Η ταινία μου

M.C Escher, «Ταινία Μέμπιους, ii», 1963
M.C Escher, «Ταινία Μέμπιους, ii», 1963

Μικρός, πο­λύ μι­κρός, άκου­σα μια ιστο­ρία, ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη μά­λι­στα, που μου άφη­σε ανε­ξί­τη­λο στίγ­μα. Δεν ήξε­ρα ανά­γνω­ση ακό­μα, κά­ποιος μου τη διά­βα­σε όσο εγώ χά­ζευα τις ζω­γρα­φιές εντυ­πω­σια­σμέ­νος. Τό­σο μι­κρός ήμουν.

Ένα νε­α­ρό κο­ρί­τσι εί­χε, λέ­ει, ται­νία. Ήταν ένα ζώο τρο­με­ρό, σαν φί­δι γλι­τσιά­ρι­κο, που κούρ­νια­ζε μέ­σα στο στο­μά­χι του κο­ρι­τσιού. Ό,τι έτρω­γε το κο­ρί­τσι, της το 'κλε­βε το φί­δι. Αχόρ­τα­γο και αδυ­σώ­πη­το, δεν άφη­νε μπου­κιά για να ζή­σει το κο­ρί­τσι. Κι εκεί­νο αδυ­νά­τι­ζε, κι όλο αδυ­νά­τι­ζε, και στο χρό­νο επά­νω κό­ντευε να μεί­νει μι­σό. Τό­τε ο πα­τέ­ρας της, που κα­τά­λα­βε πως η τρο­με­ρή ται­νία θα έστελ­νε την κο­ρού­λα του στον τά­φο, σκαρ­φί­στη­κε ένα σχέ­διο: έδε­σε το κο­ρί­τσι απ' τα πό­δια και το κρέ­μα­σε, ανά­πο­δα, από ένα χο­ντρό κλα­ρί. Με­τά, πή­ρε ένα κομ­μά­τι χοι­ρι­νό με μπό­λι­κο λί­πος, το τσι­γά­ρι­σε, και το ακού­μπη­σε ζε­στό ζε­στό σ' ένα πιά­το, ακρι­βώς κά­τω απ' το κε­φά­λι της κρε­μα­σμέ­νης! Και πε­ρί­με­νε. Η μυ­ρω­διά απ' την τσί­κνα του τη­γα­νι­σμέ­νου λί­πους ανέ­βη­κε ίσια πά­νω, και χώ­θη­κε στο ανοι­κτό στό­μα του κο­ρι­τσιού. Σι­γά σι­γά, σκαρ­φά­λω­σε μέ­χρι το στο­μά­χι της και ξύ­πνη­σε την ται­νία. Εκεί­νη, πά­ντα πει­να­σμέ­νη, ακο­λού­θη­σε τη μυ­ρω­διά και κα­τέ­βη­κε προς το στό­μα, έβγα­λε το κε­φά­λι της και αμέ­σως εντό­πι­σε την τρο­φή, ακρι­βώς από κά­τω. Ο πα­τέ­ρας, εκτός απ' την ανα­πνοή του, κρα­τού­σε κι ένα μα­χαί­ρι, πο­λύ κο­φτε­ρό, φρε­σκο­α­κο­νι­σμέ­νο. Πε­ρί­με­νε σιω­πη­λός να βγει η ται­νία (που ήτα­νε μα­κριού­τσι­κη) σχε­δόν ολό­κλη­ρη έξω απ' το στό­μα της κό­ρης του. Μό­λις το τέ­ρας ακού­μπη­σε το σι­χα­μέ­νο στό­μα του στο χοι­ρι­νό, ο άν­δρας όρ­μη­σε, και με μια δυ­να­τή, απο­φα­σι­στι­κή μα­χαι­ριά, του έκο­ψε το κε­φά­λι! Άρ­πα­ξε με το χέ­ρι του το ακέ­φα­λο σώ­μα που προ­ε­ξεί­χε και το τρά­βη­ξε προ­σε­κτι­κά έξω. Ενά­μι­ση μέ­τρο εί­χε γί­νει η ται­νία, κι ο έξαλ­λος πα­τέ­ρας την έκο­ψε σε δέ­κα κομ­μά­τια, θριαμ­βευ­τι­κά. Κα­τέ­βα­σε την κό­ρη του απ' το κλα­ρί και φύ­γα­νε αμέ­σως για ένα φη­μι­σμέ­νο μα­γε­ρειό, κο­ντά στο λι­μά­νι. Η μι­κρή έτρω­γε ευ­τυ­χι­σμέ­νη τρεις μέ­ρες χω­ρίς δια­κο­πή, να συ­νέλ­θει και να πά­ρει τα πά­νω της.

Λοι­πόν, αυ­τή ήταν η ιστο­ρία. Στις ζω­γρα­φιές που τη συ­νό­δευαν, η ται­νία έμοια­ζε με τρο­μα­κτι­κό κι­νέ­ζι­κο δρά­κο. Στα μά­τια μου ήταν ό,τι πιο σι­χα­με­ρό και επι­κίν­δυ­νο μπο­ρού­σα να συ­να­ντή­σω στη ζωή μου. Ε, σω­στά μα­ντέ­ψα­τε: δεν κα­τά­φε­ρα να την απο­φύ­γω. Μια τέ­τοια ται­νία τρύ­πω­σε και χρό­νια τώ­ρα ζει μέ­σα μου. Κι επει­δή δεν έχω πια πα­τέ­ρα που να νοιά­ζε­ται και να με προ­στα­τεύ­ει από τέ­ρα­τα, ού­τε μπο­ρώ μο­νά­χος μου να κρε­μα­στώ ανά­πο­δα σε δέ­ντρο κρα­τώ­ντας μια κο­φτε­ρή λε­πί­δα, σκέ­φτη­κα να τρώω δι­πλά και τρι­πλά, τό­σο που να μη προ­λα­βαί­νει η ται­νία να μου κλέ­βει όλο το φα­γη­τό, και να μέ­νει κά­μπο­σο και για μέ­να. Έτσι έχω επι­ζή­σει τό­σα χρό­νια μ' ένα άγριο ζώο μέ­σα μου.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: