Δεκαεπτά «Ποιήματα του καιρού»

Δεκαεπτά «Ποιήματα του καιρού»



Κά­ποια ακό­μα ποι­ή­μα­τα του και­ρού, πρω­το­χρο­νιά­τι­κα αυ­τή τη φο­ρά. Πολ­λοί εί­ναι οι άν­θρω­ποι που θα τα βρουν - κά­ποια τους έστω - ανε­πί­και­ρα ή πα­ρά­και­ρα. Πα­ρά­ξε­νο, αφού όλα μες από τον και­ρό προ­κύ­πτουν. Και τον κα­λό και τον κα­κό. Σκέ­φτο­μαι μή­πως θα έπρε­πε να τα ονο­μά­ζω και­ρι­κά.





Αλ­λα­γή

Ήταν νω­πός ο χω­ρι­σμός,
και οι δρό­μοι τους χω­ρί­σαν.
«Δεν με χω­ρά­ει το χω­ριό»
σκε­φτό­τα­νε ο χω­ρι­κός,
κι έφυ­γε για τη χώ­ρα.
Μό­νος και χώ­ρια από αυ­τήν,
και στα πε­ρί­χω­ρα όπου ζει·
νιώ­θει πο­λύ χω­ριά­της.

Ξα­νά

Νάρ­κω­ση ήθε­λε ο Νάρ­κισ­σος,
κι εί­χε ναρ­κο­θε­τή­σει κά­θε δρό­μο.
Μό­νος και πά­λι λοι­πόν στον κα­θρέ­φτη.
Δεν ήθε­λε ναρ­κω­τι­κά.




Με­τα­κι­νή­σεις

Βα­ριό­ταν εκεί, πνι­γό­ταν, πλά­ντα­ζε.
Kί­νη­σε να φύ­γει, να πά­ει μα­κριά.
Πή­γε στο κί­τρι­νο, θα­μπώ­θη­κε.
Πή­γε στο πρά­σι­νο, χα­λά­ρω­σε.
Πή­γε στο μπλε, σκιά­χτη­κε.
Πή­γε στο κόκ­κι­νο, τα­ρά­χτη­κε.
Κοί­τα­ξε ήρε­μα πα­ρα­δί­πλα.
Kι ένιω­σε ξαφ­νι­κά να λα­χτα­ρά
το άχρω­μο και το δια­φα­νές.


Τα­χύ­τη­τα

Γρή­γο­ρα αν­θί­ζει η αγά­πη,
αρ­γά αν­θί­ζει το μί­σος.
Το άν­θος του διαρ­κεί
πο­λύ συ­χνά πιο πο­λύ.

;

Με ρω­τη­σε τι σκέ­φτο­μαι,
και μ’ έβα­λε σε σκέ­ψεις.

!

Όσοι εί­ναι αρι­στε­ρά κοι­τά­νε
συ­νή­θως πο­λύ δε­ξιό­τε­ρα,
όσοι εί­ναι δε­ξιά κοι­τά­νε
συ­νή­θως πο­λύ αρι­στε­ρό­τε­ρα.
Απο­ζη­τούν όλοι θέα και χώ­ρο.

Από­ψεις

Κά­ποιοι το βλέ­πα­νε μι­σο­ά­δειο,
και κά­ποιοι, λι­γό­τε­ροι, μι­σο­γε­μά­το·
κι εκεί­νος τό­τε το άρ­πα­ξε
και το ‘πιε μο­νο­ρού­φι.
Δύ­σκο­λα κρύ­βε­ται η δί­ψα.

Σύμ­βο­λα

Πα­ντα­χού πα­ρό­ντα
τα αντι­πα­θή πε­τού­με­να,
τα σύμ­βο­λα της ει­ρή­νης,
μα­γα­ρί­ζουν την πό­λη·
δρό­μους, τα­ρά­τσες, μπαλ­κό­νια.
Αί­μα­τα στον πε­ζό­δρο­μο:
Σύμ­βο­λο πε­λα­γί­σιας ελευ­θε­ρί­ας
ο λευ­κός γλά­ρος κα­τα­σπα­ρά­ζει
το άλα­λο λευ­κό πε­ρι­στέ­ρι.
Πει­νού­σε ο γλά­ρος.
Τι να φά­ει στην πό­λη;
Σι­χαι­νό­ταν τα σκου­πί­δια,
του ΄χα­νε τά­ξει γλα­ρό­σου­πα.




«Ra», της Sabine Marcelis
«Ra», της Sabine Marcelis
Aπό τις σκέψεις του κ. Ελιέζερ (σχετικές με πολλούς ανθρώπους)



    34

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που θέ­λουν πο­λύ να έχουν δί­κιο· το θέ­λουν πε­ρισ­σό­τε­ρο και από το να έχουν αυ­τά που θέ­λουν. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί εί­ναι ακρι­βώς αυ­τοί που έχουν πο­λύ λί­γα από όλα αυ­τά που θέ­λουν.

        35

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που πι­στεύ­ουν πως υπάρ­χει λύ­ση για όλα. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί συ­νή­θως δεν πι­στεύ­ουν πια πως μπο­ρεί να εί­ναι η δι­κή τους.

        36

Πολ­λοί εί­ναι οι άν­θρω­ποι που νιώ­θουν πως έχουν αρ­χή και τέ­λος. Πα­ρά­ξε­νο, και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα έχουν αρ­χή και τέ­λος, αλ­λά πολ­λοί άν­θρω­ποι δεν το νιώ­θουν.

        37

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που μπρο­στά σε ένα δί­λημ­μα ρω­τά­νε τη γνώ­μη άλ­λου. Πα­ρά­ξε­νο, αλ­λά το δί­λημ­μα δεν γί­νε­ται πά­ντα τρί­λημ­μα, όπως θα ήλ­πι­ζαν.

        38

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που εί­ναι άνερ­γοι· έχουν, λέ­ει, πο­λύ ελεύ­θε­ρο χρό­νο. Πα­ρά­ξε­νο το πό­σο εύ­κο­λα πεί­στη­καν πως ο χρό­νoς εί­ναι χρή­μα.

        39

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που παύ­ουν να πι­στεύ­ουν στο Θεό. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί εί­ναι πολ­λοί και αυ­τοί που αρ­χί­ζουν να πι­στεύ­ουν στα θαύ­μα­τα.

        40

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που θε­ω­ρούν τους ηλι­κιω­μέ­νους χα­σο­μέ­ρη­δες. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί δεν χα­νουν δα και πο­λύ χρό­νο πη­γαί­νο­ντας σε κη­δεί­ες.

        41

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που εί­ναι έτοι­μοι να βά­λουν κρα­σί στο νε­ρό τους. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί οι φή­μες ανα­φέ­ρο­νται, υπέρ ή κα­τά, του αντι­θέ­του.

        42

Εί­ναι πολ­λοί οι άν­θρω­ποι που πα­ρα­μέ­νουν ανεκ­δή­λω­τοι. Πα­ρά­ξε­νο, για­τί οι κοι­νω­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις πλη­θαί­νουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: