Το «The Killing of a Chinese Bookie» γενικά θεωρείται ίσως το πιο προσωπικό έργο του Τζον Κασαβέτη. Η κριτική το αντιμετωπίζει ως μια -μεταμφιεσμένη σε γκανγκστερικό νουάρ- αυτοπροσωπογραφία του σκηνοθέτη, που μιλάει εμμέσως πλην σαφώς για το πώς βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στο κινηματογραφικό σύστημα. Στη φιγούρα του Κόσμο Βιτέλι, σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, ο ίδιος ο Κασσαβέτης μάς παρουσιάζεται ως ο αθεράπευτος ρομαντικός που ακολουθεί τον δικό του καλλιτεχνικό δρόμο, σ’ έναν κυνικό κόσμο που κάνει κουμάντο αποκλειστικά το χρήμα. Αναμφίβολα αυτό ισχύει, αλλά δεν αποτελεί τον βασικό λόγο που το «The Killing of a Chinese Bookie» είναι ένα τόσο γοητευτικό έργο. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε τις πηγές της αειθαλούς -και αναπάντεχης- ομορφιάς αυτού του κινηματογραφικού ποιήματος πρέπει να εστιάσουμε σε δύο πράγματα: στην ερμηνευτική παρουσία του συγκλονιστικού Μπεν Γκαζάρα και στην, εντελώς ξεχωριστή, κινηματογράφηση της αστικής νύχτας απ’ τον Κασαβέτη.
Ο Μπεν Γκαζάρα ως Κόσμο Βιτέλι, είναι ένα απ’ τα ωραιότερα πράγματα που έχουν συμβεί στον αμερικανικό κινηματογράφο από καταβολής του. Το χαμόγελο του Βιτέλι, αυτό το χαμόγελο που μοιάζει με ακαταμάχητο φιλοσοφικό επιχείρημα, που αποδέχεται και ταυτόχρονα αντικρούει τον περίφημο φαταλισμό του νουάρ (διότι αντιστέκεται στον πεσιμισμό με ξεροκέφαλο πείσμα, εμμένοντας στη ζωή ακόμα κι όταν όλα είναι εναντίον της), δεν μπορεί να εκτιμηθεί στο τυπικό πλαίσιο της ανάλυσης μιας κινηματογραφικής ερμηνείας∙ εν ολίγοις, ο Γκαζάρα μεταδίδει μια ποιητική αλήθεια που θραύει το προστατευτικό κέλυφος της μυθοπλαστικής φόρμας και γίνεται μέρος του πραγματικού. Ο τρόπος που ενσαρκώνει τον Βιτέλι, έναν άνθρωπο καταδικασμένο (ο θάνατος του είναι προδιαγεγραμμένος) που φοράει στο πέτο του ένα κόκκινο άνθος και επισκέπτεται το νυχτερινό του κέντρο για να εμψυχώσει τα κορίτσια του και τον μουσικό διευθυντή, που οργανώνει το πρόγραμμα ενώ κουβαλάει στο κορμί του τη σφαίρα που θα τον σκοτώσει, ξεφεύγει απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μεγάλη ερμηνεία και γίνεται κάτι απείρως σημαντικότερο: μάθημα ζωής. Ο Κόσμο Βιτέλι πιάνεται στη μέγγενη όπως πιάνονται συνήθως οι «μικροί» αυτού του κόσμου, πέφτει στην παγίδα επειδή είχε την αφέλεια να πιστέψει ότι η ζωή του χρωστάει έστω μια ανάσα, μια ανάπαυλα, αλλά η ψευδαίσθηση δεν κρατάει για πολύ∙ σύντομα θα αφυπνιστεί στην αλήθεια ενός κόσμου που τα όνειρα βάζουν σε μπελάδες και πληρώνονται ακριβά. Τίποτα δεν του χρωστούσε η ζωή, αντιθέτως αυτός θα βρεθεί να χρωστάει στα λάθος άτομα.
«Η δολοφονία ενός Κινέζου πράκτορα στοιχημάτων», του Τζον Κασσαβέτη
Απ’ τη στιγμή που θα αντιληφθεί το αδιέξοδο της κατάστασής του, ξέρει τι τον περιμένει, ξέρει πως δεν θα καταφέρει να νικήσει σ’ ένα παιχνίδι στημένο («Δύο φορές χαμένος: χαμένος γιατί έχασε∙ και χαμένος γιατί έπαιξε», όπως γράφει ο Μπερνάρ Ανρί-Λεβί στο Οι τελευταίες μέρες του Μποντλέρ), ξέρει πως δεν γίνεται να ξεγελάσει τη μοίρα, κι όμως επιμένει να χαμογελάει. Όπως όλοι οι αληθινά ευγενείς άνθρωποι, διδάσκει με τη στάση του την άμετρη αξιοπρέπεια της ήττας, την πελώρια αθόρυβη δύναμή της που σιωπηλά τη μετατρέπει σε νίκη. Κι η νύχτα (πάντα απείρως συγχωρητική, με ατέλειωτα αποθέματα τρυφερότητας για όλα τα πληγωμένα πλάσματα) δέχεται στη μεταξένια αγκαλιά της αυτό τον έκπτωτο άγγελο και του χαρίζει τη γωνιά παραδείσου που του αρνήθηκε ο κόσμος της ημέρας: ανάμεσα σε γυμνόστηθες καλλονές και εκκεντρικούς περφόρμερ που κρύβουν κάτω από μάσκες και αντιαισθητικό μακιγιάζ τη συντριβή τους, ο Κόσμο Βιτέλι βρίσκεται στο σπίτι του ― ή στον παράδεισο. Κι ο Μπεν Γκαζάρα μας δείχνει τι σημαίνει αυτό, μας επιτρέπει να το συναισθανθούμε μ’ έναν τρόπο απαράμιλλο. Δεν του χρειάζονται πολλές λέξεις ― στο βλέμμα και το χαμόγελό του υπάρχουν τα πάντα.
Όπως και οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί για τη νύχτα ως αίσθηση, ως μεταφυσικό και ποιητικό ρίγος, υπάρχει στα πλάνα του Κασαβέτη. Η νύχτα της πόλης δεν είναι απλώς η απουσία φωτός, η αναστολή της κίνησης, της παραγωγής, της εργασίας, είναι κάτι -οντολογικά- άλλο. Απ’ όλες τις τέχνες, περισσότερο ακόμα κι απ’ την ποίηση ή τη μουσική, μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να μεταδώσει τόσο ανάγλυφα, αυτή την ιδιόμορφη ετερότητα της νύχτας, το ιδιαίτερο βάθος, το ιερό της μυστήριο που διαχρονικά εμπνέει τους καλλιτέχνες, τους αγίους, τους ερωτευμένους και τους παράνομους, τις οριακές εκείνες προσωπικότητες που ―περιστασιακά ή μόνιμα― λαθροβιούν στο σώμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Το «The Killing of a Chinese Bookie», ειδικά στη σκηνή όπου ο Βιτέλι φτάνει στο σπίτι του Κινέζου που πρόκειται να σκοτώσει, ανακαλύπτει (γιατί η τέχνη δεν είναι μονάχα αποτύπωση αλλά και ανακάλυψη αόρατων συνθέσεων), την κρυφή δομή του νυχτερινού σύμπαντος∙ ενός σύμπαντος πλασμένου από πολύχρωμο ιριδίζον μισοσκόταδο (μια μοντέρνα πόλη δεν είναι ποτέ απόλυτα σκοτεινή, πόσο μάλλον η πόλη του Λας Βέγκας∙ πλήθος τεχνητές πηγές φωτός δεν την αφήνουν να βυθιστεί εντελώς στον ύπνο, ψιθυρίζοντας το τραγούδι της αϋπνίας της) τριγμούς, υπόκωφους κρότους, σπαράγματα φωνών και σιωπή, αγωνία, πνιγμένη ένταση, ιδρώτα, χρόνο που έχει εκτροχιαστεί και στοιχειωμένο χώρο.
Συχνά δεν χρειάζονται πολλά περισσότερα για να προκύψει ένα όμορφο φιλμ: ένα πρόσωπο και μια πόλη, μια πολύτιμη ερμηνεία κι η μετάδοση μιας αίσθησης του κόσμου (που ενώ είναι κοινή σε όλους, δύσκολα μπαίνει σε λέξεις), ενός ποιητικού βιώματος μέσα από εικόνες και τετμημένο χρόνο, χρόνο που έχει αποκτήσει ρυθμό, που έχει γίνει μουσική.