«Στο ψαχνό» όπως έλεγε ο Σάκης ειδικά τότε, χωρίς εισαγωγές, προλόγους, στρογγυλέματα, εξομαλύνσεις, καλοπιάσματα. Στο ψαχνό μας έβαλε όλους ―όσους, όποιους― να κονταροχτυπηθούμε με τις αρμονίες και τις κακοφωνίες, με τα κλάστερς και τις σιωπές, με τους συριγμούς και τους βρυχηθμούς, τις μονωδίες και τις πολυφωνίες, με τον σκληρό πυρήνα του ηχητικού σύμπαντος που ανάβλυζε από τα μύχια της ψυχής των αγριεμένων πασών των γενεών της δεκαετίας του ’60 και ξεχείλιζε ακατάσχετα εκβιάζοντας στο διάβα του τον Νέο Ήχο που έμελλε να ανασυντάξει επιτακτικά, αλλά και πόσο επαναστατικά, όλα τα ιδιώματα, ακόμη και τα πιο συντηρητικά, που μετά την «φρη» πορεύτηκαν... εν ειρήνη.
Ο Σάκης Παπαδημητρίου που το 1963 ―προσοχή, πάν' 60 χρόνια― είχε καταθέσει το πρώτο εν Ελλάδι πόνημα για την Τζαζ (Εισαγωγή στην τζαζ, εκδόσεις Διαγωνίου), δέκα χρόνια αργότερα, το ’74, μετά την μεσολάβηση της Χούντας, αγριεμένος κι αυτός, μας οδηγεί να «εισαχθούμε» στην Τζαζ να την νιώσουμε, να την υιοθετήσουμε, να την πιστέψουμε, να ορκιζόμαστε σ' αυτήν, να καταλάβουμε και όλες τις άλλες μουσικές μαζί της, το σύνολο της μουσικής του κόσμου, μέσα από την δική της «παγκοσμιότητα» όπως τιτλοφορούσε και την ραδιοφωνική εκπομπή του στο Τρίτο, όχι πλέον μέσα από την εκπαιδευτική «Εισαγωνή» του τού ’63 αλλά από την «παιδευτική» της «αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής» της δεκαετίας του ’70.
Η «φρη τζαζ» είχε γεννηθεί ανυπότακτα στην Αμερική του ’60 καθόλου ανεξάρτητα από τα πολιτικά κινήματα και κοινωνικούς αναβρασμούς της εποχής, από τον Μάλκολμ Χ, από τον Λούθερ Κινγκ, από την Άντζελα Ντέιβις, τον Αμίρι Μπαράκα, τον Κέρουακ και την Μπητ Τζενερέισιον. Ταρακούνησε τα κεκτημένα, ανέτρεψε τα δεδομένα, αναθεώρησε αξίες, αναμόχλευσε μεθόδους, αμφισβήτησε την Ιστορία όσο και την ύμνησε αντιστικτικά και ταυτόχρονα. Πάνω της πάτησε στην συνέχεια η Ευρωπαϊκή αυτοσχεδιαζόμενη μουσική ακριβώς την ίδια περίοδο που η Ελλάδα άρχισε να βγαίνει παραπαίοντας από την επάρατη επταετία που είχε ρίζες πολύ βαθύτερες.
Στην αργοκίνητη, βαλκάνια, ποστ-χούντα Θεσσαλονίκη βρεθήκαμε αίφνης αντιμέτωποι με διαδικασίες πρωτόφαντες τείνοντας το ους σε ηχοχρώματα πρωτόγνωρα, σε ακολουθίες συγχορδιών ανεπίτρεπτες, εστιάζοντας το βλέμμα στο πινγκ-πονγκ πνευστών, χορδών, δοξαριών, κρουστών, σε σωματικές επιδόσεις από το σύμπαν της όρχησης ή των πολεμικών τεχνών, αρμενίζοντας σε θάλασσες και αιθέρες ανάτασης, έμπλεοι της μέθεξης που εκβίαζε αβίαστα εκεί, Hic et Nunc, «επί τόπου», η μουσική εν τη γενέσει της. Κατευθείαν στο ψαχνό.
Στον «Δον Κιχώτη» της Μοργκεντάου του Μπούφη και του Γιάννη, στον «Άδωνι» της Ρούλας Πατεράκη, στο «στούντιο Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου. Με πρωταγωνιστές τον Σάκη Παπαδημητρίου και τον Φλώρο Φλωρίδη στις αρχές και, καθώς το «κίνημα» φούντωνε, με «μετακλήσεις» από την ζέουσα σκηνή της Αυτοσχεδιαζόμενης Μουσικής της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αμερικής τους Peter Kowald, Evan Parker, Gunter Sommer, Trevor Watts, André Jaume, Han Bennink, Peter Brotzmann, Leo Smith.
Το περιοδικό συν και πλην που εξέδιδε ο ίδιος ο Παπαδημητρίου μεταξύ 1980 και 1982 αποτέλεσε και τον «ιδεολογικό οδηγητή» των αφισιονάδος με επίκεντρό του την έννοια του αυτοσχεδιασμού. Το κοινό, περιορισμένο στην αρχή, άπληστο πάντως για τα νέα ακούσματα που το τραβούσαν έξω από το τέλμα των αναμασημάτων της εποχής, πολλαπλασιάστηκε και σταδιακά αποτέλεσε τον απαιτητικό υποδοχέα της δεκαετίας που ακολούθησε. Όταν πια από την Θεσσαλονίκη άρχισαν να παρελαύνουν πιο αναγνωρίσιμοι και γνωστοί αστέρες της πιο πεπατημένης και προχωρημένης τζαζ. Joe Henderson, Joanne Brackeen, Mal Waldron, Steve Lacy, Andy Shepard, Wynton Marsalis, Cecil Taylor, Joachim Kuhn, Chico Freeman, Lester Bowie και άλλοι.
Χωρίς, όλοι αυτοί, να υποψιάζονται σε ποιον όφειλαν την θεμελίωση και την οικοδόμηση της σκηνής που τους υποδεχόταν.
Hic et Nunc, «επί τόπου», η μουσική εν τη γενέσει της
Άρις Γεωργίου: «Hic et Nunc / Hip ’n’ Funk / Jazz» φωτογραφίες / κείμενα [ΜΙΕΤ 2023, 200 σσ.]
Αν υπάρχει ορισμός του πολυμήχανου, πολυπράγμονα και αειπράγμονα θεσσαλονικέως σίγουρα αυτός είναι συνώνυμος και συνυφασμένος με τον Άρι Γεωργίου. Μπορεί να λέει ο ίδιος ότι είναι απλώς αρχιτέκτων, αλλά έχει προσδώσει ακόμη και σε αυτήν την έννοια ευρύτερες, ευρύτατες διαστάσεις. Είναι αρχιτέκτονας φωτογραφιών, σχεδίων, εικαστικών έργων [ζωγραφικά και γλυπτά], άρθρων, κειμένων, εκδόσεων [συν και πλην, Camera Obscura, κ.ά.π.], λευκωμάτων, συλλογών, εκθέσεων πολλών, ενός θρυλικού θεσμού [Φωτοσυγκυρία, 1988-2003] και ενός ζωντανού μουσείου [Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, πρώτος διευθυντής του, 1998-2002].
Είναι, δε, δωρητής του πολύτιμου φωτογραφικού αρχείου του στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης [ΜΙΕΤ]. Από αυτό το, αθησαύριστο ακόμα, αρχείο ανασύρει από καιρού εις καιρόν «ενότητες» φωτογραφιών τις οποίες μας τις σερβίρει αρχιτεκτονικά πλαισιωμένες από κείμενα, συνήθως δικά του αλλά όχι πάντοτε. Αυτό, λοιπόν, είναι το πέμπτο βιβλίο του Άρι από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ. Έχουν προηγηθεί ένας δρόμος [Η Παπαμάρκου και τα πέριξ, 2011], μια αυτοκινητάδα [Ωτο-μπιο-γραφί, 2015] μια υπερδύναμη [Η Αμερική σε 78 στροφές, 2019] και μια άλλη πάλαι-τότε υπερδύναμη [Μετά το παραπέτασμα. Ρωσία ’98, 2019].
Τι πάει να πει αυτός ο σπονδυλωτός τίτλος του πέμπτου φωτο/κειμενο/γραφικού βιβλίου; Hic et Nunc = σε παρόντα τόπο και χρόνο· επί τόπου και χρόνου· στην παρούσα φάση· εδώ και τώρα [αυτό τελευταίο είναι εύκολα παρεξηγήσιμο γι’ αυτό και μένει τελευταίο]. Hip ’n’ Funk = αναφορά, κατά το μάλλον ή ήττον, σε δυο συλλογές που απευθύνονται κυρίως στο απωανατολίτικο κοινό, μια της Blue Note που αυτοπαρουσιάζεται [Various – Hip
& Funk, 1994] και μια δεύτερη, ενδεχομένως, της νεότερης Hip Bop Records [Various – Hip Bop ‘N’ Funk, 1998]. Σάντουιτς ανάμεσά τους με κόκκινα γράμματα η λέξη Jazz
για να διαλυθεί κάθε παρερμηνεία ή αμφιβολία περί τίνος πρόκειται.
Σάντουιτς είναι και το περιεχόμενο του βιβλίου. Στο εξώφυλλο ο στακάτος σαξοφωνίστας Archie Shepp και στην τελευταία εντός σελίδα ένα σκίτσο με σινική μελάνη, «υπό το κράτος της τζαζ», Saxman-Epiphany
[Μονπελιέ, 1976]. Δεύτερο εξίσου νόστιμο σάντουιτς, ντόπιο αυτό, η αρχική αφιέρωση Στον Σάκη Παπαδημητρίου και το τελικό, πάντοτε ολοζώντανο, «άλλο» πιάνο στο οπισθόφυλλο. Ανάμεσά τους ένα ταξιδιάρικο ημερολόγιο αυτοσχεδιαστικών αναμνήσεων, αρχιτεκτονικά ατάκτως ερριμμένων, χωρίς χρονολογική σειρά, συνειρμικά δεμένων.
Φωτογραφίες, αναζητήσεις, εστιάσεις οπτικοακουστικές και κείμενα καταγεγραμμένα και εμπνευσμένα επιτόπου και επί χρόνου, από ταξίδια στην Γαλλία, την Αμερική, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Αφού πληροφορούμαστε με αφήγηση κινηματογραφική πώς ξεκίνησαν όλ’ αυτά, καβαλάμε hic et nunc
τη χωροχρονομηχανή και περιδιαβαίνουμε στις διαδρομές και τα πατήματα του κουμπιού της φωτογραφικής μηχανής του Άρι, μέχρι μια δεκαετία πίσω [2013]. Εξέχουσα θέση κατέχουν η σχέση του φωτογράφου/γραφίστα/επιμελητή με τον μέντορά του, Σάκη Παπαδημητρίου και η πόλη / αυτοσχεδιαζόμενη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Όπως όλα τα βιβλία του Άρι, όχι μόνον αντέχει στα χωροχρονικά πηγαινέλα, αλλά και προκαλεί [μας γαργαλάει] σε πολλές και πολλαπλές αναγνώσεις. Και μαζί τους, σε πολλές αναζητήσεις και ακροάσεις/θεάσεις hip ’n’ funk. Το «στιγμιότυπο» που κρατάω ως ιδιαίτερο ενθύμιο από αυτά τα ταξίδια, είναι στα 1985, στο ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης [στη λεωφόρο Νίκης], όταν μετά από μια αξέχαστη συναυλία, Πέτερ Κόβαλτ και Κέρτις Κλαρκ παρέθεσαν στο φιλοθεάμον κοινό το πρώτο εν Ελλάδι καλλιτεχνικό αυτοσχεδιαστικό μάστερκλας!