Το βουβό τραγούδι

Ραψωδός, σχέδιο του Tζον Φλάξμαν
Ραψωδός, σχέδιο του Tζον Φλάξμαν



Στον Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη


Μια φο­ρά κι έναν και­ρό, λέ­νε πως ζού­σε ένας όμορ­φος νέ­ος, που έπαι­ζε κι­θά­ρα και τρα­γου­δού­σε αυ­το­σχέ­δια ποι­ή­μα­τα. Ο νέ­ος αυ­τός ―ας τον πού­με Ομέρ― εί­χε ορ­φα­νέ­ψει και πε­ρι­πλα­νιό­ταν στα χω­ριά και στις πό­λεις χω­ρίς σκο­πό.
Ήταν πά­ντα χα­ρού­με­νος και λα­λί­στα­τος, και εί­χε την άνε­ση αυ­τά που αι­σθα­νό­ταν να τα κά­νει ποι­ή­μα­τα και με αυ­τές τις γλυ­κιές με­λω­δί­ες να μα­γεύ­ει τα πλή­θη.
Μια μέ­ρα βα­δί­ζο­ντας βρέ­θη­κε σε ένα δά­σος και κου­ρα­σμέ­νος κά­θι­σε στη σκιά μιας αιω­νό­βιας βε­λα­νι­διάς για να ξε­κου­ρα­στεί. Απο­κοι­μή­θη­κε και εί­δε στο όνει­ρό του πως ήταν δε­μέ­νος χει­ρο­πό­δα­ρα. Τρο­μαγ­μέ­νος δο­κί­μα­σε να φω­νά­ξει βο­ή­θεια μα του εί­χαν κλεί­σει και το στό­μα. Άκου­σε τό­τε το σφύ­ριγ­μα του ανέ­μου να του λέ­ει:

«Ομέρ πώς να ξε­φύ­γεις από κά­τι που δεν σε κυ­νη­γά; Αυ­τό που σε έδε­σε και σε φί­μω­σε εί­ναι το πιο πο­θη­τό από όλα. Πά­ρε το μο­νο­πά­τι της σιω­πής για να βρεις τη λύ­τρω­ση».

Ξύ­πνη­σε τρο­μαγ­μέ­νος κι όπως πε­ρι­φε­ρό­ταν από το ένα μέ­ρος στο άλ­λο έφτα­σε σε μια με­γά­λη πό­λη. Στην αγο­ρά συ­να­ντή­θη­κε τυ­χαία με τη βα­σι­λο­πού­λα. Αμέ­σως την ερω­τεύ­τη­κε. Για να την εντυ­πω­σιά­σει και να την κα­τα­κτή­σει της απήγ­γει­λε ένα όμορ­φο ποί­η­μα. Την άλ­λη μέ­ρα βρέ­θη­καν στο ίδιο μέ­ρος και πά­λι ο Ομέρ της τρα­γού­δη­σε ένα ποί­η­μα που υμνού­σε την ομορ­φιά της. Ο έρω­τάς του βρή­κε αντα­πό­κρι­ση!
Αυ­τό εξόρ­γι­σε τον πρί­γκι­πα Μάρ­σιο για­τί κι αυ­τός αγα­πού­σε τη βα­σι­λο­πού­λα. Ο Μάρ­σιος εί­χε πρό­σω­πο πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο επει­δή έπαι­ζε συ­νε­χώς αυ­λό. Γι’ αυ­τό και δεν συ­νέ­θε­τε ποι­ή­μα­τα, επει­δή δεν μπο­ρού­σε να παί­ζει τον αυ­λό και ταυ­τό­χρο­να να απαγ­γέ­λει στί­χους. Οι μου­σι­κές του όμως ήταν εμπνευ­σμέ­νες και ξε­σή­κω­ναν τους ακρο­α­τές εφό­σον ξε­πη­δού­σαν από Συ­μπα­ντι­κές Κοί­τες.
Ο ζη­λιά­ρης πρί­γκι­πας δεν μπο­ρού­σε να δε­χθεί την απόρ­ρι­ψη, δεν μπο­ρού­σε να ζή­σει με την ιδέα πως η βα­σι­λο­πού­λα έδω­σε την καρ­διά της σε άλ­λον. Σκέ­φτη­κε να εκ­δι­κη­θεί τον Ομέρ, γι’ αυ­τό μά­ζε­ψε τους φί­λους του, του έστη­σαν ενέ­δρα και του έκο­ψαν τη γλώσ­σα.
Πλέ­ον ο Ομέρ δεν μπο­ρού­σε να τρα­γου­δά ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα στην αγα­πη­μέ­νη του. Τα σκά­ρω­νε στο κε­φά­λι του αλ­λά δεν μπο­ρού­σε να τα απαγ­γεί­λει. Το δί­πο­λο εκ­φω­νη­τής - ακρο­α­τής ακρω­τη­ριά­στη­κε! Όλα υπήρ­χαν στο νου και στην καρ­διά του, αλ­λά δεν εύ­ρι­σκαν τρό­πο να γί­νουν ήχοι και λέ­ξεις.
Οι ει­κό­νες, με το φεγ­γά­ρι και τ’ άστρα, με τα πο­τά­μια, τα δέ­ντρα, τα ελά­φια, τα βου­νά, τα αγριο­λού­λου­δα, το θρόι­σμα του ανέ­μου, δεν με­του­σιώ­νο­νταν σε ερω­τι­κά σύμ­βο­λα. Δεν μπο­ρού­σε να βγά­λει έξω αυ­τά που εί­χε εντός του. Όπο­τε συ­να­ντού­σε την αγα­πη­μέ­νη του αυ­τή έστρε­φε το πρό­σω­πό της αλ­λού.
Δυ­στυ­χι­σμέ­νος ο Ομέρ απο­σύρ­θη­κε σε μια σπη­λιά όπου, όπως λέ­νε, έζη­σε πολ­λούς αιώ­νες από­λυ­της σιω­πής και μο­να­ξιάς. Στο­χα­ζό­με­νος και κα­θώς ο έρω­τας τού έτρω­γε τα σω­θι­κά, ανα­ζη­τού­σε μια βο­ή­θεια για να μπο­ρέ­σει να ξε­φύ­γει από το πνι­γη­ρό αδιέ­ξο­δο.

Ώσπου του ήρ­θε η ιδέα να ζη­τή­σει την συν­δρο­μή των σκο­τει­νών δυ­νά­με­ων του Σύ­μπα­ντος! Μα αυ­τές, αντί να του ξα­να­δώ­σουν τη φω­νή, του έδω­σαν ένα άλ­λο χά­ρι­σμα.
Ο Ομέρ έπια­σε με μια αιχ­μη­ρή πέ­τρα και άρ­χι­σε να χα­ράσ­σει πά­νω σε ένα λείο τμή­μα του βρά­χου διά­φο­ρα σχή­μα­τα. Κι ύστε­ρα ζω­γρά­φι­σε, λί­μνες, βου­νά, ερω­τευ­μέ­νους νέ­ους, αν­θρώ­πους να κυ­νη­γούν ζώα. Ζω­γρά­φι­σε όμως και κά­ποια άλ­λα, θυ­μο­φθό­ρα και σκο­τει­νά σύμ­βο­λα.

Ήταν ο πρώ­τος άν­θρω­πος που ανα­κά­λυ­ψε τη γρα­φή και τα απα­ραί­τη­τα σκα­ρι­φή­μα­τα.

Μέ­χρι τό­τε στους αν­θρώ­πους αρ­κού­σαν το εγώ και το αυ­τοί, το πει­νάω και το τρέ­χω, το ηδο­νί­ζο­μαι και το δι­ψάω, το φο­βά­μαι, το νυ­στά­ζω και με­ρι­κά ακό­μη ηχη­τι­κά τε­χνά­σμα­τα για να κυ­λούν όλα ήρε­μα και στρω­τά. Μό­λις όμως ο άτυ­χος Ομέρ με την ακο­νι­σμέ­νη πέ­τρα του μπό­ρε­σε να σχε­διά­σει πά­νω στο βρά­χο την πρώ­τη επά­ρα­τη λέ­ξη, ο κό­σμος άλ­λα­ξε! Από­το­μα οι άν­θρω­ποι φορ­τώ­θη­καν με άπει­ρους στο­χα­σμούς κι ένα δυ­σβά­στα­κτο άχθος.
Ο Ομέρ βγή­κε από τη σπη­λιά, επέ­στρε­ψε ξα­νά κο­ντά στους αν­θρώ­πους, ανα­ζή­τη­σε τη βα­σι­λο­πού­λα μα δεν τη βρή­κε. Λυ­πη­μέ­νος τό­τε προ­σπά­θη­σε να δι­δά­ξει στους αν­θρώ­πους γρα­φή και ανά­γνω­ση.

Οι άν­θρω­ποι όμως δεν έδι­ναν με­γά­λη ση­μα­σία στον άλα­λο ποι­η­τή. Ο Ομέρ απελ­πι­σμέ­νος πή­ρε την κι­θά­ρα του και στα συ­μπό­σια των Αρ­χό­ντων, για αιώ­νες, τρα­γου­δού­σε ένα βου­βό τρα­γού­δι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: