Λάβαρο θέρους
Στην ήρεμη νότια ακτή
με τα γαλήνια πάντα τα νερά
τα σύννεφα το σούρουπο σταλάζουνε
σταλαγματιές από μελάνωμα και λήθη
Το μαύρισμα που απλόχερα μου χάρισες
στα βότσαλα, στην άμμο
μια με καμώματα έρωτα
και μια με Τρίτωνα αχόρταγη ορμή
στο δέρμα τώρα τατουάζ, λάβαρο θέρους
και ψίθυρος φραγκοσυκιάς
που υπενθυμίζει
στις φυσαλίδες να βγουν στην επιφάνεια
το νέο φεγγάρι για να βρουν
να το προϋπαντήσουν
σε καλοκαίρι ατέρμονο
σε ήρεμη ακτή
και απάγκιο λιμάνι
ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΙΚΟ: Το μεγάλο θέαμα της θάλασσας ΙΙ
Ο ήλιος τις τελευταίες νότες παρασέρνει
απ’ το λαρύγγι των τζιτζίκων
να τις αποσιωπήσει
και δεν νοιάζεται
για τα σχόλια που κάνουνε οι καλαμιές
Μα τα αθάνατα παιδιά
στο ατέρμονο παιχνίδι τους
κυνηγούν πλάσματα από βράχο
και οι φωνές τους αποτυπώνονται στην πέτρα
αφού πρώτα τις ξεπλύνει το νερό
Με ανάκατα μαλλιά από ήλιο και θάλασσα
στων παιδιών το σχοινοτενές το παίξιμο
μπλέκουν φύκια ανάμεσα σε δάχτυλα
και από τ’ αφτιά τους χύνονται τα βότσαλα
Κι όλο επαναλαμβάνεις
πως τα πυροτεχνήματα
δεν σε εντυπωσιάζουν πια
μόνο δεν θέλεις να σκορπίζεσαι
κι ύστερα σωπαίνεις, αποπλανημένος
απ’ το νωπό φεγγάρι
Πιο κει ο αχός των κυμάτων
στον ύστατό τους παφλασμό σκύβει και ξεπλένεται
ζηλεύει τις φωνές που χαϊδεύουν τις ξέρες
τα τρεχοβολητά που τα παίρνει ο άνεμος
τα χρωματιστά μαγιό της ανταρσίας
που αναστατώνουν την άπνοια
Στον ήλιο νόημα κάνει
και αυτά να τα αποσιωπήσει,
παραβλέποντας τις καλαμιές
με την κριτική τους τη διάθεση
ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΙΚΟ ΙΙ: Προσπαθώ να νοσταλγήσω
Προσπαθώ να νοσταλγήσω
την ημέρα των λεμονιών
δροσερά, μυρωδάτα
ολόφρεσκα σαρκώδη λεμόνια
σαν κορμιά κορεσμένα από έρωτα
εισέβαλαν σε τόπο ιερό
Καλάθια και σακίδια
λεμόνια ολόγεμα ως πάνω
σε λουστραρισμένες σανίδες,
που οι αχτίνες του διάχυτου φωτός
αρνήθηκαν να αναμετρηθούν μαζί τους
σε λάμψη και σε κάλλη
μην βγει πως υστερούν
και ντροπιασμένες
πίσω τον δρόμο τους
να πρέπει να γυρίσουν
Περήφανα λεμόνια χαμογελαστά
που κάτι από του ήλιου τη λαμπρότητα
έχουν θηλάσει
και σαν φιγούρες του Παρθένη
ολόλαμπρες, αέρινες, αν και από σάρκα
ανάσες και δωμάτιο καταλαμβάνουν
για να τις εξαγνίσουν
Προσπαθώ να νοσταλγήσω
πώς με τη φρέσκια τους κορμοστασιά
με τη ναζιάρα υφή τους
σκορπίσανε την άνοιξη
για πάντα ολόγυρά τους
Ήρθα και μαζί μου ταξίδευε…
Ήρθα
και μαζί μου ταξίδευε η βροχή
Έφερα μαύρα σύννεφα
για να βασανίσω με αυτά τους ανθρώπους
Έφερα σύννεφα
για να πλύνω με το νερό τους όλους τους δρόμους
τις λεωφόρους και τις πλατείες
Έπεσε νερό και πιο πολύ νερό
όπως πέφτει στις υποσαχάριες χώρες
κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων
μόνο που εδώ γεμίζουν τα φρεάτια
σε αυτούς τους δρόμους
εδώ πλημμυρίζουν τα υπόγεια
τα νοικιασμένα για αποθήκες ή για σπίτια
και βρέχεται η πραμάτεια
καταστρέφεται
και μουλιάζουν τα στρώματα των φτωχών
που στριμωγμένοι κοιμούνται στο πάτωμα
Ήρθα
και μαζί μου τρέξανε τα σύννεφα
τόσο γοργά και τόσο πυκνά
που τα πουλιά του ουρανού πάνω στη γη
πέφτανε πνιγμένα
Ήρθα και μαζί μου έφερα τη βροχή