Το κλειδί


Πού είναι το αναθεματισμένο; Έψαχνε με σπασμωδικές κινήσεις το κλειδί του αυτοκινήτου σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο: στην ―τρόπος του λέγειν― κλειδοθήκη, μια πανάκριβη και ντιζαϊνάτη φρουτιέρα, ιταλικής προέλευσης, δώρο γάμου, που δεν βρήκε τη θέση για την οποία προοριζόταν. Όπως κι ο φίλος που την έφερε.

Μα πού κρύφτηκε; Αναρωτήθηκε φωναχτά, αν και ήταν μόνη της, για να σκεπάσει το ξεστράτισμα της σκέψης της από την κλειδοθήκη - φρουτιέρα - φίλο. Κοκκίνησε ελαφρά. Αντί να συγκεντρώνεται στο ψάξιμο αφηνόταν σε άκαιρους συνειρμούς επί συνειρμών. Κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Περασμένη. Σε λίγο θα χτύπαγε το κουδούνι. Πώς θα πάει τα παιδιά στο σχολείο, αν δεν βρει το κλειδί; Για λεωφορείο ούτε λόγος, έτσι μακριά που ήταν η στάση, άσε που πια θα είχε περάσει. Δευτέρα δημοτικού το ένα, νηπιαγωγείο το άλλο. Και καλά ο μικρότερος, μπορεί και να αργήσει, βολεύεται το πράγμα, ο μεγαλύτερος όμως;

Ο μεγαλύτερος. Προς στιγμήν έπαψε να ανασκαλεύει ―για δεύτερη τουλάχιστον φορά― την τσάντα της. Την αναποδογύρισε με μια απότομη κίνηση αδειάζοντας το περιεχόμενό της στο τραπέζι της κουζίνας. Ο ήχος από τον σωρό που ξεχύθηκε, κέρματα, χαρτομάντηλα, χαρτάκια με σημειώσεις, λίστες με παιδικά βιβλία, η κάρτα του παιδιάτρου, ταμπόν, δαχτυλίδια, αναπτήρες, αποδείξεις από ψώνια, στυλό, γυαλιά ηλίου, ένα παιδικό μπλουζάκι, αυτός ο σωρός της καθημερινότητάς της που κανονικά θα ακουγόταν στα αυτιά της σαν καθησυχαστική μελωδία, τώρα, δεν ακούστηκε καν. Τίποτα, κανένας ήχος, μόνο βουβό πλάκωμα στο στήθος: Ο μεγαλύτερος; Ποιος είναι ο μεγαλύτερος; Είχε όνομα, ακόμα κι αν δεν τολμούσε να το προφέρει, ακόμα κι αν έμεινε αβάφτιστος.

Χαρχάλεψε αφηρημένα τα μικροαντικείμενα πάνω στο τραπέζι. Το κλειδί δεν ήταν ανάμεσά τους. Γύρισε ανόρεχτα τις τσέπες του παντελονιού της το μέσα έξω, μη τυχόν είχε σκαλώσει εκεί. Άρχισε όσο πιο αργά μπορούσε να τακτοποιεί την «καθημερινότητά» της πίσω στην τσάντα της, διαλέγοντας ένα-ένα τα μικροαντικείμενα με προσοχή. Ήξερε ότι ήταν ένας τρόπος κι αυτός να ξεφύγει από την βαριά στενοχώρια που την παρέλυε. Γιατί πλέον σημασία είχε μόνο η παράταση αυτής της σχεδόν άχρονης κανονικότητας, αυτής της ψευδαίσθησης πως όλα βαίνουν καλώς επαναλαμβανόμενα, και έτσι θα βαίνουν στο διηνεκές του χρόνου. Όλα, χωρίς άλλη τραγωδία.

Τα παιδιά ακούγονταν να παίζουν στον κήπο. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι η ώρα είχε περάσει και το σχολείο είχε ξεκινήσει. Αν τα άφηνε, θα συνέχιζαν να παίζουν μέχρι το βράδυ. Ούτε κι αυτά είχαν αίσθηση του χρόνου. Προστατευμένα εξαιτίας της παιδικής τους ηλικίας. Η ίδια όμως δεν ήταν παιδί. Παρά το τέχνασμά της, αυτή τη φορά το πλάκωμα στο στήθος της, όχι μόνο δεν απαλύνθηκε, αλλά εντάθηκε. Ο χρόνος υπήρχε. Οκτώ ετών. Τόσο θα ήταν, αν ζούσε, ο μεγαλύτερος.

Άρχισε να ψάχνει σαν τρελή για το κλειδί. Βγήκε έξω, να δει μήπως το είχε ξεχάσει στη μίζα του αυτοκινήτου. Μπήκε μέσα και ψαχούλεψε τα κενά σε όλα τα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, μπας κι ήταν ακουμπισμένο εκεί. Πουθενά. Τέλος έβγαλε ένα-ένα τα ρούχα από την ντουλάπα της χώνοντας τα χέρια στις τσέπες τους. Έψαχνε ακόμα και ρούχα δεκαπενταετίας ή ―αυτά ιδίως― από τον καιρό της εγκυμοσύνης, της πρώτης εγκυμοσύνης, παρόλο που δεν υπήρχε περίπτωση να τα είχε φορέσει, όχι μόνο το προηγούμενο βράδυ, αλλά ούτε την τελευταία οκταετία. Ψαχούλευε για ώρα με τρυφερότητα το αγαπημένο της τότε φαρδύ παντελόνι, λουλουδάτο καφέ με λάστιχο στη μέση. Αφέθηκε ξέπνοη να πέσει στην καρέκλα δίπλα της. Τρελή δεν ήταν, σίγουρα όχι. Το πάγωμα του χρόνου με τη βοήθεια μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας που είχε να κάνει με τα δυο ζώντα παιδιά της ―πρωινό, σχολείο, σπίτι, φαγητό, παιχνίδι, φαγητό, παραμύθι, ύπνος― ήταν αποδοτικό τέχνασμα για να ανακόψει την επέλαση του πένθους.

Έως εκείνη τη στιγμή, που έντρομη ανακάλυπτε πως αυτή η τεχνητή κατάλυση του χρόνου είχε επεκταθεί: έψαχνε τα καταραμένο το κλειδί σε ρούχα που δεν είχε φορέσει τουλάχιστον τα τελευταία οκτώ χρόνια. Το «χθες» δεν ήταν μόνο το προηγούμενο βράδυ, ήταν ταυτόχρονα το χθες εκείνο που το πρώτο της παιδί ήταν ακόμα μαζί της. Τι πιο απλό για να διαγραφεί ο πόνος και να μπορεί να ανασαίνει χωρίς να το χάνει στ’ αλήθεια από την αδιανόητη απώλεια; Όχι, σίγουρα τρελή δεν ήταν που αναζητούσε το κλειδί στα ρούχα που φορούσε τότε. Απατεώνισσα με φτηνά ταχυδακτυλουργικά, ναι. Τρελή, όχι. Συνέχισε ατάραχη το ψάξιμο στα βάθη της ντουλάπας. Με απτόητη την ελπίδα ότι εκεί θα βρει το κλειδί. Δεν το βρήκε.

― Μαμά, δεν θα πάμε σχολείο;

Ακόμα και τα παιδιά της είχαν καλύτερη αντίληψη του χρόνου από την ίδια. Ξανάρχισε το ψάξιμο. Πού; Πού είναι; Οι κινήσεις της έγιναν νευρικές. Στο μπουφάν της δεν ήταν. Τρίτη φορά που έχωνε τα χέρια της στις τσέπες του και ψηλαφούσε για τυχόν κάποια τρύπα στη φόδρα τους. Στις τσέπες του παντελονιού της; Μα πόσες φορές να τις ξαναψάξει; Ήταν κι εφαρμοστό. Δεν θα φαινόταν; Βαριανάσαινε πια από τον εκνευρισμό της. Εδώ και τρία τέταρτα το αναζητούσε χωρίς αποτέλεσμα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Ελπίδα να ξαναβρεί το χαμένο κλειδί.

Στεκόταν αποκαρδιωμένη με τα χέρια της να κρέμονται άνευρα, όταν το ένιωσε. Μια ανεπαίσθητη κίνηση; Ένας απροσδιόριστος ήχος; Δεν ήξερε να πει. Στράφηκε ολόγυρα της. Δεν είδε τίποτα. Κι όμως κάτι αντιλαμβανόταν. Κάτι ανεξήγητα όμορφο, κι ας μην μπορούσε να το δει ούτε να το κατανοήσει. Σαν πειρακτικό γέλιο μικρού παιδιού που κρύβεται από τη μάνα του για να την τρομάξει, και κρύβεται τόσο καλά που αυτή πράγματι τρομάζει, ώσπου αποφασίζει στο τέλος να της φανερωθεί. Και η μητέρα του ανακουφισμένη, ξεχνάει εντελώς τον φόβο της. Ή σαν την αίσθηση που δίνει ένα πιτσιρίκι όταν κρύβει ένα αντικείμενο, για να κρυφογελάσει με τους γονείς του που μάταια το αναζητούν, επειδή μόνο εκείνο ξέρει πού είναι κρυμμένο. Ώσπου το φανερώνει, και γελάνε όλοι μαζί. Την κατέκλυσε αγαλλίαση εξίσου ακατανόητη, αλλά υπαρκτή, απτή, σχεδόν συμπαγής, τέτοια που είχε να νιώσει εδώ και οκτώ χρόνια. Έχωσε για άλλη μια φορά τα χέρια στις τσέπες του εφαρμοστού της τζιν. Το κλειδί ήταν εκεί.

Δεν ξαναχάθηκε, ούτε ο χρόνος κόλλησε έκτοτε. Ξανάρχισε αισίως να κυλά, όπως κυλάει πάντα για όλους: τικ - τακ, σαν ωρολογιακή βόμβα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: