Καλοκαίρι 1977. Φιλιππούπολη. Με τον παππού μου τον Μανώλη, αδερφός του μακαρίτη παππού μου Μιλτιάδη, έχουμε καθίσει στην σκιά της μουριάς στην αυλή. Έχουμε καταλάβει την πάνω δεξιά γωνία του τραπεζιού. Του κοινόχρηστου τραπεζιού, τοποθετημένο στην κοινόχρηστη αυλή, στη σκιά της κοινόχρηστης μουριάς, σκεπασμένο με το κοινό για όλους πλαστικό τραπεζομάντιλο με τις σταμπαρισμένες πάνω του εικόνες που παριστάνουν ηλιοβασίλεμα στην Βενετία. Δεν θα έπαιρνα όρκο πως αυτό που βλέπω είναι ηλιοβασίλεμα στην Βενετία. Η κοινή γνώμη όμως έχει εκφράσει αυτή την άποψη, όποτε εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Άλλωστε με τον παππού Μανώλη δεν μας απασχολεί καθόλου αυτό το ζήτημα· το αντιλαμβανόμαστε σαν κακοτυπωμένο λεκέ με πορτοκαλί αποχρώσεις.
Νιώθω περήφανος. Ο παππούς Μανώλης, πάρα τα μη συμπληρωμένα δεκαεφτά μου, με κερνάει κρασί. Δυνατό σπιτικό κρασί, ξινίζει κάπως, μα το πίνω χωρίς να στραβομουτσουνιάζω. Πίνουμε το κρασί μας και με διασταλμένα τα ρουθούνια προσπαθούμε να συλλάβουμε την αλλαγή του αρώματος, που θα έρθει από την κοινόχρηστη κουζίνα, αλλαγή που θα μας πληροφορήσει πως οι μεζέδες έχουν ετοιμαστεί.
Περιμένοντας τον μεζέ κουβεντιάζουμε με τον παππού. Γύρω από το τραπέζι κάθονται οι γείτονες, συγκάτοικοι του παππού στις οικίες πέριξ της κοινής αυλής. Οι γείτονες έχουν κρυφτεί πίσω από το απλωμένο σεντόνι της αθλητικής εφημερίδας Σταρτ και διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές προσπαθούν να καταλάβουν πότε η «Λόκο» ή η «Τράκια» (Λόκο ή Λοκομοτίβ και η «Τράκια» ποδοσφαιρικές ομάδες της Φιλιππούπολης). Σιγά μην καταλάβουν. Οι γειτόνισσες με λεπτές βελόνες πλέκουν δαντέλες. Ετοιμάζουν τα προικιά για υπαρκτά ή μελλοντικά εγγόνια. Τα κουβάρια των κλωστών έχουν κυλήσει κάτω από το τραπέζι, αν τις κοιτάξει κανείς από απόσταση οι γειτόνισσες θυμίζουν ψαράδες που, πολύ αργά, μαζεύουν την αόρατη, για τον παρατηρητή, πετονιά. Όπως και σε όλους τους παραβρισκόμενους στην αυλή τα ρουθούνια τους είναι ορθάνοιχτα, περιμένουν και αυτές την αλλαγή στο άρωμα. Με το που την νιώσουν θα ακουμπήσουν το εργόχειρο τους στην τάβλα του τραπεζιού και θα σηκωθούν να βοηθήσουν. Από την σκηνή σαν να απουσιάζουν οι γάτες. Υπάρχουν. Έχουν κρυφτεί καλά και παραφυλάνε. Θα εμφανιστούν εγκαίρως να υποδεχτούν τα πιάτα που θα προσγειώνονται πάνω στα βενετσιάνικα ηλιοβασιλέματα. Από την μικρή μου πείρα γνωρίζω πως τις καλύτερες ενέδρες σε πιάτα με μεζέδες τις στήνουν οι γάτες.
Εκτός από τα διασταλμένα ρουθούνια κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα επισημάνει και τα τεντωμένα αυτιά. Οι γείτονες παρακολουθούν με ενδιαφέρουν την συζήτηση μας με τον παππού Μανώλη. Παρακολουθούν; Δεν είναι η ακριβής έκφραση. Προσπαθούν από τον τόνο της φωνής μας να μαντέψουν την κατεύθυνση της κουβέντας. Με τον παππού κουβεντιάζουμε στα ελληνικά και για να έχουν ακριβή εικόνα της συζήτησης μας θα ήθελαν, όπως στις ταινίες του σινεμά, κάπου κάτω, πάνω ή στο πλάι μας να εμφανίζονται οι υπότιτλοι της κουβέντας μας. Υπάρχουν στιγμές που ο τόνος της φωνής μας δεν τους είναι αρκετός. Εμπιστεύονται τον παππού μου τον Μανώλη, επιθυμούνε απλά να χωθούν στην κουβέντα μας, να τείνουν χείρα βοήθειας. Ποιόν να βοηθήσουν; Εξαρτάται. Και τώρα βοηθούνε σιωπηλά και με σεβασμό. Αγαπούνε και σέβονται τον παππού, έχουν υιοθετήσει και την ελληνική προσφώνηση «μπάρμπα Μάνο». Όχι δεν την έχουνε υιοθετήσει. Την κουβαλούνε μέσα τους από εκεί, από τα παλιά χωριά τους νότια του Μπέλες. Βούλγαροι πρόσφυγες των βαλκανικών πολέμων και απόγονοι προσφύγων είναι οι γείτονες. Στα σχολικό βιβλίο της Ιστορίας τους συναντάς σαν στεγνά διατυπωμένη φράση «πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης της Λευκής θάλασσας (Αιγαίο)». Φράση που περνάει απαρατήρητή από την πλειοψηφία των συμμαθητών μου. Μία από τις γειτόνισσες στιγμιαία σηκώνει το βλέμμα της από την δαντέλα και με την ματιά της αυτή μου κόβει κάθε διάθεση να πολυλογώ άσκοπα σε θέματα Ιστορίας των Βαλκανίων. «Αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την αφήγηση της.» Αυτά μου λέει με το βλέμμα της και το κατεβάζει ξανά στο εργόχειρο της. Μου έχει καρφωθεί η ιδέα πως οι γείτονες είναι μέλη αρχαίου χορού, δράματος ή κωμωδίας θα δείξει, και με την παρουσία τους, τις σιωπές τους και τις σκόρπιες κουβέντες τους βοηθούν τον ασύνδετο, ακόμα, διάλογο μας με τον παππού να αποκτήσει νόημα.
Η επίσκεψη μου στον παππού Μανώλη είναι «ενδιάμεσος σταθμός» στο ταξίδι μου προς την Αγχίαλο. Εκεί με περιμένουν οι συμμαθητές μου. Η επίσκεψη μου στην Φιλιππούπολη μπορεί να είναι η συνέχεια μιας έντονης συζήτησης με τον πατέρα μου με θέμα τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Το δίλημμα Ιστορία ή Ιατρική για μένα σχεδόν είναι ανύπαρκτό. Για τους γονείς μου υπαρκτό και σχετίζεται με τον επερχόμενο επαναπατρισμό μας. Υποθέτω πως ο παππούς είναι ενημερωμένος για διαφωνία μας και του έχει ανατεθεί κάποιος ειδικός ρόλος.
«Το ξέρω πως σου αρέσουν οι ιστορίες για το αντάρτικο» –ο παππούς το ξεκίνησε από κάπως μακριά.
«Μου άρεσαν σαν ορεκτικό, αλλά έχουν καιρό να μου πουν.»
«Μπορεί να θεωρούν πως έχεις μεγαλώσει αρκετά και πως δεν έχεις ανάγκη από ιστορίες για να ανοίξεις το στόμα σου» και πρόσθεσε αλλάζοντας τον στην φωνή του «και να που εγώ θα σου πω μία».
Ο αρχαίος χορός των γειτόνων και αυτός με την σειρά του αντιλήφθηκε την αλλαγή του τόνου στην φωνή του παππού και αντέδρασε σε αυτή την φράση. Ο καθένας με τον τρόπο του έδειξε πως είναι έτοιμος να παρακολουθήσει την αφήγηση του παππού. Οι άντρες δίπλωσαν τις αθλητικές εφημερίδες που διάβαζαν, ενώ οι γειτόνισσες τράβηξαν κάπως απότομα τις κλωστές του εργόχειρο τους και μου θύμισαν ξανά τους ψαράδες την στιγμή που νιώθουν το τσίμπημα του ψαριού.
Δείχνω με νεύμα στον παππού τον χορό των γειτόνων και του επισημαίνω την ετοιμότητα τους να παρακολουθήσουν την αφήγηση του. Το νεύμα μου εκφράζει την ανησυχία μου αν θα καταλαβαίνουν τα λεγόμενα μας. Ο παππούς με ένα κλείσιμο του ματιού μού δίνει να καταλάβω πως τα λόγια μας, σε όποια γλώσσα και αν ειπωθούν, θα τους είναι απολύτως κατανοητά.
«Με το τέλος του Εμφυλίου βρεθήκαμε συγκεντρωμένοι σε ένα στρατόπεδο στην Μπερκόβιτσα, στην βόρεια Βουλγαρία. Μαζί μας ήταν ένας γιατρός, Ζαχαρία τον λέγανε. Δεν ήταν αντάρτης, αιχμάλωτος ήταν. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να χαρακτηρίσω την κατάσταση του. Ίσως και θύμα απαγωγής. Μας τον έφερε ο παππούς σου, ο αδερφός μου ο Μιλτιάδης. Τον απήγαγε μέρα μεσημέρι από το σπίτι του στην Ξάνθη. Τον ανέβασε στο βουνό για να σώσει την ζωή της δασκάλας σου, της Πασχαλιάς. Θεωρούταν σχεδόν αδύνατο κάποιος οπλισμένος και χωρίς χαρτιά να μπει, αλλά και να βγει από την πόλη, πόσο δε μάλλον μαζί με το θύμα της απαγωγής του. Τον ρώτησα μια φορά πως τα κατάφερε και τον έφερε μέχρι τα λημέρια μας. Δεν μου απάντησε. Απλά κούνησε το χέρι του με τον τρόπο που πάντα σήμαινε “Παράτα με! Μη με ζαλίζεις!“ Ο λόγος μας όμως ήταν για το γιατρό τον Ζαχαρία. Η θέση του ήταν παράξενη. Δεν ακολουθούσε τους ρυθμούς της ζωής μας στο στρατόπεδο. Απουσίαζε από όλες αυτές τις βλακείες όπως αναφορές, πολιτικές ενημερώσεις, διαδηλώσεις με τις οποίες προσπαθούσαμε, μαζί και η καθοδήγηση μας, να πείσουμε τον εαυτό μας πως δεν ήμαστε ηττημένοι και πως απλά προσωρινά έχουμε υποχωρήσει.
«Τις γνωρίζω καλά αυτές τις προσωρινές υποχωρήσεις. Μπορείς να το φανταστείς μπάρμπα Μάνο πως και εμείς σε αυτή την αυλή κοντά εβδομήντα χρόνια τώρα είμαστε προσωρινά εγκατεστημένοι», τον διέκοψε ένας από τους γείτονες, ακουμπώντας μαλακά την παλάμη του σε ένα από τα σχέδια του τραπεζομάντηλου. Πριν από χρόνια σίγουρα θα είχε χτυπήσει την γροθιά του στο τραπέζι. Ο παππούς περίμενε να δει αν ο γείτονας είχε ολοκληρώσει την παρέμβαση του για να συνεχίσει.
«Όταν δεν μας εξέταζε ο ιατρός κύριος Ζαχαρίας καθόταν στο γραφείο του διαβάζοντας κάποιο βιβλίο ή απλά απολάμβανε την λιακάδα. Του φέρνανε το φαΐ από την τραπεζαρία σκεπασμένο με καθαρή άσπρη πετσέτα. Όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα του στρατοπέδου, στελέχη και αξιωματικοί του ΔΣΕ, του μιλούσαν στον πληθυντικό. Μου φαινόταν μάλιστα πως του υποκλίνονταν, όχι ρεβεράντζα μα ελαφριά όλο σεβασμό υπόκλιση.
Δεν έβρισκα με ποιον να τα βάλω και για όλα μου έφταιγε αυτός. Από την μέρα που τον ανέβασε ο αδερφός μου ο Μιλτιάδης στο βουνό, χωνόταν στα μάτια μου, αυτός και η διαφορετικότητα του.
«Μπάρμπα Μάνο, είπες μια λέξη που έχει ενδιαφέρον: διαφορετικότητα», μίλησε σιγανά ο χορός των γειτόνων που από ό,τι φαίνεται δεν είχε και τόση ανάγκη τους υπότιτλους της μετάφρασης.
«Δηλαδή πως έπρεπε να το πω; Και στο στρατόπεδο στην Μπερκόβιτσα και στο βουνό στην Ελλάδα πάντα ήταν σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Φαντάσου· μάχη στο βουνό. Η κατάσταση γύρω μας ζόρικη κυριολεκτικά μυρίζει μπαρούτι, παντού ακούγονται τα σφυρίγματα από τις σφαίρες και ακριβώς πάνω στην κορύφωση της μάχης ο ιατρός Ζαχαρίας μου εμφανίζεται κουστουμαρισμένος στην κουζίνα. Ο θεός να τα κάνει κουζίνα τα κομμένα βαρέλια που βράζαμε το φαΐ. Δεν είχε άλλα ρούχα, με αυτό το κουστούμι κυκλοφορούσε παντού. Με παρακάλεσε να του δώσω βραστό νερό, το χρειαζόταν να καθαρίσει τα εργαλεία του. Μου μιλούσε στον πληθυντικό και με προσφωνούσε «κύριε» και όχι με τα συνηθισμένα “συναγωνιστή“ ή “σύντροφε“. Το πουκάμισο του πεντακάθαρο, το παντελόνι του σιδερωμένο, μέχρι και τα παπούτσια του είναι γυαλισμένα. Ελαφριά καλοκαιρινά σκαρπίνια, όχι αρβύλες. Τα παραλέω. Δεν ήταν γυαλισμένα, σκονισμένα και λασπωμένα όπως και όλων εμάς. Γέμισα έναν κουβά με καυτό νερό, πείρα και ένα παγούρι με τσίπουρο και πήγα να τον βοηθήσω. Στο χωριό στις ιατρικές πράξεις πάντα βοηθούσε το τσίπουρο.
«Και το ντουφέκι, μπάρμπα Μάνο;» Ο αρχαίος χορός των γειτόνων μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί άοπλο αντάρτη.
«Σταθερά περασμένο με τον ιμάντα στον ώμο», χαμογελώντας εγκάρδια αποκρίθηκε ο παππούς· παρίστανα πως τον βοηθούσα μα περισσότερο κοίταγα πως δουλεύει. Τα επιδέξια δάχτυλα του να καθαρίζουν το τραύμα…
«Αν κρίνω από το σημάδι στον δεξί σου ώμο παππού…»
«Α, αυτό ήταν πριν μας τον κουβαλήσει πάνω ο αδερφός μου ο Μιλτιάδης, τότε με μπάλωσαν στα πεταχτά χωρίς πολλά - πολλά … μα για τον Ζαχαρία τον γιατρό σας έλεγα. Λες και κάποιος προσπαθούσε επίμονα να τον χώνει μπροστά στα μάτια μου. Αυτόν και τον διαφορετικό κόσμο του. Φαντάσου. Ιούλιος του 1950. Ο Εμφύλιος έχει σχεδόν τελειώσει».
«Σχεδόν;» Ο χορός έγινε δίγλωσσος, συμμετείχα στην διατύπωση της ερώτησης.
«Σχεδόν! Όλους τους απασχολεί τι θα κάνουν με μας τους ηττημένους. Και εμάς μας απασχολεί, μόνο που αντίς να το εκφράσουμε, συνεχίζουμε να παρουσιαζόμαστε σαν πειθαρχημένο μάχιμο σύνολο και να κρατάμε παρά πόδα ανύπαρκτα όπλα. Παρελαύνουμε τραγουδώντας τραγούδια άγρια του αγώνα»*
«Και στον τύραννο τα δόντια μας δείχνουμε»* ― ο γείτονας απέδειξε πως στο σχολείο δεν κοιμόταν.
«Οι ταβέρνες απουσίαζαν», συμπλήρωσε ο παππούς δείχνοντας με την σειρά του πως παρακολουθούσε την προετοιμασία των μαθημάτων των παιδιών της αυλής και συνέχισε: «γενικά προσπαθούσαμε να κρατάμε ψηλά το αγωνιστικό μας φρόνημα. Σχεδόν κάθε μέρα μας ενημέρωναν για την διεθνή κατάσταση, που ήταν πάντα μπερδεμένη και δύσκολη. Είχαμε καθίσει, κόντρα στον ήλιο, αμφιθεατρικά στην πλαγιά του λόφου, καθόμαστε και ακούμε για αυτή την αναθεματισμένη διεθνή κατάσταση, που πάντα μου προκαλούσε ναυτία, να στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια μας να γκρεμίσουμε τον παλιό σάπιο κόσμο. Στα λόγια έμοιαζε να είναι εύκολο. Απλά τον σπρώχνει κανείς με τον ώμο».
«Σας δυσκόλευαν στήνοντας εμπόδια», ψιθύρισε ο χορός
«Λες, ε; Άσε δεν τα πιάνω αυτά. Καθόμαστε στην κάψα κόντρα στον ήλιο και ιδρώνουμε. Και ο καθοδηγητής που μας κάνει την ανάλυση και αυτός στέκεται στον ήλιο και ιδρώνει. Κάθε τόσο βγάζει από την τσέπη του μαντίλι και σκουπίζει τη φαλάκρα του από τον ιδρώτα. Πίσω του στα είκοσι βήματα με την σκιερή πλευρά προς εμάς είναι το ιατρείο, στο σκοτεινό κάδρο της πόρτας του ντυμένος στα άσπρα σαν άγγελος επουράνιος εμφανίζεται ο ιατρός, ο Ζαχαρίας. Κρατάει στο χέρι του αλουμινένιο κύπελλο και πίνει νερό. Βλέπω το λαρύγγι του να ανεβοκατεβαίνει και μου φαίνεται πως το αυτί μου πιάνει ήχους σκουριασμένης αντλίας νερού. Έχυσε το υπόλοιπο νερό από το κύπελλο στην γη. Δεν ήμουν ο μόνος που είχα καρφώσει το βλέμμα πάνω του…»
Ο παππούς σταμάτησε την διήγηση του. Έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλός. Τα δάκτυλά του χρησιμοποιούσαν την τάβλα του τραπεζιού για να δίνουν ρυθμό σε κάποιο τραγούδι ή σκέψη που ηχούσε μέσα του.
«Γίνομαι άδικος. Ο άνθρωπος δεν μου έφταιγε σε τίποτα. Ξεριζωμένος σαν όλους μας ήταν μόνο που η θέση οι συνθήκες διαβίωσης του στο στρατόπεδο, λόγο του επαγγέλματος του, ήταν διαφορετικές, στα μάτια μας φάνταζαν ανθρώπινες, υπέροχες. Δεν έμειναν και πολλά να αφηγηθώ. Το 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήταν βλέπεις αιχμάλωτος, θύμα απαγωγής. Θύμα απαγωγής των κακών των συμμοριτών. Μπορεί και παρασυρμένος».
«Και εσείς, παππού, δεν ήσασταν;»
«Παρασυρμένοι;»
«Ναι! Από το ρεύμα της Ιστορίας».
«Τέτοιες θα τις αμολάς όταν θα γίνεις ιστορικός; Ιστορία δεν θέλεις να σπουδάσεις;»
«Μπάρμπα Μάνο, άσε το παιδί ήσυχο δεν σου φταίει αυτό»· ο χορός των γειτόνων με την παρέμβαση του διέκοψε τον παππού, τον βοηθούσε. «Αρχίσαμε την αφήγηση μιας ιστορίας με φανερό σκοπό να τον επηρεάσουμε στην επιλογή επαγγέλματος. Θα μπορούσες να κάνεις το φινάλε της να ακούγεται δραματικό μια λιποθυμία κάποιας τραυματισμένης αντάρτισσας ή ας πούμε το πιο εντυπωσιακό να αδειάσει ο κύπελλο του πάνω στον ομιλητή. Ευτυχώς δεν το έκανες. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε και να αφήσουμε τον νεαρό ήσυχο και ήρεμα να επεξεργαστεί αυτά που του είπες. Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι που θα υποστεί τις συνέπειες όποιας επιλογής του. Να είμαστε γεροί και δυνατοί και να χαιρόμαστε με τις επιτυχίες του».
Ο χορός των γειτόνων είπε τον λόγο τον βαρύ που θέτει το τέλος σε κάθε δράμα. Η απουσία πραγματικού δράματος δεν υποβιβάζει την βαρύτητα του.
Με τον παππού μου τον Μανώλη, αδερφός του μακαρίτη του παππού μου του Μιλτιάδη έχουμε κάνει κατάληψη στην σκιά της μουριάς στην αυλή. Στην πραγματικότητα όχι όλου του χώρου, μόνο της πάνω μεριάς του τραπεζιού. Το άρωμα από την κουζίνα καλεί τις γάτες, που ως αυτή την στιγμή παραμόνευαν, να εγκαταλείψουν τις κρυψώνες τους. Το άρωμα ή η διαίσθηση τους, πως οι άνθρωποι της κοινής αυλής θα καταπιαστούν με κάτι που για αυτές, για τις γάτες, είναι ουσιαστικό;
*Αναφορές το ποίημα του Χρ. Μπότεβ «Στην ταβέρνα».