τα περίτεχνα κάγκελα της φυλακής σου και αντιλήφθηκα ότι η ζωή σου είχε αλλάξει· ήταν αδύνατο να μη σκεφτείς εκείνο το «σπίτι»· σχεδόν μύριζα την κρυφή σου αναστάτωση. Μετά από πόση ώρα εμφανίστηκες στην είσοδό του, φορώντας το σκούρο καφέ μαντώ με δυο σειρές κουμπιών, σα να ήθελες να καθυστερήσει η αφαίρεσή του, και γυαλιά ηλίου, παρά την συννεφιά, λες και μπορούσε να κρυφτεί η ομορφιά σου; Ίσως ένοιωσες αναγούλα γιατί είδα την ριπή της μνήμης σου, την θεία κοινωνία που σε αηδίαζε όταν ήσουν μικρό κορίτσι ή δεν ένοιωθες άξιά της. Η κάμερα με κατέβασε στα πόδια σου όπως ανέβαιναν στο κλιμακοστάσιο· είδα το σκούρο καλσόν, τις μαύρες γόβες με την μεγάλη αγκράφα, το καφέ χαλί με την μπορντό γραμμή, την αίσθηση ενός σπιτιού στο οποίο δεν έπρεπε να βρίσκεσαι αλλά πάντα σε περίμενε. Είδαμε μαζί τις κλειστές πόρτες του ορόφου, την πλαστική μαύρη πινακίδα Madame Anais, MODES. Χτύπησες την πόρτα και μετά έτρεξες μακριά αλλά επέστρεψες.
Η κομψότατη Μαντάμ σε κατανόησε αμέσως με ένα άγγιγμα στο πηγούνι, ένα δυνατό ποτό κι ένα αέρινο φιλί στα χείλη. Αφέθηκες στο γδύσιμο του πρώτου άντρα, ενός ευτραφή βιομήχανου γλυκών από το Μπορντώ και μόλις άλλαξες γνώμη αυτός σε ρώτησε ποια νομίζεις ότι είσαι και σε χαστούκισε. Τότε τον αγκάλιασες, ελεύθερη πλέον, εφόσον είχες τουλάχιστον επιδείξει την επιβαλλόμενη άρνηση. Αρχικά, όπως κάθε άπειρη του είδους, θέλησες να διαλέγεις εσύ τους άντρες αλλά αυτά έπρεπε να τα ξεχάσεις. Όταν διανοήθηκες να ζητήσεις συγνώμη και να φύγεις, η Μαντάμ σε μάλωσε και μόνο μετά το σπρώξιμο προς τα ενδοτερα απάντησες ευγενικά: Μάλιστα Κυρία. Ήταν, βλέπεις, η επισφράγιση της υποταγής που είχες ανάγκη. Στο σαλόνι οι άλλες δυο γυναίκες μοιράζονταν μαζί της την θαλπωρή της οικογενειακής ατμόσφαιρας: άκουγαν ραδιόφωνο ή τηλεόραση, έπαιζαν χαρτιά, έπλεκαν, κάπνιζαν, έπιναν, διάβαζαν. Βγήκες στο δρόμο ανέκφραστη και στο σπίτι μπήκες στο μπάνιο και έτριψες το δέρμα σου να βγει η μυρωδιά ενός άλλου και μετά έριξες τα εσώρουχα στο τζάκι.