Ξέρετε αυτές τις τσουλήθρες που είναι κλειστές σα σωλήνες; Το παιδί σκαρφαλώνει πολύ ψηλά, τρέμοντας από ενθουσιασμό και κάποιο φόβο, φτάνει στο πάνω στόμιο της τσουλήθρας, χαιρετά τη μαμά, το μπαμπά, ή όποιον το περιμένει με ανησυχία στο άλλο άκρο, και χάνεται στα σκοτάδια. Ο ενήλικας ζει τότε ορισμένα δευτερόλεπτα αβεβαιότητας τύπου Σρέντιγκερ, κι έπειτα το παιδί εμφανίζεται, κάπως τσαλακωμένο αλλά με θρίαμβο, στο κάτω στόμιο της τσουλήθρας.
Μια φορά, ωστόσο, ο γιος μου δεν εμφανίστηκε στην έξοδο μες στον αναμενόμενο χρόνο. Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα κι άρχισα να φωνάζω το όνομά του με αυξανόμενη υστερία. Καμιά απάντηση. Έβαλα το κεφάλι μου όσο πιο βαθιά μπορούσα μες στην έξοδο της τσουλήθρας. Κάποιοι γονείς σκαρφάλωσαν και κοίταξαν μέσα από την πάνω πλευρά. Κανείς μας δεν μπορούσε να δει τίποτε. Ήμουν σίγουρη ότι ο γιος μου είχε πέσει μέσα άτσαλα, είχε χτυπήσει το κεφάλι του, κι είχε σφηνώσει αναίσθητος σε κάποια στροφή στη μέση της διαδρομής.
Όσο καλούσαμε ασθενοφόρο και πυροσβεστική, ένα κοριτσάκι που στεκόταν στην κορυφή μαζί με μερικά άλλα παιδιά, αποφάσισε ―αστραπιαία και χωρίς να το προαναγγείλει― να πέσει μέσα στην τσουλήθρα, μήπως και με τη φόρα του βοηθούσε το γιο μου να ξεσφηνώσει, και να τσουλήσουν στην έξοδο μαζί. Όταν είδα το κοριτσάκι να βγαίνει σφαίρα από την άλλη μεριά χωρίς να έχει συναντήσει κανένα εμπόδιο, λιποθύμησα.
Την ώρα που άνοιγα ξανά τα μάτια μου, ο γιος μου βρισκόταν ανάμεσα στο μικρό πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω μου ανήσυχο. Είχε μεγαλώσει περίπου είκοσι χρόνια, και φορούσε ρούχα που δεν αναγνώριζα. Πετάχτηκα, τον άρπαξα κι απομακρυνθήκαμε απ’ τους υπόλοιπους.
― Τι έγινε, παιδί μου; Τι έγινε; Τον ρώτησα τρέμοντας.
Μου είπε με συντομία για τις παρέες και τις σχέσεις της εφηβείας του, τα χρόνια του πανεπιστημίου, δυο τρεις ρομαντικές συγκατοικήσεις, την πρώτη του δουλειά, τις σκέψεις να δημιουργήσει οικογένεια. Με πήραν τα κλάματα. Με κράτησε από το χέρι σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι.