Κάλαντα που δεν είπαμε

Μουσικοί. Μικρογραφία σε χειρόγραφο του συγγράμματος «Σύνοψις Ιστοριών» του Ιωάννη Σκυλίτζη. Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης
Μουσικοί. Μικρογραφία σε χειρόγραφο του συγγράμματος «Σύνοψις Ιστοριών» του Ιωάννη Σκυλίτζη. Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτης




Και τι θα πει αρ­χι­μη­νιά κι αρ­χι­χρο­νιά, ψη­λή μου δε­ντρο­λι­βα­νιά, κι άλ­λα τέ­τοια ωραία, έτσι εί­πε, πώς τό­ση βία για γιορ­τή μέ­σα σε τό­σο θά­να­το, άκου, χτυ­πά το κα­μπα­νά­κι στην Ιε­ρου­σα­λήμ και λέ­ει τους ση­με­ρι­νούς νε­κρούς, ζα­χα­ρο­κα­ντιο­ζύ­μω­τη, για αύ­ριο έχει ο θε­ός, με βιά­ση να χτι­στούν οι φάτ­νες, να σι­δε­ρω­θούν τα γιορ­τι­νά, να βγού­νε οι κα­λοί νοι­κο­κυ­ραί­οι με τα κα­λα­θά­κια τους, χί­λια χρό­νια να ζή­σου­νε, που τους χα­ρί­σα­νε οι κα­λήν εσπέ­ραν άρ­χο­ντες, οι ελε­ή­μο­νες, οι πο­λυ­χρο­νε­μέ­νοι, κι αρ­χή που βγή­κε ο Χρι­στός, τ’ αυ­τιά μας δεν ακού­νε πια έτσι που ακού­γα­νε, γλι­στρού­νε οι προ­σβο­λές στο κρά­νος της ανά­γκης και εξο­στρα­κί­ζο­νται, πλή­θος αγ­γέ­λων ψάλ­λου­σι, έχει και χοι­ρι­νό, κα­τε­ψυγ­μέ­νο ψά­ρι και τυ­ριά, αυ­γά και ζά­χα­ρη, να πω στ’ αρ­χο­ντι­κό σας, μό­νο κρα­σί για τη θύ­μη­ση δεν έχει, πού να ξέ­ρου­νε αυ­τοί, ξε­μά­θα­με από αν­θρω­πιά και μά­θα­με φι­λαν­θρω­πία, Χρι­στός γεν­νά­ται σή­με­ρον εν Βη­θλε­έμ τη πό­λει, αιώ­νες να κα­τα­χτυ­πάς κα­κό­μοι­ρε την πόρ­τα του ακρι­βού σου τό­που κι ύστε­ρα να σε κα­τα­τρο­πώ­νουν τα τσι­κό, έτσι για αστείο, εί­ναι αμαρ­τία, εσύ που σ’ άλ­λα μέ­ρη πή­γαι­νες που δε χω­ρού­σα­νε σε προ­σευ­χές νοι­κο­κυ­ραί­ων, πέ­τρα να μη ρα­γί­σει, και να ‘χει τώ­ρα λό­γο το δου­λί του κά­θε απα­τε­ώ­να, εκ της Περ­σί­ας έρ­χο­νται, μα όσο εσύ μο­νο­λο­γείς προ­ε­λαύ­νουν οι μα­γα­ρι­σιές, με πό­θον ερω­τώ­σι, κοί­τα, περ­νά­ει τώ­ρα η δι­μοι­ρία με τα λά­βα­ρα, κι όσο εμείς δι­στά­ζα­με εκεί­νοι ακό­νι­ζαν τα στι­λέ­τα τους στο υπο­γειά­κι της συ­ναί­νε­σης, ωραία ζέ­στη που ‘χει εδώ κά­τω, κο­ντά στο τζά­κι, συ ’σ’ αρ­χό­ντισ­σα, κυ­ρία, δε­κα­τρία χρό­νια ήταν αρ­κε­τά για τη με­τα­μόρ­φω­ση, να, τώ­ρα ένας γέ­ρος μαλ­θα­κός, δες κι εμέ το πα­λι­κά­ρι, πρώ­τος μπαί­νει θριαμ­βευ­τι­κά στο σώ­μα του συ­νυ­πο­σχε­τι­κού, το κα­λα­μά­ρι έγρα­φε, πρά­ξεις ανί­ε­ρες, ποια­νού παι­δί να ‘ναι το μπά­σταρ­δο που θα προ­κύ­ψει, βα­στά ει­κό­να και χαρ­τί, και τώ­ρα μες στης μο­να­ξιάς το θρόι­σμα ακούς που παια­νί­ζει η συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση, τε­λειώ­νου­νε οι λέ­ξεις σου, όσο να πεις δεν ήταν ανε­ξά­ντλη­τες, και το χαρ­τί ομί­λειε, όλο και πιο αραιά φτά­νει προ­σκε­κλη­μέ­νη μία στο τρα­πέ­ζι, σα δεν ηξεύ­ρεις γράμ­μα­τα, πες μας την αρ­φα­βή­τα, λι­τός θα εί­ναι τώ­ρα ο τρό­πος σου, όλο και πιο λι­τός μέ­ρα τη μέ­ρα, ώσπου στο τέ­λος θα απο­μεί­νει μο­να­χά το φύ­ση­μα μιας συλ­λα­βής, που όταν τη συλ­λα­βί­σεις θα χα­θεί ο κό­σμος σου, κατέ­βη­κε η πέρ­δι­κα να βρέ­ξει το φτε­ρό της, πρό­σε­ξε μην πλα­τειά­ζεις, μη λες το πρά­μα δυο φο­ρές, Βα­σί­λη, πό­θεν έρ­χε­σαι, κι ας εί­ν’ στη δεύ­τε­ρη φο­ρά που κοκ­κι­νί­ζει το μά­γου­λο της αλή­θειας, κά­τσε να τρα­γου­δή­σεις, έτσι σε ξέ­μα­θε των άλ­λων η ανά­γκη, πού τώ­ρα λες τη δυ­σκο­λία αντι­πε­ρι­σπα­σμό, κι όποιος κα­τά­λα­βε κα­τά­λα­βε, δί­χως της γί­νο­νται ανή­συ­χοι οι δε­σμο­φύ­λα­κες, αυ­τοί που τρέ­μουν τα όνει­ρα με τις φαλ­τσέ­τες στις αφώ­τι­στες γω­νιές, από της μά­νας μ’ έρ­χο­μαι και στο σχο­λειό μου πάω, κι όταν σε δουν θα ξε­κι­νή­σουν την ανά­κρι­ση, τρα­γού­δια δεν ηξεύ­ρω, θα απαι­τή­σουν μία συ­γκα­τά­θε­ση για να γλυ­κά­νει μες στο σπλά­χνο τους ο φό­βος, χλω­ρό ρα­βδί, ξε­ρό ρα­βδί, άσπρο στα­φύ­λι ρο­ζα­κί, γι’ αυ­τό φυ­λα­κί­ζα­νε όσους δεν εί­χαν εύ­και­ρη μια κου­βέ­ντα για τον μέ­σο όρο, κι ακό­μα έτσι κά­νουν, μη γε­λιό­μα­στε, πέρ­δι­κες κε­λαη­δού­σαν, κου­βέ­ντα που στα­μα­τά το κλά­μα των μω­ρών, εγώ ’μαι του ψα­ρά ο γυιός ο ψάλ­της κι ο γραμ­μα­τι­κός, σφυ­ρί­ζει τώ­ρα οκτώ η ώρα στις όχθες, το πλοίο κα­τε­βαί­νει τη διώ­ρυ­γα με τα ευ­πώ­λη­τα, έφη­βες Ερι­νύ­ες χτυ­πούν το τρι­γω­νά­κι τους μέ­σα στον ύπνο των αρ­χό­ντων, μαύ­ρα μου γλυ­κά μα­τά­κια, κι εσύ θα απο­χω­ρείς απ’ το όνει­ρο με μια υπό­κλι­ση, τέσ­σε­ρα βή­μα­τα πί­σω, πά­με τώ­ρα, Da Capo, να πιά­σου­με το νή­μα απ’ την επο­χή που ήμα­σταν κι εμείς παι­διά, τη μοί­ρα του την έγρα­φε, σε έναν τό­πο σαν βομ­βαρ­δι­σμέ­νη πό­λη που της έκλε­ψαν οι πορ­το­φο­λά­δες το πα­ρόν και τώ­ρα κοι­μά­ται γυ­μνή στα πα­γκά­κια ώσπου να επι­στρέ­ψεις, εγώ γράμ­μα­τα μά­θαι­να, παρ­θέ­νοι οι δρό­μοι της, παρ­θέ­νοι κι οι πα­ρά­δρο­μοι, τώ­ρα θα περ­πα­τάς δί­χως κα­νέ­να φό­βο, κάτσε να φας, κά­τσε να πιείς, σαν του ου­ρα­νού τα πε­τει­νά που πιά­νου­νε τον χρό­νο απ’ το σω­στό μα­νί­κι, και πό­θεν κα­τε­βαί­νεις, ένα ψί­χου­λο εδώ, ένα εκεί, μια ευ­λο­γία μες απ’ την πα­λά­μη του με­γά­λου μά­στο­ρα, άσπρε μου, κα­θά­ριε κρί­νε, δί­χως με­σο­λα­βή­σεις και προ­α­γω­γούς, εμείς θα το που­λή­σου­με ακρι­βά το το­μά­ρι μας, πες μας την αρ­φα­βή­τα, ζωή σκυ­φτή κι ανή­λια­γη, για τό­σο λί­γο χά­σα­με τα πά­ντα, το κα­λα­μά­ρι έγρα­φε, ζωή σαν για­πω­νέ­ζι­κο μπον­σάι, σα δεν ηξεύ­ρεις γράμ­μα­τα, που κου­βα­λά τη σκά­λα του στον ώμο σαν πρό­θυ­μο πρό­βα­το, και στο ρα­βδί τ’ ακού­μπη­σε, ας συμ­φω­νή­σου­με επι­τέ­λους τι εί­ναι το επέ­κει­να, δεν ήταν μό­νο πέρ­δι­κες, να ‘τοι οι με­τα­ξέ­νιοι στρα­τη­γοί, και πα­ρα­κεί οι πέ­τρι­νοι, δί­χως καρ­διά, εκεί­νοι που κρα­τά­νε τους λο­γα­ρια­σμούς, γα­ρυ­φαλ­λιές λε­βέ­ντι­κες, εσύ είχες ωραί­ους πα­τε­ρά­δες, μπά­σταρ­δους, που λέ­γα­με την άλ­λη ώρα, μά­τια μου, κι ας σε ξυ­πνού­σα, και έναν-έναν τους καρ­φώ­σα­με στο πέ­το το πα­ρά­ση­μο, μες στον ωραίο ύπνο κά­τω από τις ακα­κί­ες, πως περ­πα­τεί λε­βέ­ντι­κα, λου­σμέ­νοι δί­καιο ήλιο και γω­νιές γα­λά­ζιες του ου­ρα­νού, κά­τω από τρού­λους ορα­τούς μα­κριά ως την Πα­λαι­στί­νη, και πα­ντο­κρά­το­ρες με κο­ντο­πα­ντέ­λο­να και τό­ξα ου­ρά­νια σκυμ­μέ­να πά­νω από τον άνε­μο, οι ου­ρα­νοί αγάλ­λο­νται, κα­νέ­νας δε στα δώ­ρι­σε, εξόν κι η Χά­ρις πα­ρα­κο­λου­θού­σε τό­τε αμί­λη­τη, Ανά­στα­ση χτυ­πού­σε μες στο στή­θος σου, μο­νά­χη, σαν κα­μπά­να σε ερη­μο­κλή­σι, και ποι­η­τής των όλων, τώ­ρα κα­νείς δε γιορ­τά­ζει τον αδι­κη­μέ­νο μέ­σα στα σω­θι­κά του, και τού­το άξιον εστί, που έχει την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη και μο­νο­λο­γεί, βαστά­ει ει­κό­να και χαρ­τί, βλέ­πει βα­θιά στον ύπνο του το πλοίο που βυ­θί­ζε­ται, κα­λεί βο­ή­θεια κι ο κα­πε­τά­νιος δεν ακού­ει, αυ­τός κοι­τά­ζει τη ρου­λέ­τα, μα­γνή­τι­σε το βλέμ­μα του η μπί­λια που χο­ρο­πη­δά ανά­στρο­φα στο σύ­μπαν της χί­μαι­ρας, από της μά­νας μ’ έρ­χο­μαι και στο σχο­λειό μου πάω, τώ­ρα το κα­ρά­βι μπά­ζει νε­ρά κι οι ναύ­τες στέ­κο­νται σε λά­θος βάρ­διες, πό­σες φο­ρές με κλά­μα­τα, κι εσύ πι­σθά­γκω­να δε­μέ­νος στο κρε­βα­τά­κι του ύπνου, σαν Οδυσ­σέ­ας στο κα­τάρ­τι, νά ’χεις το Θεό βο­ή­θεια, να δεις αν εί­ναι δυο τα στό­μα­τα του ονεί­ρου ή πε­ρισ­σό­τε­ρα, σαν της Λερ­ναί­ας Ύδρας, και να η πρώ­τη σου αμαρ­τία, και στα πε­ρι­κλω­νά­ρια της, που ακού­μπη­σες την κρύα σάρ­κα του ιε­ρο­ε­ξε­τα­στή, κι υπέ­γρα­ψες δί­χως να ξε­φυλ­λί­σεις δεύ­τε­ρη φο­ρά τη σκέ­ψη, μαύ­ρα μά­τια να δια­λέ­ξω, κι ήταν εκεί­νη η στιγ­μή που έσπα­σε η πόρ­πη της ενη­λι­κί­ω­σης, όπως υμέ­νας που παλ­λό­ταν στην ηχώ άλ­λης ζω­ής και ξαφ­νι­κά μαρ­μά­ρω­σε, και τό­τε η στιγ­μή ορ­θώ­θη­κε μο­νά­χη της και σφά­λι­σε την πόρ­τα του κε­λιού με το κλει­δί της, όργα­νο βα­στά­ει, κε­ρί κρα­τεί, και χτύ­πη­σαν μο­νά­χες οι κα­μπά­νες του νη­σιού, γλί­στρη­σε το στό­μα της βέ­ρας στον πα­ρά­με­σο, τώ­ρα ήσουν πια ενή­λι­κας και εί­χες πλή­ρη δι­καιώ­μα­τα στις απρέ­πειες, τον ρή­γα, τον λε­βέ­ντη μας, ένα κα­λά­θι ελε­η­μο­σύ­νη από δω, μια σύ­ντα­ξη εκεί, και μια όμορ­φη στο τέ­λος τε­λε­τή, δώ­ρο κι αυ­τή στο πα­νε­ρά­κι των απο­χω­ρή­σε­ων, με τα απα­ραί­τη­τα της λή­θης, σι­τά­ρι και κρα­σί για τις γιορ­τές που ξε­χα­στή­κα­νε, κι αν ήσου­να του­λά­χι­στον ένας Κα­νά­ρης ή ένας έστω Για­μπου­δά­κης, στη γη να περ­πα­τή­σει, μα όσο εσύ πε­ρί­με­νες πλή­θαι­ναν οι χει­ρο­πια­στές απο­δεί­ξεις, ξε­φτί­ζα­νε τα φύλ­λα του ακα­τα­νό­η­του, στέ­γνω­ναν οι αλή­θειες σαν σε­ντό­νι απλω­μέ­νο στον ήλιο, και ξάφ­νου απο­μα­γνη­τί­στη­κε το σκα­ρί του κό­σμου κι έγει­ρε, και κά­θε πράγ­μα τώ­ρα θα ‘χα­νε δια πα­ντός το σια­μαίο εί­δω­λό του, χαί­ρει η φύ­σις όλη, τώ­ρα το ψω­μί θα ‘ταν ψω­μί και το μα­χαί­ρι μα­χαί­ρι, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, μα η δι­κή σου η ζωή μουρ­μού­ρα­γε πα­ράλ­λη­λα σ’ αυ­τήν εδώ, δεν εί­χε ανά­γκη αυ­τή από αθλο­θέ­τες, ας ξε­κι­νού­σε αμέ­σως η γιορ­τή, ο Μέ­γας Μα­ρα­θώ­νιος, ο Ανά­στρο­φος, που ‘χε το τέρ­μα του στην καρ­διά της πρώ­της μά­χης, αυ­τής που μέ­σα στους αιώ­νες πε­ρη­φα­νευό­σου­να πως έζη­σες και πως πο­λέ­μη­σες, εγώ γράμ­μα­τα μά­θαι­να, τρα­γού­δια δεν ηξεύ­ρω, μα ού­τε που τους πέ­ρα­σε απ’ το νου πως μες στο απο­ξη­ρα­μέ­νο όνει­ρο βύ­ζαι­νες μυ­στι­κά τον άλ­λο χρό­νο, και το χαρ­τί ομί­λει, λί­γο πριν να φα­νεί η συμ­μο­ρία με τους λη­στές, με το μα­στί­γιο της γλώσ­σας κρο­τα­λί­ζο­ντας πως τού­τα τα Χρι­στού­γεν­να θα φέρ­να­νε το πο­τα­πό πε­σκέ­σι, που βέ­βαια δε σ’ ακού­μπη­σε εσέ­να τό­σο, κα­λήν ημέ­ραν άρ­χο­ντες, όσο εκεί­νον τον από­γο­νο που κά­πο­τε θα ανα­θυ­μό­ταν, με σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι, έναν παπ­πού που αλ­λα­ξο­πί­στη­σε, ιδα­νι­κός πί­σω απ’ τις πυ­ρο­βο­λαρ­χί­ες της αγνό­τη­τας, πα­τώ­ντας με πα­τού­σες στέ­ρε­ες το άβα­το που κά­πο­τε μας κρά­τη­σε κι εμάς παι­διά, και μας ετάι­σε γα­λά­ζιο του ου­ρα­νού δί­χως να ξέ­ρου­με.

Κι αρ­χή κα­λός μας Χρό­νος.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: