Το τελευταίο βιβλίο του J.M. Coetzee έχει ως θέμα τον έρωτα ενός διάσημου Πολωνού πιανίστα για μια νεότερή του γυναίκα.
Ο Coetzee μάς κλείνει το μάτι. Ο Πολωνός έχει δυσπρόφερτο όνομα (Κουτσί ― άραγε με πόσους διαφορετικούς τρόπους να έχει προφερθεί το επώνυμό του ανά τον κόσμο;) Του λένε ότι μοιάζει με τον ηθοποιό Μαξ φον Σίντοου (αν συγκρίνει κανείς τις φωτογραφίες του Coetzee με του Σίντοου, η ομοιότητα σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητη). Και ενώ όλοι περιμένουν από τον πιανίστα Βίτολντ να παίζει όπως ο Σοπέν, εκείνος παίζει με τον δικό του στεγνό και αυστηρό τρόπο, όπως με στεγνό και αυστηρό τρόπο γράφει ο συγγραφέας. Το μουσικόφιλο κοινό σχεδόν θυμώνει που ο Βίτολντ δεν «τιμά» την πολωνική καταγωγή του παίζοντας όπως ο Σοπέν. Ίσως με αντίστοιχο τρόπο θεωρεί ο Coetzee ότι τον αντιμετωπίζουν ορισμένοι κριτικοί επειδή δεν γράφει αποκλειστικά για τη χώρα καταγωγής του, τη Νότιο Αφρική. Οι ομοιότητες είναι πολλές. Και αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς αν μέσω των κυνικών, καυστικών σχολίων της Μπεατρίθ για τον Πολωνό ο Coetzee αυτοσαρκάζεται ανελέητα.
Και η Μπεατρίθ; Η Μπεατρίθ δυσκολεύεται να καταλάβει τον Πολωνό. Χάνονται στη μετάφραση αφού επικοινωνούν στα αγγλικά, που δεν είναι μητρική γλώσσα κανενός από τους δύο. Δεν είναι σίγουρη τι διαφορετικό είχε εκείνη, για ποιον λόγο την επέλεξε ο Πολωνός για μούσα, για Βεατρίκη του. Μήπως ο Πολωνός είχε ανάγκη από μια οποιαδήποτε μούσα για να εκφράσει την καλλιτεχνική ψυχή του; Μήπως η μεγαλύτερη αγωνία του Βίτολντ και κατ’ επέκταση του συγγραφέα είναι να γίνει κατανοητός, παρόλο που το μέσον, η γλώσσα (και η μετάφραση) από τη φύση της δημιουργεί παρανοήσεις;
Μικρό σε έκταση, ο Πολωνός, είναι από τα βιβλία που διαβάζονται μέσα σε μία μέρα. Κι όμως, οι δύο ήρωες που στην πρώτη σελίδα στοιχειώνουν το μυαλό του συγγραφέα καταφέρνουν με έναν έμμεσο, υπόγειο τρόπο να εγγραφούν σε ένα κομμάτι της μνήμης που συνδέεται με το συναίσθημα και να στοιχειώσουν και το μυαλό του αναγνώστη. Ο απόμακρος, ψυχρός, σχεδόν αποστασιοποιημένος λόγος του Coetzee βγάζει μια απρόσμενη τρυφερότητα και εκμαιεύει θλιμμένα χαμόγελα κατανόησης, ενώ τα σαρκαστικά σχόλια και το πικρό χιούμορ σε απρόσμενες στιγμές είναι ένα από τα στοιχεία που καθιστούν απολαυστική την ανάγνωση του βιβλίου.
Το τέλος αιφνιδιάζει, ανατρέπει όλα όσα είχαμε υποθέσει ως εκείνη τη στιγμή. Η ιστορία συνεχίζεται ακόμα και όταν διαβαστεί η τελευταία σελίδα, έξω από το βιβλίο, σαν μελωδία που παίζεται αέναα.