Αγωνία σε οξεία γωνία με τη μοναξιά
Κάθε απόγευμα η μοναξιά
σκαρφαλώνει στη βουκαμβίλια του απέναντι μπαλκονιού
κουλουριάζεται σα φίδι και εισχωρεί στο γέλιο των ανθρώπων
τρεις βυσσινιές σκιές κάτω στο δρόμο
συνομιλούν με τα σπουργίτια
η σιωπή τις προσπερνάει
το γεράκι στη μετόπη του Παρθενώνα αγρυπνά
τα μάρμαρα παγώνουν το σκοτάδι
η πόλη χτυπιέται απελπισμένη
ανθρώπινες κηλίδες απλώνονται
στα πάρκα, στις πλατείες, στους δρόμους
τα σκυλιά τις προσπερνούν
το πρωί ο αττικός ήλιος καθαρίζει τις λεπτομέρειες
και το γεράκι αναζητά την τροφή του
στους ήσυχους πολίτες που πηγαίνουν στη δουλειά τους
ρουφά τις σκέψεις τους και τις ξερνά στις Καρυάτιδες
ένα κενό απλώνεται
αδιαπέραστο κενό
το τότε και το τώρα
αυτοί κι εμείς
και μόνο το φως περνά
αδιάφορο για τα έμβια και τα άβια
τα στολίζει, τα προβάλλει
υπάρχει κανένας να τα δει;
Αναζητώντας τη χαμένη γη
Φεύγουν τα βράδια
στη λησμονιά του κόσμου
οι τελευταίοι ταξιδιώτες επιβιβάζονται
τα φώτα των πλοίων χάνονται
κι εμείς μένουμε μόνοι στους δρόμους μιας πόλης
σπαρμένης με θεούς και μύθους
στη σκιά αυτής της άνοιξης
το σκληρό ροζ της κουτσουπιάς
σκάβει το ήρεμο πράσινο των φύλλων
και γδέρνει την ανησυχία μέσα μας
περπατάμε και ακούμε
τα μάρμαρα να βογκούν
τα υπόγεια ποτάμια να αναστενάζουν
οι σκέψεις μας στάζουν κόμπο-κόμπο
κεντούν τις δικές μας σημαίες
σημαιοφόροι ξεχύνονται
και παρελαύνουν στους έρημους δρόμους
μπροστά σε ηρώα αφιερωμένα
σε νεκρούς πια θεούς
η πόλη μελετά τα σκοτάδια της και αντικρύζει το παρελθόν και το μέλλον της
οι λογιστές καταμετρούν τα κομμάτια της και υπολογίζουν τα συν και τα πλην των αποφάσεων
οι πολυκατοικίες γέρνουν από το βάρος των πράξεων
τα σπουργίτια ψάχνουν την κιβωτό της επιβίωσης
κι εμείς παραμονεύουμε
και χαράζουμε ερωτηματικά στα πεζοδρόμια
Το αδόκητο νόημα μιας λέξης
Αδιαφορία μυρίζω
μια μέρα σαν κι αυτή
όπου οι παρουσίες χαμηλώνουν
κι οι απουσίες ψηλώνουν
Αδιαφορία μυρίζω
καθώς ανιχνεύουμε ομοιώματα μονοπατιών
που μας οδηγούσαν σε πράξεις απρόσμενες
και όμως μόνοι πάλι μείναμε
Αδιαφορία μυρίζω
αυτή την άνοιξη που δεν θα 'ρθει
σαν υπόσχεση που λάμπει μακριά
κι όμως εμείς ξεμείναμε να λαχταράμε τις τυχαίες συναντήσεις
και τότε αναρωτιέμαι
πώς θα χαράξουμε τη σιωπή στα μαύρα νερά της λησμονιάς;
Πέρασαν;
Ένα μάτσο φωτογραφίες
δίπλα στον κάδο σκουπιδιών
αναστέναξαν
πεταλούδες πέταξαν μακριά
ένα χαμόγελο έμεινε
να αιωρείται πάνω από την πόλη
κι ύστερα έσβησε
και εμείς να αφουγκραζόμαστε
φωνές οικείες άλλοτε
και γέλια ανελέητα
από ανθρώπους που πέρασαν
και δεν στάθηκαν
σπίτια που τις φιλοξένησαν
κουράστηκαν και ξέφτισαν
πάγωσαν οι λέξεις
σκόρπισαν οι σκέψεις
τώρα που οι κορνίζες στέγνωσαν
εμείς οι κληρονόμοι των σπιτιών
δυσκολευόμαστε να τα βρούμε στον χάρτη της γενέθλιας πόλης
όλο και κάτι μας διαφεύγει
και οι μνήμες γυρνάν
και καρφώνονται στη δικιά μας ζωή.