Στην οικογένειά μας είχαμε μια παλιά συνήθεια. Ραβόμασταν στο σπίτι παρόλο που η μητέρα μου σάρωνε τις αγορές και κυρίως τα καταστήματα στην Τσιμισκή και στη Μητροπόλεως που ήταν τότε νεοσύστατα και προσέφεραν μεγάλη ποικιλία ρούχων. Ωστόσο «το μεροκάματο», έτσι λέγαμε τη ραπτική στο σπίτι, το κρατήσαμε πολλά χρόνια μετά μέχρι τον θάνατο της αγαπημένης μας και πολυμήχανης μοδίστρας, της κυρίας Άννας. Τότε κλείσαμε και τη μηχανή, την περίφημη Singer, προίκα της γιαγιάς μου που την είχε φέρει από την Κομοτηνή στη δεκαετία του 30 κι αρχίσαμε να ντυνόμαστε με έτοιμα ρούχα.
«Το μεροκάματο» στο σπίτι ήταν μια μικρή γιορτή, στην οποία συμμετείχαν όχι μόνον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, αλλά έσπευδαν να προσφέρουν τη βοήθειά τους γείτονες, φίλοι και συγγενείς. Το σπίτι γέμιζε φωνές, γέλια αλλά και ιστορίες, κουτσομπολιά, κυρίως αυτά κρατούσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσα μάλιστα αναφέρονταν σε ερωτικά παραστρατήματα παντρεμένων αντρών καμιά φορά και γυναικών. Η μάνα μου ετοίμαζε το φαγητό και τις πίττες από την προηγούμενη μέρα και η γιαγιά ειδικευόταν στα γλυκά του κουταλιού, αλλά και στο σταφιδόψωμο που η μυρωδιά του απλωνόταν σ΄ όλο το σπίτι ακόμα και μέσα στην ψυχή. Η γιαγιά είχε πάντα στην κουζίνα της βαζάκια με περγαμόντο, βύσσινο, πορτοκάλι γλυκό και κυρίως πελτέ εκείνο το τρεμώδες πεντάγλυκο παρασκεύασμα που έβαζε φωτιά στον ουρανίσκο και σου τα κερνούσε στην πρώτη ευκαιρία.
Η μοδίστρα ερχόταν απ΄ τις 8 για να προλάβει να βγάλει όσα περισσότερα κομμάτια μπορούσε. Ραβόμασταν όλοι μαμά, κόρη, ακόμα και γιαγιά και μάλιστα για χάρη του ραψίματος έκανα σκασιαρχείο απ΄ το σχολείο. Νόμιμες απουσίες, γνωστές και στους συμμαθητές και κυρίως στις συμμαθήτριες που έκαναν κι αυτές την ίδια δουλειά και μάλιστα συχνά μοιραζόμασταν τις ίδιες μοδίστρες. Όταν δεν προλάβαινε η κυρία Άννα, φωνάζαμε άλλη που μου σύστηνε κάποια συμμαθήτρια. Υπήρχε βέβαια ομερτά στην τάξη και κανείς δεν γνώριζε ούτε ομολογούσε ακόμα κι αν γνώριζε την πραγματική αιτία της απουσίας μας που δεν ήταν άλλη απ΄ το περίφημο «μεροκάματο». Τα χρόνια πέρασαν πέθανε και η μαμά, η ραπτομηχανή απέμεινε σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού σαν ένα σιδερένιο ζώο που σώπασε οριστικά, χάθηκαν και όλοι όσοι έπαιρναν μέρος στο μικρό αυτό πανηγύρι. Πότε πότε βγάζω τα υφάσματα και τα κοιτώ αφού δεν έχω μοδίστρα να μου τα ράψει, αφού οι άνθρωποι δεν ράβονται πια στο σπίτι, αφού κι αυτά πάλιωσαν, έκοψε το χρώμα τους, ίσως ακόμα και να έλιωσαν. Αναρωτιέμαι συχνά αν πρέπει να τα πετάξω για ν΄ αδειάσουν και οι ντουλάπες μου. Κι όμως δεν τολμώ να το κάνω, αισθάνομαι ότι θα πετάξω τις αναμνήσεις μου, θα πετάξω πολύτιμα κομμάτια απ΄ τη ζωή μου. Μπορούν τα υφάσματα να είναι κομμάτια απ΄ τη ζωή μας; Κι όμως μπορούν. Γιατί κάθε ύφασμα είχε έναν προορισμό, είχε έναν ειδικό σκοπό, ένα μυστικό γι΄ αυτό ραβόταν ή θα ραβόταν. Ήταν δεμένο με μια μοίρα, με γεγονότα που θα το σημάδευαν στη συνέχεια. Κι εγώ που ήμουν πάντα αλαφροΐσκιωτη και σ΄ όλα έδινα μια σημασία συχνά υπερβατική και για όλα είχα μια ιστορία στο μυαλό μου σε εξέλιξη που κάποια στιγμή θα έβγαινε στο χαρτί δεν θα μπορούσα να πετάξω αυτά τα υφάσματα κι ας μη τα έραβα ποτέ, κι ας έλιωναν μέσα στις ντουλάπες κι ας τα έτρωγε ο σκώρος και η βώτριδα όπως έλεγε η μάνα μου. Τα υφάσματα λοιπόν, είναι για μένα μια πυξίδα για να ταξιδεύω στο παρελθόν, γέφυρες για να πηγαίνω πίσω στο μακρινό χθες και στο άλλοτε. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που τα κράτησα. Πότε πότε τα βγάζω απ΄ τα συρτάρια, τα απλώνω και τα παρατηρώ, θυμάμαι όλα εκείνα τα πρόσωπα που εμπλέκονταν μαζί τους: μαμά, γιαγιά, θείες, αγαπημένοι, έρωτες και ανταγωνισμούς, θυμάμαι το πατρικό σπίτι, τις μυρωδιές και τις σκιές στους τοίχους, τη μυρωδιά της αγάπης που χάθηκε μαζί με τους δικούς μου, ένας αναστεναγμός σκαλώνει στο στήθος, ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό, ένα δάκρυ σκαλώνει στα ματόκλαδα κι ύστερα τα ξαναβάζω βιαστικά στα συρτάρια, τα κλειδώνω στη ντουλάπα κι ανάβω τσιγάρο.