Mικρές γενναίες κανίβαλες

Mικρές γενναίες κανίβαλες

Νίκη Χαλκιαδάκη, «Μικρές Κανίβαλες», Μανδραγόρας 2022


Αν είναι να μιλήσουμε για ποιητικά βιβλία ας μιλήσουμε για εκείνα της συνομοταξίας των «κτητικών», τα οποία σε απαιτούν και κολλάνε μέσα σου, σχεδόν ετσιθελικά μεταστρέφοντας την τροχιά σου, την τροχιά των συνειρμών, των αισθήσεων αλλά και των στοχασμών σου, αφού έχουν εκείνη την ανεξάλειπτη ιδιότητα να αναδιατάσσουν τα εσωτερικά τοπία εκείνου που θα βρεθεί στο δρόμο τους. Γιατί θεωρώ πως εμείς ως αναγνώστες βρισκόμαστε στο δρόμο της αληθινής ποίησης – ή αλλιώς μας βρίσκει η ποίηση και όχι το αντίστροφο. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και οι Μικρές Κανίβαλες.
Πρόκειται για το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Νίκης Χαλκιαδάκη, ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει πως η ποιήτρια με την κατακτημένη φωνή, ήδη από τις δυο πρώτες δουλειές της, εδραιώνει και εμβαθύνει την ποιητική της γενναιότητα. Και δεν χρησιμοποιώ την λέξη «γενναιότητα» τυχαία. Στην λέξη carib που σήμαινε γενναίος, βρίσκεται η ρίζα της λέξη cannibal με την οποία οι Ισπανοί κονκισταδόρες ονόμασαν τους αυτόχθονες της Καραϊβικής. Κι επειδή αυτοί οι γυμνοί «απολίτιστοι» ήταν μεταξύ άλλων και ανθρωποφάγοι, εξοντώθηκαν με μπόλικο μπαρούτι δίχως κάποια ιδιαίτερη γενναιότητα.
Έτσι κι εδώ, στο βιβλίο της Χαλκιαδάκη, τα ποιήματα με την φωνή την παιδικά ντυμένη, (έτσι που να ακούγεται άμεση και ειλικρινής, συνειρμικά ξετυλιγμένη, μα επιτήδεια διαρθρωμένη) ανασαίνουν σε ένα κόσμο εξόντωσης, όπου τα πάντα βρίσκονται υπό αίρεση. Ο παραλογισμός, ή μήπως ο ανορθολογισμός (;) της ενήλικης λογικής, επιχειρεί να ξεπαστρέψει αναπόδραστα ως φυσικό φαινόμενο, ως στρατιά απ’ αλλού φερμένη, την λογική της παιδικής φαντασίας, το ρέμπελο ονειροπόλημα της ανήλικης λογικής. Και σε αυτό το βιβλίο η γενναιότητα των ποιημάτων έγκειται στο ότι με την παρουσία τους μαρτυρούν, σαν άλλα σημάδια μιας υπόγειας και υπόκωφης μάχης, την αντίσταση της ανήλικης προσωπικής κι ανυπόκριτης λογικής απέναντι στην λαίλαπα της αντίστοιχης ενήλικης απρόσωπης και υποκριτικής. Ή αλλιώς σε όλο το βιβλίο καθένας και καθεμία είτε ψυχανεμίζεται είτε έρχεται αντιμέτωπος/η με το πώς το ένστικτο της κοριτσίστικης παιδικότητας αντιδρά στην βία της συστηματικοποιημένης ενήλικης κοσμοθέασης.

Γενναιότητα η εξομολογητική

Το πρόσωπο της γενναιότητας στο επίπεδο της γραμματικής της ζωής είναι το πρώτο. Εξομολογητικότερη στον ενικό, συλλογικότερη στον πληθυντικό, η γενναιότητα του «εγώ» και του «εμείς» χαρακτηρίζει το ύφος αλλά και το ήθος του ποιητικού υποκειμένου που μας εξιστορεί. Η φωνή αυτού του υποκειμένου δεν είναι άλλη από την φωνή μίας μικρής κανίβαλης, μέλους μιας ομάδας θηλυκών ανθρώπων στην οποία εντάσσονται μητέρα, αδελφή και κόρη, όλες πρόσωπα και ιδιότητες ταυτόχρονα. Ο θηλυκός άνθρωπος με την ανήλικη φωνή, αρχικά προσχολικής ηλικίας, έπειτα μαθήτρια και κόρη και προς το τέλος μαμά, μας μιλά σαν να μας κοιτά στα μάτια, δίχως ίχνος ντροπής για όσα λέει. Ανερυθρίαστα. Αυτή η αίσθηση μιας γενικευμένης αποενοχοποίησης για όσα λέγονται - αίσθηση που χτίζεται ακριβώς από τον τρόπο με τον οποίο λέγονται - είναι κύριο χαρακτηριστικό της ομιλούσας περσόνας. Σε αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί μια μικρή παρέκβαση: στους αντίποδες όσων τα τελευταία χρόνια τείνουν να γίνουν νόρμα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται το έμφυλο στοιχείο ως a priori αισθητικό και καλλιτεχνικό πρόταγμα, οι μικρές κανίβαλες δεν κανιβαλίζουν την φυλετική τους ταυτότητα. Το θηλυκό στοιχείο στις μικρές κανίβαλες δεν εργαλειοποιείται. Τα ποιήματα ούτε «πουλούν», ούτε «εμπορεύονται» το έμφυλο στοιχείο τους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ειλικρινή μετασχηματισμό της εμπειρίας, μια επώδυνη και επικίνδυνη διαδικασία που καταλήγει στην αποκαλυπτική διατύπωση, στην πικρή ειρωνεία, στην μετα κόπων και βασάνων απόκτηση της αναγκαίας απόστασης από τις πληγές μας, απόστασης που κερδίζεται και ποτέ δεν χαρίζεται. Ναι, θηλυκός ο παρατηρητής, κοριτσίστικη η φωνή του, όμως ό,τι ενσαρκώνεται ως γραφή, ούτε θηλυκό, ούτε γυναικείο είναι. Είναι απλά ανθρώπινο.

Γενναιότητα ως απόδραση από τη γλώσσα μέσω της γλώσσας

Καίριας σημασίας χαρακτηριστικό του βιβλίου αποτελεί το πώς εν τοις πράγμασι ενστερνίζεται αυτό που ο Roland Barthes υποστήριζε για την σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας -ιδίως της ποίησης. Για τον γάλλο σημειολόγο και δομιστή η γλώσσα με τους μορφοσυντακτικούς και γραμματικούς της μηχανισμούς αποτελεί μια φυλακή, εντός της οποίας ο άνθρωπος ναι μεν ιστορικοποιείται και άρα γίνεται ανθρώπινο, άρα ιστορικό ον, δεν παύει όμως να ασφυκτιά. Η ποίηση από την άλλη είναι η απόδραση από αυτήν την φυλακή – γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε σημαίνει πως αυτή η απόδραση στερείται ιστορικότητας - μια απόδραση της οποίας το κύριο εργαλείο είναι το παιγνιώδες, βλάσφημο και παράταιρο ξεθεμελίωμα των χαρακτηριστικών εκείνων που καθιστούν τη γλώσσα σύμβαση. Στις μικρές κανίβαλες βέβαια, με τα ποιήματα τα εχθρικά προς κάθε τι επιφανειακό, αυτή η απόδραση δεν αφορά απλώς μια ποιητική παιδική ψυχή που ασφυκτιά στο μάθημα του σχολείου, εκεί που όλα κι όχι μόνο η γλώσσα, (ή μάλλον εκεί που η γλώσσα, άρα τα όλα) μαθαίνονται ως σύμβαση. Απόδραση από τη φυλακή της γλώσσας σημαίνει καίω τις γέφυρες που ενώνουν τα επιμέρους κομμάτια του σημείου. Πλέον σημαίνον και σημαινόμενο χάνουν την αυτονόητη επικοινωνία τους. Η λέξη τραυματίζεται στο δόξα πατρί της συνοχής της για να κερδίσει μιαν άλλη όχι αυθαίρετη, μα ανθρώπινα αλλιώτικη συνεκτική ουσία. Η Χαλκιαδάκη μαεστρικά επιδίδεται σε μια εννοιολογική αναδόμηση και όχι αποδόμηση των σημείων - λέξεων μέσω της εμμονικής εμβάθυνσης στην διατύπωση του σημαίνοντος. Παραδείγματα πολλά: Τω πατρί είναι και δεν είναι δοτική / εξαρτάται δηλαδή από το ίδιο το πατρί/ τω απόντι δεν είναι, δηλαδή πως μπορεί να είναι κάτι δοτική χωρίς καθόλου να δίδεται/ δοτική είναι η βροχή. Το ποιητικό αυτό παιχνίδι της Χαλκιαδάκη, παιδικότροπο καμουφλάζ που ως εξαιρετική τεχνίτρια και μαστόρισσα μετέρχεται τόσο συχνά στο βιβλίο, είναι μια συνειδητή επιλογή ώστε να επιτύχει το ξεβόλεμά μας, αυτό που θεωρητικά καλούμε ανοικείωση. Αυτή η ανοικείωση έχει τεράστια αξία γιατί η επίτευξή της δεν επιχειρείται με φαντασμαγορίες, βερμπαλισμούς και εικονοπλαστικά τρίκς. Άλλωστε για ένα έμπειρο μάτι έτσι θα αποτύγχανε να υπάρξει. Η ανοικείωση επιτυγχάνεται μέσω της ειρωνικής και διασαλευτικής δύναμης που έχει η παιδική ματιά και λαλιά πάνω σε κάθε είδους σύμβαση και δει γλωσσική. Χαρακτηριστικά τα ποιήματα Πάει αυτοί πέταξαν, Κλιτική Αναμέτρηση, Κυρία Χόλγκερσον, Της πτώσης, Μύθοι.

Γενναιότητα η αντιεξουσιαστική

Αφήνοντας πίσω μας την γενναιότητα της Χαλκιαδάκη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τους γλωσσικούς μηχανισμούς αναδομώντας τους και αναδιαμορφώνοντάς τους σε ποιητική εύφλεκτη ύλη, περνάμε σε μια άλλη γενναιότητα που την θεωρώ προιόν, προέκταση και αντανάκλαση της προηγούμενης. Μια γενναιότητα που έχει να κάνει με το βαθιά αντιεξουσιαστικό πνεύμα του βιβλίου. Κι όπου εξουσία μιλώ για την ακαμψία, την αυστηρότητα και την σοβαροφανή στιβαρότητα με την οποία συναρμόζονται επιμέρους στοιχεία της πραγματικότητας, πολλές φορές αυθαίρετα και απροϋπόθετα, προκειμένου να στηθεί το κοσμοείδωλο της εξουσίας με την μορφή είτε της Θρησκείας είτε της επίσημης κρατικής εκπαίδευσης, είτε της καταναλωτικής μεταμοντέρνας σαχλαμάρας εντός της οποίας όλοι ανασαίνουμε 24/7. Εδώ ας μου επιτραπεί να πω πως το ελεύθερο κι ανεπητίδευτο πνεύμα του ομιλούντος υποκειμένου κάνει πάρτι. Για την μικρή κανίβαλη που μας ξεναγεί στον κόσμο της, ό,τι εμφανίζεται ως θεσμός μοιάζει άλλοτε ακατάληπτο, άρα ξένο, άλλοτε άξιο σάτιρας και απαξίωσης. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα Τρυφερότης και Για Παραδειγματισμό. Σε αυτή τη βαθιά πολιτική πτυχή του βιβλίου οφείλουμε να επισημάνουμε τον ρόλο και τον χαρακτήρα που έχει το αρσενικό στοιχείο. Ο πατριαρχικός έξω κόσμος σε πλήρη αντίστιξη με τον εσωτερικό θηλυκό πότε σέρνει την αύρα της εισβολής και τις επιβολής, όπως το ποίημα Στο πατρικό μου, πότε υπεισέρχεται απρόσμενα στο βασίλειο των κανίβαλων προκαλώντας διχασμό και διχογνωμία όπως στο ποίημα Βαθιά ή σκέτη περισυλλογή. Όπως και να ‘χει είναι σημαντικό πως σε όλο το βιβλίο είναι γλαφυρά διατυπωμένη η διαφοροποίηση αναφορικά με την φύση της βίας η οποία διαποτίζει τόσο το αρσενικό, όσο και το θηλυκό ημισφαίριο του έσω τόπου. Το ποιητικό υποκείμενο άλλωστε οικοδομεί τη φωνή του σε ένα κόσμο μονόμπαντα φαλοκεντρικό και το γνωρίζει, όπως γνωρίζει και την βαθιά ανατρεπτική, παιγνιώδη και ειρωνική ισχύ που χαρακτηρίζει τον θηλυκό άνθρωπο. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα Η στικτή -η γνωστή ως γελαστή: Όταν πλησιάζουν κυρίαρχα αρσενικά / η μαμά βγάζει μια σκληρή προεξοχή κάτω από την κοιλιά της / σαν θηλυκή ύαινα/ έτσι είπε ο Γιού Τουμπ και τον πιστεύω ας είναι αγόρι /που σημαίνει ότι η μαμά πάσχει από πέος / στα ψέματα όμως / όπως στα ψέματα μας έμαθε να έχουμε όλες στύση για να μας σέβονται/ ή κάτι τέτοιο.


Γενναιότητα ως μαστοριά

Όσα έχω ήδη αναφέρει έχουν να κάνουν κυρίως με αισθητικά, φιλοσοφικά, ιδεολογικά εφαλτήρια τα οποία πυροδοτούν το περιεχόμενο των ποιημάτων σε επίπεδο ιδεών και κοσμοαντίληψης. Όμως δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην καθαυτή ποιητική μαστοριά, την καταπληκτική μαεστρία με την οποία η Χαλκιαδάκη εργάζεται πάνω στο υλικό της. Κι εδώ αναδεικνύεται μιαν άλλη γενναιότητα, η γενναιότητα του ρίσκου, το οποίο πάντα εκπορεύεται από την εναλλαγή αυτοπεποίθησης και αγωνίας σχετικά τις προθέσεις και εν τέλει τις δυνατότητες που υπαγορεύει στον/ην δημιουργό το υλικό του/της. Κάποιος θα έλεγε πως το υλικό του συγκεκριμένου βιβλίου είναι υλικό κοινότοπο, καθημερινό, με άλλα λόγια συμβατικό. Κατά πόσον ένα τόσο ταπεινό υλικό όπως η σχολική και οικογενειακή ζωή ενός μικρού κοριτσιού μπορεί να μετουσιωθεί σε υψηλής στάθμης ποιητική δημιουργία; Η Χαλκιαδάκη λειτουργεί και εδώ όπως λειτουργεί προς την γλώσσα: αναποδογυρίζει τις συμβάσεις και ξαφνικά πίσω από το ποταπό και το σύνηθες και το προσπελάσιμο της καθημερινότητας, εμφανίζει κάτι που κανείς δεν περιμένει, κάτι διαχρονικά διαυγές, κάτι πολύτιμο που μοιάζει με κατάφαση σε μια ανείπωτη ερώτηση, όπως θα έλεγαν και οι ρομαντικοί. Αυτό που λέμε «Αυτό είναι!» ―λες και κάποιος σε ρώτησε ποιό;―, το αίσθημα της εκ νέου ανακάλυψης ενός βιώματος που εκοιμάτο εις την μνήμη λαθραία. Επιστρέφω στη μαστοριά. Τα φινάλε των ποιημάτων είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία κραδασμικά - χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα το ποίημα Γεμιστά ή το Πάρτι – και διαπιστευτήρια απίστευτου ποιητικού θάρρους, η απουσία στίξης και η εσωτερική μουσικότητα των στίχων διαμορφώνουν την αίσθηση μιας προφορικότητας που καθιστά τον αναγνώστη περισσότερο ωτακουστή μιας παιδικής parole, η εκπληκτική ισορροπία ανάμεσα σε απρόσμενα ονόματα (ουσιαστικά και επίθετα) και ταπεινά καθημερινά ρήματα που φέγγουν ευστοχία, η χρήση ενός λεξιλογίου την οποία αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι ο ποιητικίζων σεμνότυφος καθωσπρεπισμός, όλα αυτά είναι στοιχεία μορφικά μεν, που αντανακλούν δε τα κύρια χαρακτηριστικά της σωματικής ψυχής που τα μετέρχεται. Και λέω σωματικής, γιατί ενώ ελάχιστοι για τον συγκεκριμένο βιβλίο θα μιλούσαν για λυρισμό, η επιλογή της Χαλκιαδάκη να δώσει στον ξεναγό μας, την μικρή κανίβαλη που μας μιλά, τον φαινομενικά άναρχο και ακηδεμόνευτο τρόπο εκφοράς (αυτό που αποκαλούμε ύφος) ενός αθώου κοριτσίστικου λόγου, δίνει στο όλο εγχείρημα έναν λυρισμό εντελώς ανόθευτο, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την ανήλικη για να μη πω παιδική θέαση του κόσμου. Κι αυτή η παιδικότητα με δόντια, είναι αδιαμεσολάβητος, χοϊκός σωματικός λυρισμός από εκείνους τους επαναστατικούς που όταν το σίδερο κολλάει στη βράση κι ο κόμπος στο χτένι, δαγκώνουν τη δασκάλα στην καρωτίδα.

Κλείνοντας σιγά σιγά θα ήθελα να συνοψίσω τη θέση μου ως ποιητής και ως αναγνώστης, ―αλήθεια πότε ξεχωρίζουν;― μα και ως αυτήκοος μάρτυς του βιβλίου εν είδη κάποιου συμπεράσματος. Οι μικρές κανίβαλες εκτός των λοιπών αρετών που κάποιος/α θα μπορούσε να του προσδώσει – ποιητική ευστροφία, εικονοπλαστική τόλμη, μετουσίωση της απλής καθημερινής γλώσσας σε ποιητική υψηλής στόφας, αναγνώριση της υψηλής κατεργασίας σε επίπεδο διπλοβελονιάς του κάθε στίχου (δεν βρήκα κανένα που θα μπορούσε να λείπει) ― πέραν όλων αυτών είναι ένα βιβλίο αυθεντικής ποιητικής γενναιότητας. Κι αυτό γιατί ενεργεί επιτελεστικά προς την κατεύθυνση που ―με την ταπεινότητά μου τολμώ να πω πως― οφείλει να κινείται η τέχνη: Στην κατεύθυνση προς την άρση των συμβάσεων, προς την διάρρηξη κάθε λογής ασφυκτικής κανονικότητας, προς την δημιουργία ρωγμών στο αυτονόητο, προς την απογύμνωση κάθε στερεοτυπικά δομημένης θέασης της πραγματικότητας. Οι Μικρές κανίβαλες είναι ένα γενναίο βιβλίο γιατί είναι απελευθερωτικό. Και υπηρετεί μια λύτρωση σε ένα κόσμο που μοιάζει παντοδύναμος μες στις αλυσίδες του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: