Αγωνία σε οξεία γωνία με την μοναξιά & άλλα ποιήματα

Ed Dodwell, ΝΔ άποχη του Ερεχθείυ, Λεπτομέρεια έγχρωμης χαλκογραφίας του 1801. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Ed Dodwell, ΝΔ άποχη του Ερεχθείυ, Λεπτομέρεια έγχρωμης χαλκογραφίας του 1801. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη


Αγω­νία σε οξεία γω­νία με τη μο­να­ξιά

Κά­θε από­γευ­μα η μο­να­ξιά
σκαρ­φα­λώ­νει στη βου­καμ­βί­λια του απέ­να­ντι μπαλ­κο­νιού
κου­λου­ριά­ζε­ται σα φί­δι και ει­σχω­ρεί στο γέ­λιο των αν­θρώ­πων

τρεις βυσ­σι­νιές σκιές κά­τω στο δρό­μο
συ­νο­μι­λούν με τα σπουρ­γί­τια
η σιω­πή τις προ­σπερ­νά­ει

το γε­ρά­κι στη με­τό­πη του Παρ­θε­νώ­να αγρυ­πνά
τα μάρ­μα­ρα πα­γώ­νουν το σκο­τά­δι
η πό­λη χτυ­πιέ­ται απελ­πι­σμέ­νη

αν­θρώ­πι­νες κη­λί­δες απλώ­νο­νται
στα πάρ­κα, στις πλα­τεί­ες, στους δρό­μους
τα σκυ­λιά τις προ­σπερ­νούν

το πρωί ο ατ­τι­κός ήλιος κα­θα­ρί­ζει τις λε­πτο­μέ­ρειες
και το γε­ρά­κι ανα­ζη­τά την τρο­φή του
στους ήσυ­χους πο­λί­τες που πη­γαί­νουν στη δου­λειά τους
ρου­φά τις σκέ­ψεις τους και τις ξερ­νά στις Κα­ρυά­τι­δες

ένα κε­νό απλώ­νε­ται
αδια­πέ­ρα­στο κε­νό
το τό­τε και το τώ­ρα
αυ­τοί κι εμείς

και μό­νο το φως περ­νά
αδιά­φο­ρο για τα έμ­βια και τα άβια
τα στο­λί­ζει, τα προ­βάλ­λει
υπάρ­χει κα­νέ­νας να τα δει;

Ανα­ζη­τώ­ντας τη χα­μέ­νη γη

Φεύ­γουν τα βρά­δια
στη λη­σμο­νιά του κό­σμου

οι τε­λευ­ταί­οι τα­ξι­διώ­τες επι­βι­βά­ζο­νται
τα φώ­τα των πλοί­ων χά­νο­νται
κι εμείς μέ­νου­με μό­νοι στους δρό­μους μιας πό­λης
σπαρ­μέ­νης με θε­ούς και μύ­θους

στη σκιά αυ­τής της άνοι­ξης
το σκλη­ρό ροζ της κου­τσου­πιάς
σκά­βει το ήρε­μο πρά­σι­νο των φύλ­λων
και γδέρ­νει την ανη­συ­χία μέ­σα μας

περ­πα­τά­με και ακού­με
τα μάρ­μα­ρα να βο­γκούν
τα υπό­γεια πο­τά­μια να ανα­στε­νά­ζουν

οι σκέ­ψεις μας στά­ζουν κό­μπο-κό­μπο
κε­ντούν τις δι­κές μας ση­μαί­ες

ση­μαιο­φό­ροι ξε­χύ­νο­νται
και πα­ρε­λαύ­νουν στους έρη­μους δρό­μους
μπρο­στά σε ηρώα αφιε­ρω­μέ­να
σε νε­κρούς πια θε­ούς

η πό­λη με­λε­τά τα σκο­τά­δια της και αντι­κρύ­ζει το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον της
οι λο­γι­στές κα­τα­με­τρούν τα κομ­μά­τια της και υπο­λο­γί­ζουν τα συν και τα πλην των απο­φά­σε­ων
οι πο­λυ­κα­τοι­κί­ες γέρ­νουν από το βά­ρος των πρά­ξε­ων
τα σπουρ­γί­τια ψά­χνουν την κι­βω­τό της επι­βί­ω­σης

κι εμείς πα­ρα­μο­νεύ­ου­με
και χα­ρά­ζου­με ερω­τη­μα­τι­κά στα πε­ζο­δρό­μια

Το αδό­κη­το νό­η­μα μιας λέ­ξης

Αδια­φο­ρία μυ­ρί­ζω
μια μέ­ρα σαν κι αυ­τή
όπου οι πα­ρου­σί­ες χα­μη­λώ­νουν
κι οι απου­σί­ες ψη­λώ­νουν

Αδια­φο­ρία μυ­ρί­ζω
κα­θώς ανι­χνεύ­ου­με ομοιώ­μα­τα μο­νο­πα­τιών
που μας οδη­γού­σαν σε πρά­ξεις απρό­σμε­νες
και όμως μό­νοι πά­λι μεί­να­με

Αδια­φο­ρία μυ­ρί­ζω
αυ­τή την άνοι­ξη που δεν θα 'ρ­θει
σαν υπό­σχε­ση που λά­μπει μα­κριά
κι όμως εμείς ξε­μεί­να­με να λα­χτα­ρά­με τις τυ­χαί­ες συ­να­ντή­σεις

και τό­τε ανα­ρω­τιέ­μαι
πώς θα χα­ρά­ξου­με τη σιω­πή στα μαύ­ρα νε­ρά της λη­σμο­νιάς;

Πέ­ρα­σαν;

Ένα μά­τσο φω­το­γρα­φί­ες
δί­πλα στον κά­δο σκου­πι­διών
ανα­στέ­να­ξαν
πε­τα­λού­δες πέ­τα­ξαν μα­κριά
ένα χα­μό­γε­λο έμει­νε
να αιω­ρεί­ται πά­νω από την πό­λη
κι ύστε­ρα έσβη­σε

και εμείς να αφου­γκρα­ζό­μα­στε
φω­νές οι­κεί­ες άλ­λο­τε
και γέ­λια ανε­λέ­η­τα
από αν­θρώ­πους που πέ­ρα­σαν
και δεν στά­θη­καν
σπί­τια που τις φι­λο­ξέ­νη­σαν
κου­ρά­στη­καν και ξέ­φτι­σαν
πά­γω­σαν οι λέ­ξεις
σκόρ­πι­σαν οι σκέ­ψεις

τώ­ρα που οι κορ­νί­ζες στέ­γνω­σαν
εμείς οι κλη­ρο­νό­μοι των σπι­τιών
δυ­σκο­λευό­μα­στε να τα βρού­με στον χάρ­τη της γε­νέ­θλιας πό­λης
όλο και κά­τι μας δια­φεύ­γει
και οι μνή­μες γυρ­νάν
και καρ­φώ­νο­νται στη δι­κιά μας ζωή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: