Το αγόρι



Άνοιξε τα μάτια και βρισκόταν σε μια άγνωστη κάμαρα, ξαπλωμένος σ’ ένα ράντζο.
Υπήρχε ένα κομοδίνο, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, ένα λαβομάνο, ένας κουβάς. Μια σόμπα. Πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο φαΐ, δίπλα μια φέτα ψωμί, ένα πιρούνι, ένα ποτήρι, μια γεμάτη καράφα. Στον τοίχο ένα καρφί, με τη νιτσεράδα του κρεμασμένη αποκεί, να στάζει ακόμα: στο πάτωμα αποκάτω υπήρχε μια λιμνούλα. Ήταν ανυπόδητος. Τα παπούτσια του ήταν αφημένα ταχτικά σε μια γωνιά. Το τζάμι ήταν βρόμικο, γκρίζο φως έμπαινε από το δρόμο έξω, σερνόταν χάμω, στους τοίχους, και λίγο λίγο ξεθώριαζε κι άλλο. Σκοτάδι έκρυβε ό,τι μπορεί να υπήρχε στις γωνιές της κάμαρας. Πρωτύτερα στεκόταν στη γωνία Ανεξαρτησίας και Ζωσιμάδων, στο Γυαλί Καφενέ, μες στη βροχή. Στο περίπτερο κρεμόταν ο Ηπειρωτικός Αγών, το φύλλο της 21ης Απριλίου 1967﮲  οι αθηναϊκές εφημερίδες δεν είχαν έρθει εκείνη τη μέρα… Είχε μόλις πάρει μια φραντζόλα ψωμί, ζεστή απ’ το φούρνο﮲ πεινούσε, κι είχε σταθεί κάτω από μια μαρκίζα για να κόψει την άκρη. Η ψίχα άχνιζε ευωδιαστή. Η κόρα ήτανε τραγανή. Η δυνατή βροχή είχε δυναμώσει κι άλλο. Είπε να περιμένει κάτω από τη μαρκίζα ώσπου να έκοβε λιγάκι. Περαστικοί πέρναγαν σκυφτοί, θολοί μέσα στην μπόρα. Χείμαρροι κυλούσαν στα ρείθρα παρασέρνοντας σκουπίδια και φύλλα. Ήταν σκυφτός κι αυτός κι ας μη βρεχόταν, λες κι ένιωθε παρ’ όλα αυτά το βάρος της βροχής στους ώμους του. Η ζεστή ψίχα σαν να ’λιωνε μες στο στόμα του. Κέρματα και τα κλειδιά του βάραιναν τη νιτσεράδα από τη δεξιά μεριά. Νερό είχε μπει μες στα παπούτσια του﮲ ήταν φαρδιά, κι οι μουλιασμένες κάλτσες έπλεαν μέσα τους. Τα μουσκεμένα του ρεβέρ κόλλαγαν στις λεπτές του γάμπες.

Κάποιος τον είχε ξεντύσει. Ή από μόνος του, ίσως;… Του ’χε βγάλει τη νιτσεράδα, την είχε κρεμάσει απ’ το καρφί. Τα παπούτσια, τις βρεμένες κάλτσες. Ήταν αφημένες πάνω στη σόμπα.

Κοίταξε τα δάχτυλα στα πόδια του. Δεν τ’ άρεσε να τα βλέπει. Ήταν όμορφα κάποτε, μα έπειτα, μετά που του έβγαλαν τα νύχια όταν τον βασάνισαν, είχαν ασχημύνει.

Τα κατέβασε στα σανίδια. Ήταν χτυπημένα εδώ κι εκεί, είχανε πετάξει σκίζες﮲ όταν σηκώθηκε αργά και πήγε ως τη νιτσεράδα, τις ένιωσε να μπήγονται στα γυμνά του πέλματα. Έβαλε το χέρι στη δεξιά τσέπη. Τα κέρματα ήταν μέσα, τα κλειδιά επίσης. Ήταν υγρά, το μέταλλό τους κρύο. Πήγε έπειτα στο τραπέζι, πήρε την καράφα, άνοιξε τη βρύση στο λαβομάνο κι άφησε για λίγο να τρέξει το νερό﮲ τη γέμισε ύστερα, έβαλε νερό στο ποτήρι κι ήπιε. Ήταν θολό, με λασπερή γεύση. Πήγε στο παράθυρο. Αποκάτω, άμαξες και περαστικοί πηγαινοέρχονταν στο βρεμένο δρόμο. Αντίκρυ ήταν μια ταμπέλα πάνω από μια βιτρίνα με ψωμιά και γλυκά:

Bäckerei Konditorei Schiller


Το αγόρι



Για λίγο στάθηκε στο τζάμι κοιτώντας την κίνηση, τα γυμνά χειμωνιάτικα δέντρα, τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο φουρνάρικο. Ύστερα πήγε ξανά στο τραπέζι, γέμισε πάλι το ποτήρι, το πήρε μαζί με την καρέκλα και κάθισε τώρα στο παράθυρο. Σκέφτηκε μήπως έβγαινε έξω, μα τα παπούτσια του είχαν ακόμα νερό μέσα και οι κάλτσες του ήταν μουλιασμένες. Ήταν απλωμένες πάνω στη σόμπα, όμως ήταν σβηστή. Είδε μια γυναίκα να στέκεται για λίγο σ’ ένα αντικρινό παράθυρο. Φαινόταν θολή μέσ’ από το δικό του βρόμικο τζάμι και πίσω απ’ το δικό της. Η όψη της ήταν μια χλωμή κηλίδα με δυο άλλες, μικρές και μαύρες, κει που ήταν τα μάτια της. Όταν σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα του, είδε πως ο ουρανός ήταν βαρύς. Σίγουρα θα ’βρεχε ξανά. Δεν του άρεσε όμως να κοιτάζει ψηλά, ή μπορεί απλώς να μην το ’χε συνηθίσει, έτσι χαμήλωσε πάλι τα μάτια απέναντι, στο παράθυρο που τώρα ήταν άδειο, και στο δρόμο κάτω έπειτα.

Καθόταν, και χτύπησαν την πόρτα τώρα. Όποιος είχε χτυπήσει, δεν τον περίμενε να σηκωθεί και να του ανοίξει. Άνοιξε αυτός και μπήκε. Ήταν ένας άντρας, λίγο μεγαλύτερός του. Κρατούσε μια κλειστή, βρεμένη μαύρη ομπρέλα. Την ακούμπησε πλάι στην πόρτα, και μια λιμνούλα απλώθηκε γύρω από τη μεταλλική της ακίδα. Η μια μπαλένα ήταν σπασμένη, εξείχε σαν εξαρθρωμένος αγκώνας, και το μαύρο ύφασμα εκεί είχε μια τρύπα.

«Καλημέρα, Ιωσήφ», του ’πε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Ήξερε το όνομά του κι ας του ήταν άγνωστος.

«Φέρ’ την καρέκλα κι έλα να κάτσουμε στο τραπέζι. Κάτσε από τη μεριά που ’ναι το πιάτο. Όσο μιλάμε να τρως. Εγώ είμαι φαγωμένος».

Είδε έπειτα ο άντρας τα ξυπόλητα πόδια του, τις μουσκεμένες κάλτσες πάνω στη σόμπα.

«Δε σκέφτηκα να φέρω ένα ζευγάρι κάλτσες», είπε. «Δεν πειράζει, ώσπου να τελειώσουμε… Κάτσε, κάτσε, μη διστάζεις. Θα πεινάς… Φάε, έχουμε ώρα».

Κάθισαν αντίκρυ, και στην αρχή ο επισκέπτης ήταν αμίλητος, περιμένοντάς τον να πιρουνιάσει μια μπουκιά και να τη μασήσει. Το φαΐ ήταν ανάλατο. Η σάλτσα ήταν νερό με δυο σταξιές όλες κι όλες λάδι. Βούτηξε μέσα λίγο ψωμί. Η ψίχα ήταν κρύα, βαριά και υγρή.

«Πού είμαι;» ρώτησε ύστερα.

«Στο Braunau am Inn, στη Saltzburger Vorstadt. Το πώς ήρθες εδώ δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω, αλλά μονάχα το γιατί. Είναι δύσκολο να καταλάβεις τη μηχανική του χρόνου… Ούτ’ εγώ την καταλαβαίνω, κι ας ξέρω το λόγο που ’σαι εδώ πέρα. Είμαι σαν… σαν ταχυδρόμος, ας πούμε, που πρέπει να παραδώσει ένα γράμμα χωρίς διεύθυνση αποστολέα, παρά μόνο με τη διεύθυνση του παραλήπτη πάνω στο φάκελο. Η δουλειά του δεν είναι ν’ αναρωτιέται ποιος το ’στειλε κι από πού, αλλά μονάχα να σιγουρευτεί πως το γράμμα θα φτάσει στον προορισμό του. Όμως, φάε, φάε… Δεν θες άλλο; Αν μου επιτρέπεις, τότε… Είμαι φαγωμένος, μου άνοιξε όμως η όρεξη, βλέποντάς σε να τρως».

«Πάρ’ το. Και το ψωμί».

Όσο έτρωγε, ήταν βουβοί﮲ αφού απόφαγε όμως, είπε:

«Έχω κάτι να σου δώσω. Το ’χω δω, στην τσέπη του πανωφοριού μου. Μισό λεπτό…»

Έβγαλε κάτι τυλιγμένο σ’ εφημερίδα. Τα δάχτυλά του ήταν λιγδιασμένα και λαδιές λέκιασαν το χαρτί. Το ξετύλιξε και μέσα ήταν ένα όπλο. Τ’ άφησε παραδίπλα κι ίσιωσε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι. Ήταν η πρώτη σελίδα. Berliner Tageblatt, έλεγε στην κορυφή, και δεξιά από πάνω: Montag, 21 April 1891.

«Είναι σημερινή. Θες να τη διαβάσεις;»

«Δεν ξέρω γερμανικά».

«Θα σ’ τη μετέφραζα, μα δεν προφταίνουμε. Το όπλο είναι για σένα. Βάλ’ το στην τσέπη σου», είπε και του ’δειξε την κρεμασμένη νιτσεράδα. «Θα κατέβεις κάτω και θα περιμένεις στο πεζοδρόμιο. Θα δεις να ’ρχεται μια γυναίκα που θα κρατάει από το χέρι ένα μικρό αγόρι. Είναι η μητέρα του. Τ’ αγόρι θα φορά κουστουμάκι. Είναι τα δεύτερα γενέθλιά του. Πηγαίνουν στο φουρνάρικο και ζαχαροπλαστείο για να πάρουν την τούρτα που ’χει παραγγείλει η μητέρα. Θα πλησιάσεις, θα βγάλεις από την τσέπη το όπλο και θα πυροβολήσεις το αγόρι. Έπειτα θα ’ρθεις τρέχοντας εδώ…»

«Το αγόρι;…»

«Ναι».

«Γιατί;»

Ο άντρας δε μίλησε.

«Ποιο είναι αυτό τ’ αγόρι;»

«Ξέρεις», είπε. «Νομίζω πως ξέρεις. Μπρος, δεν έχουμε χρόνο γι’ άλλες κουβέντες. Πάρε το όπλο».

Το ’πιασε. Ήταν κρύο σαν τα κέρματα και σαν τα κλειδιά. Πήγε στην κρεμασμένη νιτσεράδα και το ’βαλε στη δεξιά τσέπη κι αυτό. Το πανωφόρι έγειρε κι άλλο μονόμπαντα στο καρφί. Έπειτα πήρε τα παπούτσια του, τις κάλτσες από τη σόμπα. Ήταν βρεμένες ακόμα﮲ ανατρίχιασε όταν τις φόρεσε, καθισμένος στο ράντζο, κι ένιωσε την υγρασία στο δέρμα του. Έβαλε τα παπούτσια κι έδεσε γερά τα κορδόνια. Σηκώθηκε ύστερα, φόρεσε τη νιτσεράδα, την έσιαξε κάπως στους ώμους του, όσο γινόταν να μη γέρνει, κι άνοιξε την πόρτα.

Κατέβηκε τις δυο σκάλες μέχρι το ισόγειο και βγήκε στο δρόμο έξω. Στάθηκε λίγο παρακεί, πλάι σ’ ένα γυμνό δέντρο. Απέναντί του είχε τη βιτρίνα του αρτοποιείου και ζαχαροπλαστείου. Κάποιοι πέρναγαν δίχως να του δίνουν σημασία, άλλοι τον κοιτούσαν παραξενεμένοι.

Όταν τον είχανε προσπεράσει δυο άντρες, ο ένας είπε:

«Hast du ihn gesehen Otto, er steht wie verloren da».

«Ich habe ihn noch nie in unserer Stadt getroffen. Falls wir einen Polizisten finden sagen wir ihm er soll auf ihn achten».

Περίμενε λίγη ώρα κι είδε τελικά να ’ρχεται μια γυναίκα μ’ ένα αγοράκι. Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έπιασε το όπλο. Είχανε φτάσει σχεδόν ως αυτόν κι ετοιμάζονταν να περάσουν απέναντι, μα εκείνη τη στιγμή τ’ αγόρι, μες στη χαρά του που θα ’παιρναν την τούρτα, ξέφυγε από το χέρι της μητέρας κι έκανε να περάσει το δρόμο τρέχοντας.

Μια άμαξα ερχόταν.

«Adolf!» φώναξε η γυναίκα, κι αυτός μεμιάς πήδησε, άρπαξε το αγόρι και το τράβηξε πίσω.

«Αh, vielen Dank mein Herr», είπε εκείνη και μάλωσε το παιδί.

Μετά διέσχισαν το δρόμο, με τη γυναίκα να κρατάει σφιχτά το αγορίστικο χέρι, και μπήκαν στο αρτοποιείο και ζαχαροπλαστείο ꟷ κι αυτός γύρισε πίσω κι ανέβηκε αργά τις δύο σκάλες.

Μπήκε στην κάμαρα. Ο άντρας στεκόταν μπροστά στο βρόμικο τζάμι αλλά γυρισμένος προς την πόρτα.

«Δεν το ’κανες», είπε. «Σ’ έβλεπα από το παράθυρο».

«Όχι».

Φορώντας ακόμα τη νιτσεράδα, κάθισε στο ράντζο κι έβγαλε πρώτα τα παπούτσια του και μετά τις κάλτσες. Τον ενοχλούσε η αίσθηση του μουλιασμένου μαλλιού πάνω στο δέρμα του. Κοίταξε τα δάχτυλά του, τα νύχια που ’χαν φυτρώσει στη θέση εκείνων που του είχανε βγάλει στο στρατόπεδο. Είχαν παπουδιάσει από την υγρασία, και του φάνηκαν ακόμα πιο άσχημα αλλά κι απροφύλαχτα συνάμα, σαν μικρά πλάσματα που ’πρεπε παρά την ασχήμια τους να τα αγαπήσει και να τα προστατέψει.

«Δώσ’ μου το όπλο, δεν το χρειάζεσαι πια», είπε ο άντρας.

Του το ’δωσε, μα έπειτα ξανάβαλε το χέρι στην τσέπη της νιτσεράδας και ψηλάφισε τα κλειδιά και τα κέρματα.

«Ακόμα δεν υπάρχεις. Θα υπάρξεις», είπε τότε ο άλλος, του κόλλησε το όπλο στον κρόταφο και τράβηξε τη σκανδάλη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: