Στον Αχιλλέα Κυριακίδη
Μια φορά κι έναν καιρό, λένε πως ζούσε ένας όμορφος νέος, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε αυτοσχέδια ποιήματα. Ο νέος αυτός ―ας τον πούμε Ομέρ― είχε ορφανέψει και περιπλανιόταν στα χωριά και στις πόλεις χωρίς σκοπό.
Ήταν πάντα χαρούμενος και λαλίστατος, και είχε την άνεση αυτά που αισθανόταν να τα κάνει ποιήματα και με αυτές τις γλυκιές μελωδίες να μαγεύει τα πλήθη.
Μια μέρα βαδίζοντας βρέθηκε σε ένα δάσος και κουρασμένος κάθισε στη σκιά μιας αιωνόβιας βελανιδιάς για να ξεκουραστεί. Αποκοιμήθηκε και είδε στο όνειρό του πως ήταν δεμένος χειροπόδαρα. Τρομαγμένος δοκίμασε να φωνάξει βοήθεια μα του είχαν κλείσει και το στόμα. Άκουσε τότε το σφύριγμα του ανέμου να του λέει:
«Ομέρ πώς να ξεφύγεις από κάτι που δεν σε κυνηγά; Αυτό που σε έδεσε και σε φίμωσε είναι το πιο ποθητό από όλα. Πάρε το μονοπάτι της σιωπής για να βρεις τη λύτρωση».
Ξύπνησε τρομαγμένος κι όπως περιφερόταν από το ένα μέρος στο άλλο έφτασε σε μια μεγάλη πόλη. Στην αγορά συναντήθηκε τυχαία με τη βασιλοπούλα. Αμέσως την ερωτεύτηκε. Για να την εντυπωσιάσει και να την κατακτήσει της απήγγειλε ένα όμορφο ποίημα. Την άλλη μέρα βρέθηκαν στο ίδιο μέρος και πάλι ο Ομέρ της τραγούδησε ένα ποίημα που υμνούσε την ομορφιά της. Ο έρωτάς του βρήκε ανταπόκριση!
Αυτό εξόργισε τον πρίγκιπα Μάρσιο γιατί κι αυτός αγαπούσε τη βασιλοπούλα. Ο Μάρσιος είχε πρόσωπο παραμορφωμένο επειδή έπαιζε συνεχώς αυλό. Γι’ αυτό και δεν συνέθετε ποιήματα, επειδή δεν μπορούσε να παίζει τον αυλό και ταυτόχρονα να απαγγέλει στίχους. Οι μουσικές του όμως ήταν εμπνευσμένες και ξεσήκωναν τους ακροατές εφόσον ξεπηδούσαν από Συμπαντικές Κοίτες.
Ο ζηλιάρης πρίγκιπας δεν μπορούσε να δεχθεί την απόρριψη, δεν μπορούσε να ζήσει με την ιδέα πως η βασιλοπούλα έδωσε την καρδιά της σε άλλον. Σκέφτηκε να εκδικηθεί τον Ομέρ, γι’ αυτό μάζεψε τους φίλους του, του έστησαν ενέδρα και του έκοψαν τη γλώσσα.
Πλέον ο Ομέρ δεν μπορούσε να τραγουδά ερωτικά ποιήματα στην αγαπημένη του. Τα σκάρωνε στο κεφάλι του αλλά δεν μπορούσε να τα απαγγείλει. Το δίπολο εκφωνητής - ακροατής ακρωτηριάστηκε! Όλα υπήρχαν στο νου και στην καρδιά του, αλλά δεν εύρισκαν τρόπο να γίνουν ήχοι και λέξεις.
Οι εικόνες, με το φεγγάρι και τ’ άστρα, με τα ποτάμια, τα δέντρα, τα ελάφια, τα βουνά, τα αγριολούλουδα, το θρόισμα του ανέμου, δεν μετουσιώνονταν σε ερωτικά σύμβολα. Δεν μπορούσε να βγάλει έξω αυτά που είχε εντός του. Όποτε συναντούσε την αγαπημένη του αυτή έστρεφε το πρόσωπό της αλλού.
Δυστυχισμένος ο Ομέρ αποσύρθηκε σε μια σπηλιά όπου, όπως λένε, έζησε πολλούς αιώνες απόλυτης σιωπής και μοναξιάς. Στοχαζόμενος και καθώς ο έρωτας τού έτρωγε τα σωθικά, αναζητούσε μια βοήθεια για να μπορέσει να ξεφύγει από το πνιγηρό αδιέξοδο.
Ώσπου του ήρθε η ιδέα να ζητήσει την συνδρομή των σκοτεινών δυνάμεων του Σύμπαντος! Μα αυτές, αντί να του ξαναδώσουν τη φωνή, του έδωσαν ένα άλλο χάρισμα.
Ο Ομέρ έπιασε με μια αιχμηρή πέτρα και άρχισε να χαράσσει πάνω σε ένα λείο τμήμα του βράχου διάφορα σχήματα. Κι ύστερα ζωγράφισε, λίμνες, βουνά, ερωτευμένους νέους, ανθρώπους να κυνηγούν ζώα. Ζωγράφισε όμως και κάποια άλλα, θυμοφθόρα και σκοτεινά σύμβολα.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ανακάλυψε τη γραφή και τα απαραίτητα σκαριφήματα.
Μέχρι τότε στους ανθρώπους αρκούσαν το εγώ και το αυτοί, το πεινάω και το τρέχω, το ηδονίζομαι και το διψάω, το φοβάμαι, το νυστάζω και μερικά ακόμη ηχητικά τεχνάσματα για να κυλούν όλα ήρεμα και στρωτά. Μόλις όμως ο άτυχος Ομέρ με την ακονισμένη πέτρα του μπόρεσε να σχεδιάσει πάνω στο βράχο την πρώτη επάρατη λέξη, ο κόσμος άλλαξε! Απότομα οι άνθρωποι φορτώθηκαν με άπειρους στοχασμούς κι ένα δυσβάστακτο άχθος.
Ο Ομέρ βγήκε από τη σπηλιά, επέστρεψε ξανά κοντά στους ανθρώπους, αναζήτησε τη βασιλοπούλα μα δεν τη βρήκε. Λυπημένος τότε προσπάθησε να διδάξει στους ανθρώπους γραφή και ανάγνωση.
Οι άνθρωποι όμως δεν έδιναν μεγάλη σημασία στον άλαλο ποιητή. Ο Ομέρ απελπισμένος πήρε την κιθάρα του και στα συμπόσια των Αρχόντων, για αιώνες, τραγουδούσε ένα βουβό τραγούδι.