Τρίκι τριτ

Τρίκι τριτ



Πίστευα ότι τόσους καλικάντζαρους μαζεμένους θα έβλεπα μονάχα στην Κόλαση. Πελώρια κεφάλια υπερτροφικών μωρών με κοιτάνε με μάτια άδεια πηγάδια, έτσι και τα αντικρίσεις κατάματα θα γλιστρήσεις μέσα τους και θα στροβιλίζεσαι αιώνια στο κενό. Λιγδιασμένες πρασινομούρες μάγισσες με μυτερά καπέλα κολλάνε τα κεφάλια τους στο παράθυρο, κραδαίνουν σαν λάβαρα αχυρένιες σκούπες και τις κοπανάνε με μανία να σπάσουν τα τζάμια. Βελζεβούληδες βγαίνουν από τα καζάνια τους, βρωμάνε θειάφι και κάρβουνο, πέφτουν πάνω στην πόρτα με τα δόρατα και τις τρίαινές τους, λίγο ακόμη και θα ξεκολλήσουν τους μεντεσέδες. Σκλήθρες τρυπάνε την πλάτη μου μα όση δύναμη κι αν βάζω το μαόνι δεν θα αντέξει, θα πέσει χάμω και θα ορμήσουν σαν πεινασμένοι τερμίτες να φάνε καθετί μέσα απ’ τα δυο δωμάτια.

Τα τελώνια εκσφενδονίζουν δεκάδες αυγά, σκάνε πάνω στον τοίχο μας και ακούω το κρακ τους μόλις σπάνε. Σίγουρα θα ‘ναι μελετημένα από παρθένα στην Πανσέληνο. Έτσι τα διάβαζα κι εγώ τα κλούβια αυγά, αστεφάνωτη ακόμη, για να δέσω τα μαντζούνια. Νύχτες ολόκληρες σκυμμένη πάνω από το λύχνο, αλληθώριζα για να πλέκω κόμπους τις κόκκινες κλωστές σε κεφάλια από καρφίτσες. Κάθε δίσεκτο έτος δρασκέλιζα ξένους κήπους, έμπηγα χάλκινα ψαλίδια στο νοτισμένο χώμα, πάντα από την κοφτερή τους τη μεριά. Ήμουν πρώτη στα ξεματιάσματα, τρεις σταγόνες λάδι σε νερό, σαν διάβαζα τις προσευχές τσιτσίριζαν καυτές λες και τηγάνιζες μαρίδες. Μάτωναν τα πόδια μου να μοιράζω σερνικοβότανα στις στέρφες σε κάθε χωριό της Αχαΐας. Μόνο για το γκρι νερό μετάνιωνα, δυο γουλιές και το αγέννητο μωρό γινόταν κόκκινο ποτάμι και κυλούσε μακριά. Κάθε βράδυ, μόλις ακουμπάω το κεφάλι στο μαξιλάρι, εμφανίζεται η μάνα μου, με προειδοποιεί πως θα με βρει μια μέρα η τιμωρία για τα κρίματα μου και να σου που βγήκε αληθινή. Τα αργυρά νομίσματα και τα χρυσαφένια δαχτυλίδια που μου έδιναν οι ελαφρόμυαλες έβγαλαν πόδια, οι καταραμένοι νεκροί έστειλαν τους βουρκόλακες για να με πάρουν μαζί τους στον άλλο κόσμο. Ξεφωνίζουν κορακίστικα καλέσματα στον εωσφόρο αφέντη τους, «Τρίκι τριτ, τρίκι τριτ, τρίκι τριτ» αλαλάζουν ξανά και ξανά, περιμένουν το Σατανά να φανεί καβάλα στη μαύρη κατσίκα του για να με πάρει μαζί του. Έννοια σου όμως, δεν με ξέρουν καλά, αν αυτοί είναι διαόλοι, εγώ είμαι διαόλου κάλτσα. Μόλις ρίξουνε την πόρτα με τα «τρίκι τριτ» τους θα χυμήξω στο εικονοστάσι να πάρω το μπουκαλάκι με αγιασμό που φυλάω, να το πετάξω του Οξαποδώ να γίνει σκόνη.

Μόνο να εξαφανιστούν πριν γυρίσει ο Ανέστης και τον βρούνε απέξω. Τέτοιος αγαθιάρης που είναι, ούτε θα καταλάβει για πότε θα του βουτήξουν το χέρι. Άπαξ και σου πιάσουνε την παλάμη σε στροβιλίζουνε σε έναν ατελείωτο χορό, μέρα, νύχτα, ώσπου να γίνεις κεράκι μισοσβησμένο από την αφαγιά. Σαν πέσεις χάμω να ψοφήσεις σε αρπάζουνε για τα καζάνια τους. «Να προσέχετε μην περάσετε από το χωράφι του Ασπρούλια ώσπου να ‘ρθει ο παπάς τα Φώτα να μας διαβάσει και εξαφανιστούνε οι καλικάντζαροι» έλεγε η μάνα μου και δεν πλησιάζαμε σε εκείνο το μέρος του χωριού. Έλα σου όμως τώρα, μήτε Δεκέμβρης είναι, μήτε Χριστούγεννα και να σου που έχουν ξεμυτήσει τόσοι καταραμένοι στους δρόμους και πλημμύρισε το Τσικάγκο στοιχειά και φαντάσματα να ουρλιάζουν «Τρίκι τριτ, τρίκι τριτ». Εγώ το ‘λεγα ότι είμαστε ήδη στην Κόλαση και δεν το ξέρουμε. Τόσο θεόρατα κτήρια, ποτάμια μαύρα πετρωμένα πάνω στο χώμα καίνε τα ποδάρια σου σαν τα πατάς, πουθενά μια σκιά από ένα πλατάνι, κάποιο ρυάκι να ρέει στις ρίζες του και να σιγοτραγουδά τα μυστικά του. Ας όψεται ο Ανέστης. Φαγώθηκε να ‘ρθει να κάμει παράδες στο Αμέρικα. Σκατά στο κεφάλι του. Ρίζωσε μπροστά από τη λάντζα, νερούλιασαν και ξεφλούδισαν τα χέρια του να τρίβει πιατικά.

Όλο και πιο δυνατά χτυπάνε τώρα την πόρτα οι καλικάντζαροι, κοντεύουν να την γκρεμίσουν. Ταρακουνάνε συθέμελα την παράγκα, πέφτουν πάνω της μανιασμένος βοριάς, σαν εκείνο που θέριευε τα κύματα σαν ταξιδεύαμε. Έλεγα θα αφήσω το κουφάρι μου στη μέση της θαλάσσης. Άραγε τι ψάρια να ‘χει εκείνη η ατέλειωτη θάλασσα; Αν βούλιαζα ως τον πάτο αχινοί θα τρυπούσαν τα πλευρά μου, σαργοί θα τσιμπάγανε τα μάτια μου, σαν τα σκουλήκια, πάντα από τα μάτια ξεκινάνε, τι πιο άχρηστο στον πεθαμένο. Αφού γλίτωσα από εκείνη τη φουρτούνα, δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια να με πιάσουν τα στοιχειά. Αν τυχόν φωνάξω λες να με ακούσουν οι γείτονες; Αλλά σάμπως είναι κι αυτοί της προκοπής; Όλοι τους ημίτρελοι, μιλάνε κορακίστικα και γιόμισαν τις αυλές τους κολοκύθες λες και θα περάσει ο έμπορος να κάνει παζάρια να τις αγοράσει. Άι Αντρέα μου μεγαλοδύναμε, κάνε να σκορπίσουν τα διαόλια και θα φάω όλο το Τσικάγκο να βρω εκκλησιά δικιά μας να σ ’ανάψω λαμπάδα ίσα με το μπόι του Ανέστη κι ούτε ξεματιάσματα ούτε γητειές θα ξαναπιάσω στο στόμα μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: