Επτά ποιητικές ενότητες συνθέτουν τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου. Ιχνηλατώ την κάθε επιμέρους ενότητα, αναζητώντας τα βασικά θέματα που την απασχολούν.
1. Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι:
Ξερό ρυάκι, ανάμνηση νερού και μιας περασμένης ζωής, αναζήτηση της απαρχής: «σε παίρνω με το μάτι ανάποδα ― πού βγάζεις;»
Διακρίνουμε ένα μεταλυρισμό, μια ελάχιστα ειδυλλιακή και περισσότερο αναστοχαστική θέαση του κόσμου και της φύσης που αφορά την παρακμή τους και όχι την διακοσμητική τους αναπαράσταση.
πότε λιγόστεψε η βροχή;
πότε στεγνώσαμε από τη θάλασσα
απ΄ την αγάπη
Άνυδρο καλοκαίρι. Ο μικρόκοσμος ενός ρυακιού εξακτινώνεται στην μακροσκοπική καταγραφή της ιστορίας: «λεωφόρος του τίποτα/ορδές μυρμηγκιών σε διατρέχουν/ αναβάλλοντας επ’ άπειρον/ την ονοματοθεσία του». Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο παρά την φαινόμενη ξηρασία που έχει πολλές συνδηλώσεις και διαφορετικές ερμηνείες (πολιτική, κοινωνική, υπαρξιακή), επιμένει στη μνήμη που αναζωογονεί, στη γλώσσα που διασώζει, στο ποιητικό –τελικά– φαινόμενο: «κάποτε βρέχει μέχρι το κόκκαλο της μνήμης/ σπαρταρά στα δόντια/ πέστροφα/ η γλώσσα».
Η διαρκής αντίσταση ως επίλογος σε μια δυστοπική ξηρασία είναι και διαρκής κατάφαση στη ζωή.
«… και μην αφήσεις να σου πουν/ότι στερέψαμε από αγάπη/ Ποτάμι είμαστε που σκόνταψε/ στο φράγμα Δεν στέγνωσε/Λιμνάζει». Η ζωτική δύναμη του εμείς έχει μετασχηματιστεί, έστω και προσωρινά, αλλά παραμένει ισχυρή. Του εμείς της αγάπης, της ανθρωπιάς, της διαρκούς αλλαγής.
2. Γραμματική του καλοκαιριού
Ή η λέξη και η παντοδυναμία της. Το σκοτεινό, το γκροτέσκο συνεχίζεται κάτω από το φως του καλοκαιριού.
καλοκαίρι
ο δάσκαλος κλείνει την τσάντα
όπως ο μελλοθάνατος σκάβει τον λάκκο του
Η πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου μετωνυμικά: «ένα μολύβι θα φυτέψω στην αυλή// να ανθίσουν οι λέξεις που ακούσαμε/ κι ανατριχιάσαμε κρυφά σαν φύλλα».
Σύντομα ποιήματα συνθέτουν την τοπογεωγραφία του αστικού καλοκαιριού που εμποτίζεται από ποιητική χάρη και ένα πικρό λυρισμό, αλλά και του καλοκαιριού των διακοπών, με αναγνωρίσιμες εικόνες από νησιά, από το Πήλιο: «τι άραγε απασχολεί τα air conditions/κι ασταμάτητα συνομιλούν με τα τζιτζίκια;», «βρεγμένες κιλότες λυμένα σουτιέν/μισάνοιχτες ρόμπες πόδια στα κάγκελα // κυρ-Τάσο, το όνειρο/ έγινε φάρσα! // τόσες γυναίκες μόνες/ μόνες στα μπαλκόνια // κι όλες γριές», «στραγγίζουν τα ρούχα/ ίδια σφαχτά/ οι σφήκες βυζαίνουν στο νερόλακκο». Μια μπαγιάτικη ερωτική επιθυμία, ξεθυμασμένη, ξεχασμένη.
Η πόλη το καλοκαίρι γεμάτη γέρους, σκουριά («άλλο δεν έχουν οι άνθρωποι/ανανεώνουν τη σκουριά») κι ανάμεσα οι λέξεις που μεταστοιχειώνουν τις εικόνες σε πράσινες συλλαβές και κάνουν το μικρό μέγα: «μικρό του ανθρώπου το μυαλό/ σημάδι που άφησε η βροχή στη σκόνη// πώς να χωρέσουν κύματα/ σε έναν λεκέ ψιχάλας». Ποιητικά μάντρα που μαγικά αναβιώνουν γνώριμες εικόνες, δίνοντάς τους βάθος και διάρκεια.
Στην ίδια ενότητα, με δυο-τρεις στίχους ή λέξεις, οριοθετείται ένα ολόκληρο σύμπαν που το συνθέτει η ποικιλία του θαλασσινού τοπίου:
δρόμος στενός
οι πινακίδες πυροβολημένες
μας κύκλωσαν τα τσομπανόσκυλα
Η ποιητική χάρη, η εικονοποιία και η συμπύκνωση χαρακτηρίζουν αυτά τα αποδομημένα χαϊκού.
ΑΦΑΙΡΕΣΗ
ποίημα
σώμα
γυμνό
Χωρίς, ωστόσο, να στερείται η εικόνα υπαρξιακού εστιακού βάθους, αλλά και αισθησιασμού, αισθητηριακού και σωματικού: «βαφτίζεσαι στο αφρόχειλο/ που γλείφει το πόδι μου». Μια από τις χάρες αυτής της συλλογής είναι το βλέμμα της θηλυκότητας χωρίς τις γνωστές στερεοτυπικές στρεβλώσεις, με το οποίο προσεγγίζεται το φυσικό περιβάλλον, το ανθρωπογενές και το ανθρώπινο, με τρόπο τρυφερά λοξό και απροσδόκητο:
όλη νύχτα
Παραπονιέται η θάλασσα-
παιδί που μάλωσα πριν κοιμηθεί
στον ύπνο του αναστενάζει
και αλλού: «γυναίκα αφίλητη που φίλησες/σκουλήκι εργένικο κι έγινε τζιτζίκι».
3. Δήλωσις πίστεως
Υιοθετώντας ποιητικώ τω τρόπω την ορθόδοξη προσευχή του Συμβόλου της Πίστεως, εδώ μεταποιείται η μεταφυσική πίστη στο θείο, σε πίστη στον άνθρωπο, στα έργα του, στην αγάπη, στον ποιητή.
Πρόκειται για μια στιβαρή δήλωση του ποιητικού υποκειμένου εις εαυτόν και αναγνώστη, ένα είδος σύνοψης της ποιητικής του, αλλά και της ηθικής και αισθητικής θέσης του απέναντι στον κόσμο και στη γραφή: «Πιστεύω στο αθέατο, στο πετραδάκι που μου πλήγωσε το δάχτυλο, στον ποιητή που ασκητεύει».
Αν και μορφικά μόνο αναμετριέται με το πρωτότυπό του, το ποίημα αυτό, το πιο εκτενές της συλλογής μιλά για τα πιο σημαντικά της ανθρώπινης ύπαρξης με χαμηλότονο, αλλά θερμό και αμετακίνητο τρόπο.
4. Ακίνητη νύχτα
Με τον ίδιο τρόπο, ολιγόστιχα ποιήματα συνθέτουν και αυτήν την ενότητα με θέμα της τη νύχτα, που συμπλέκεται άλλοτε με την ποίηση, όπως το εναρκτήριο ποίημα: «Το ποίημα δεν είναι ποίημα//―είναι φεγγάρι/ κουκούτσι αμάσητο στο λαρύγγι του χρόνου» και το καταληκτικό: «τυφλή ποιήτρια/επινοώ τη Μεγάλη Θλίψη/ που με εμπνέει», άλλοτε τον πόθο: «η δίψα μου/ δεν κλείνει μάτι» ή «η ακαμψία της σιωπή―/ άβολο φιλί/πισώπλατο/σε τοίχο», άλλοτε την ανθρώπινη κατάσταση: «τεμάχιζε το όνειρο/σε χίλιες σπίθες».
Η νύχτα στη φύση, στην πόλη, στην σκοτεινή καρδιά του ποιητή.
5. Προσφυγικός καταυλισμός
Αν στις υπόλοιπες ενότητες κυριαρχεί η αχρονία, το διαρκές επίκαιρο της ύπαρξης, η πιο «επίκαιρη» ενότητα της συλλογής είναι αυτή και αντλεί από τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων με τις μετακινήσεις προσφύγων και μεταναστών και τη δημιουργία καταυλισμών.
Άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο ποιητικό πρόσωπο [η μάνα που έμεινε άτεκνη, εκείνη που γέννησε στην αφιλόξενη χώρα, το παιδί που δεν το παίζουνε τα προσφυγόπουλα, η γάτα του νεκρού ξεριζωμένου] αφηγείται με έναν υπόγεια δραματικό τρόπο, μια διαρκή τραγωδία, από την πλευρά των ανίσχυρων, των αναγκεμένων. Ίσως η καλύτερη ενότητα της συλλογής.
Ο σκύλος, λένε, είναι ο καλύτερος
φίλος του ανθρώπου.
Μα ο καλύτερος φίλος
του Ομέρ ήταν η γάτα του.
Μύριζε το αφράτο ύψωμα
κουλουριαζόταν
τριβόταν στα χώματα
σα να θρηνούσε
άνοιγε λακκούβες με τα νύχια της
πασχίζοντας
να τον ξεθάψει.
6. Θέμα ανατομίας
Μια αντιπολεμική ελεγεία, ιδωμένη από τη μεριά των μανάδων που απώλεσαν τα παιδιά τους, εκείνων που ακόμα το γάλα τρέχει ζωντανό από τα στήθη τους, αυτών που προσπαθούν στις άκαρπες μήτρες να γεννήσουν ένα επόμενο παιδί στη θέση εκείνου που έχασαν. Είναι φυσική συνέχεια της προηγούμενης ενότητας, με ένα αντιπολεμικό ρίγος να διαπερνά τους στίχους: «παρασημοφορούν ανάπηρους/προάγουν σκοτωμένους/δεν έδωσαν ποτέ το αίμα τους/μόνο διαταγές». To μοιρολόι των σκοτωμένων συμπλέκεται με την τραγική μοίρα των ζωντανών.
7. Επτά ανάσες πριν
Η συλλογή κλείνει με την ενότητα της πανδημίας και του εγκλεισμού, του άδικου θανάτου εκατομμυρίων που «πήγαν αδιάβαστοι/σ’ έναν θάλαμο εντατικής». Οι ανάσες που δεν μπορούσαν να πάρουν οι ασθενείς, αυτοί που πριν καταλήξουν στον αναπνευστήρα ζούσαν σε συνθήκες ειρήνης και σχετικής ηρεμίας, αυτές τις ανάσες επιλέγει ως τίτλο η Ελένη Αλεξίου για ολόκληρο το βιβλίο. Το παράλογο του θανάτου από έναν αθέατο ιό.
Η Αλεξίου πραγματεύεται ποιητικά μια τόσο πρόσφατη ιστορική συνθήκη. Δόκιμο ή μη, κοινός παρονομαστής έτσι κι αλλιώς της ανθρώπινης ύπαρξης και καταλύτης είναι το τέλος της, άσχετα ποιες είναι οι καταστάσεις που οδηγούν σ’ αυτό.
Η γυναικεία φιγούρα με τη σκιά της στο εξώφυλλο του βιβλίου προϊδεάζει για το ειδικό βλέμμα της γυναίκας-μητέρας-ερωμένης-φίλης-ποιήτριας που διατρέχει τη συλλογή. Πρόκειται για ποίηση από ένα θηλυκό ποιητικό υποκείμενο, το οποίο θεάται και τους νεκρούς άντρες, και τους πρόσφυγες και τους ηττημένους. Δεν είναι πρόδηλα φεμινιστική, αλλά έχει συνείδηση του ρόλου της (ενίοτε τραγικού) απέναντι στη ζωή που φέρει και στον θάνατο που θα πρέπει να αντέξει. Χωρίς να γνωρίζω το βιογραφικό της, σίγουρα θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αντλεί από το βίωμα μιας μητέρας με παιδιά.
Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν πάντα είναι προσεγμένες. Αν θα μπορούσα να κάνω μια παρατήρηση: έστω και ολιγόστιχα, τα ποιήματα της συλλογής θα ήθελα να αναπνέουν στη σελίδα αυτόνομα και να αποκτούν το χώρο και το βάθος στο αναγνωστικό βλέμμα που τους αξίζει.
Η Ελένη Αλεξίου ζει και εργάζεται στα Τρίκαλα. Αν θα ήθελα να βρω μια επιρροή από τον Ηλία Κεφάλα, τον συντοπίτη της, θα ήταν το άνοιγμα στη φύση, που γίνεται με έναν μεταλυρικό, πιο πραγματικό και πραγματιστικό τρόπο (ενίοτε γκροτέσκο και ειρωνικό) δημιουργώντας και εξελίσσοντας μια ποιητική ύλη που εντάσσεται πλέον με σύγχρονους όρους στον 21ο αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να λείπει η πόλη, το αστικό τοπίο. Η ποίησή της είναι πρωτίστως εικονοποιητική (και κάποιες φορές και ηχοποιητική) και όχι μονοδιάστατη, γιατί καταφέρνει να ενσωματώσει τον στοχασμό, τον βαθύ ανθρωπισμό της με επιτυχία, χωρίς διδακτισμούς και ευφυολογήματα. Ο θάνατος, που έχει ένα μεγάλο μερίδιο στη συλλογή (και στη ζωή), κυρίως στις τρεις τελευταίες ενότητες, αντισταθμίζεται με το φως, τον αισθησιασμό, τα χρώματα του καλοκαιριού των τριών πρώτων ενοτήτων και ξορκίζεται με μια δήλωση πίστης στον άνθρωπο και στην μετά θάνατον Αγάπη.
Μια καλοζυγισμένη ποιητική συλλογή με νήματα που σφιχτοδένουν τα επί μέρους, συνθέτοντας επιτυχώς ένα όλον, με το κυρίαρχο βλέμμα της γυναίκας που ποιεί στίχους και ζωή.