Και τι θα πει αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι άλλα τέτοια ωραία, έτσι είπε, πώς τόση βία για γιορτή μέσα σε τόσο θάνατο, άκου, χτυπά το καμπανάκι στην Ιερουσαλήμ και λέει τους σημερινούς νεκρούς, ζαχαροκαντιοζύμωτη, για αύριο έχει ο θεός, με βιάση να χτιστούν οι φάτνες, να σιδερωθούν τα γιορτινά, να βγούνε οι καλοί νοικοκυραίοι με τα καλαθάκια τους, χίλια χρόνια να ζήσουνε, που τους χαρίσανε οι καλήν εσπέραν άρχοντες, οι ελεήμονες, οι πολυχρονεμένοι, κι αρχή που βγήκε ο Χριστός, τ’ αυτιά μας δεν ακούνε πια έτσι που ακούγανε, γλιστρούνε οι προσβολές στο κράνος της ανάγκης και εξοστρακίζονται, πλήθος αγγέλων ψάλλουσι, έχει και χοιρινό, κατεψυγμένο ψάρι και τυριά, αυγά και ζάχαρη, να πω στ’ αρχοντικό σας, μόνο κρασί για τη θύμηση δεν έχει, πού να ξέρουνε αυτοί, ξεμάθαμε από ανθρωπιά και μάθαμε φιλανθρωπία, Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, αιώνες να καταχτυπάς κακόμοιρε την πόρτα του ακριβού σου τόπου κι ύστερα να σε κατατροπώνουν τα τσικό, έτσι για αστείο, είναι αμαρτία, εσύ που σ’ άλλα μέρη πήγαινες που δε χωρούσανε σε προσευχές νοικοκυραίων, πέτρα να μη ραγίσει, και να ‘χει τώρα λόγο το δουλί του κάθε απατεώνα, εκ της Περσίας έρχονται, μα όσο εσύ μονολογείς προελαύνουν οι μαγαρισιές, με πόθον ερωτώσι, κοίτα, περνάει τώρα η διμοιρία με τα λάβαρα, κι όσο εμείς διστάζαμε εκείνοι ακόνιζαν τα στιλέτα τους στο υπογειάκι της συναίνεσης, ωραία ζέστη που ‘χει εδώ κάτω, κοντά στο τζάκι, συ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία, δεκατρία χρόνια ήταν αρκετά για τη μεταμόρφωση, να, τώρα ένας γέρος μαλθακός, δες κι εμέ το παλικάρι, πρώτος μπαίνει θριαμβευτικά στο σώμα του συνυποσχετικού, το καλαμάρι έγραφε, πράξεις ανίερες, ποιανού παιδί να ‘ναι το μπάσταρδο που θα προκύψει, βαστά εικόνα και χαρτί, και τώρα μες στης μοναξιάς το θρόισμα ακούς που παιανίζει η συνταξιοδότηση, τελειώνουνε οι λέξεις σου, όσο να πεις δεν ήταν ανεξάντλητες, και το χαρτί ομίλειε, όλο και πιο αραιά φτάνει προσκεκλημένη μία στο τραπέζι, σα δεν ηξεύρεις γράμματα, πες μας την αρφαβήτα, λιτός θα είναι τώρα ο τρόπος σου, όλο και πιο λιτός μέρα τη μέρα, ώσπου στο τέλος θα απομείνει μοναχά το φύσημα μιας συλλαβής, που όταν τη συλλαβίσεις θα χαθεί ο κόσμος σου, κατέβηκε η πέρδικα να βρέξει το φτερό της, πρόσεξε μην πλατειάζεις, μη λες το πράμα δυο φορές, Βασίλη, πόθεν έρχεσαι, κι ας είν’ στη δεύτερη φορά που κοκκινίζει το μάγουλο της αλήθειας, κάτσε να τραγουδήσεις, έτσι σε ξέμαθε των άλλων η ανάγκη, πού τώρα λες τη δυσκολία αντιπερισπασμό, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε, δίχως της γίνονται ανήσυχοι οι δεσμοφύλακες, αυτοί που τρέμουν τα όνειρα με τις φαλτσέτες στις αφώτιστες γωνιές, από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω, κι όταν σε δουν θα ξεκινήσουν την ανάκριση, τραγούδια δεν ηξεύρω, θα απαιτήσουν μία συγκατάθεση για να γλυκάνει μες στο σπλάχνο τους ο φόβος, χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, άσπρο σταφύλι ροζακί, γι’ αυτό φυλακίζανε όσους δεν είχαν εύκαιρη μια κουβέντα για τον μέσο όρο, κι ακόμα έτσι κάνουν, μη γελιόμαστε, πέρδικες κελαηδούσαν, κουβέντα που σταματά το κλάμα των μωρών, εγώ ’μαι του ψαρά ο γυιός ο ψάλτης κι ο γραμματικός, σφυρίζει τώρα οκτώ η ώρα στις όχθες, το πλοίο κατεβαίνει τη διώρυγα με τα ευπώλητα, έφηβες Ερινύες χτυπούν το τριγωνάκι τους μέσα στον ύπνο των αρχόντων, μαύρα μου γλυκά ματάκια, κι εσύ θα αποχωρείς απ’ το όνειρο με μια υπόκλιση, τέσσερα βήματα πίσω, πάμε τώρα, Da Capo, να πιάσουμε το νήμα απ’ την εποχή που ήμασταν κι εμείς παιδιά, τη μοίρα του την έγραφε, σε έναν τόπο σαν βομβαρδισμένη πόλη που της έκλεψαν οι πορτοφολάδες το παρόν και τώρα κοιμάται γυμνή στα παγκάκια ώσπου να επιστρέψεις, εγώ γράμματα μάθαινα, παρθένοι οι δρόμοι της, παρθένοι κι οι παράδρομοι, τώρα θα περπατάς δίχως κανένα φόβο, κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, σαν του ουρανού τα πετεινά που πιάνουνε τον χρόνο απ’ το σωστό μανίκι, και πόθεν κατεβαίνεις, ένα ψίχουλο εδώ, ένα εκεί, μια ευλογία μες απ’ την παλάμη του μεγάλου μάστορα, άσπρε μου, καθάριε κρίνε, δίχως μεσολαβήσεις και προαγωγούς, εμείς θα το πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας, πες μας την αρφαβήτα, ζωή σκυφτή κι ανήλιαγη, για τόσο λίγο χάσαμε τα πάντα, το καλαμάρι έγραφε, ζωή σαν γιαπωνέζικο μπονσάι, σα δεν ηξεύρεις γράμματα, που κουβαλά τη σκάλα του στον ώμο σαν πρόθυμο πρόβατο, και στο ραβδί τ’ ακούμπησε, ας συμφωνήσουμε επιτέλους τι είναι το επέκεινα, δεν ήταν μόνο πέρδικες, να ‘τοι οι μεταξένιοι στρατηγοί, και παρακεί οι πέτρινοι, δίχως καρδιά, εκείνοι που κρατάνε τους λογαριασμούς, γαρυφαλλιές λεβέντικες, εσύ είχες ωραίους πατεράδες, μπάσταρδους, που λέγαμε την άλλη ώρα, μάτια μου, κι ας σε ξυπνούσα, και έναν-έναν τους καρφώσαμε στο πέτο το παράσημο, μες στον ωραίο ύπνο κάτω από τις ακακίες, πως περπατεί λεβέντικα, λουσμένοι δίκαιο ήλιο και γωνιές γαλάζιες του ουρανού, κάτω από τρούλους ορατούς μακριά ως την Παλαιστίνη, και παντοκράτορες με κοντοπαντέλονα και τόξα ουράνια σκυμμένα πάνω από τον άνεμο, οι ουρανοί αγάλλονται, κανένας δε στα δώρισε, εξόν κι η Χάρις παρακολουθούσε τότε αμίλητη, Ανάσταση χτυπούσε μες στο στήθος σου, μονάχη, σαν καμπάνα σε ερημοκλήσι, και ποιητής των όλων, τώρα κανείς δε γιορτάζει τον αδικημένο μέσα στα σωθικά του, και τούτο άξιον εστί, που έχει την πλάτη γυρισμένη και μονολογεί, βαστάει εικόνα και χαρτί, βλέπει βαθιά στον ύπνο του το πλοίο που βυθίζεται, καλεί βοήθεια κι ο καπετάνιος δεν ακούει, αυτός κοιτάζει τη ρουλέτα, μαγνήτισε το βλέμμα του η μπίλια που χοροπηδά ανάστροφα στο σύμπαν της χίμαιρας, από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω, τώρα το καράβι μπάζει νερά κι οι ναύτες στέκονται σε λάθος βάρδιες, πόσες φορές με κλάματα, κι εσύ πισθάγκωνα δεμένος στο κρεβατάκι του ύπνου, σαν Οδυσσέας στο κατάρτι, νά ’χεις το Θεό βοήθεια, να δεις αν είναι δυο τα στόματα του ονείρου ή περισσότερα, σαν της Λερναίας Ύδρας, και να η πρώτη σου αμαρτία, και στα περικλωνάρια της, που ακούμπησες την κρύα σάρκα του ιεροεξεταστή, κι υπέγραψες δίχως να ξεφυλλίσεις δεύτερη φορά τη σκέψη, μαύρα μάτια να διαλέξω, κι ήταν εκείνη η στιγμή που έσπασε η πόρπη της ενηλικίωσης, όπως υμένας που παλλόταν στην ηχώ άλλης ζωής και ξαφνικά μαρμάρωσε, και τότε η στιγμή ορθώθηκε μονάχη της και σφάλισε την πόρτα του κελιού με το κλειδί της, όργανο βαστάει, κερί κρατεί, και χτύπησαν μονάχες οι καμπάνες του νησιού, γλίστρησε το στόμα της βέρας στον παράμεσο, τώρα ήσουν πια ενήλικας και είχες πλήρη δικαιώματα στις απρέπειες, τον ρήγα, τον λεβέντη μας, ένα καλάθι ελεημοσύνη από δω, μια σύνταξη εκεί, και μια όμορφη στο τέλος τελετή, δώρο κι αυτή στο πανεράκι των αποχωρήσεων, με τα απαραίτητα της λήθης, σιτάρι και κρασί για τις γιορτές που ξεχαστήκανε, κι αν ήσουνα τουλάχιστον ένας Κανάρης ή ένας έστω Γιαμπουδάκης, στη γη να περπατήσει, μα όσο εσύ περίμενες πλήθαιναν οι χειροπιαστές αποδείξεις, ξεφτίζανε τα φύλλα του ακατανόητου, στέγνωναν οι αλήθειες σαν σεντόνι απλωμένο στον ήλιο, και ξάφνου απομαγνητίστηκε το σκαρί του κόσμου κι έγειρε, και κάθε πράγμα τώρα θα ‘χανε δια παντός το σιαμαίο είδωλό του, χαίρει η φύσις όλη, τώρα το ψωμί θα ‘ταν ψωμί και το μαχαίρι μαχαίρι, τίποτα περισσότερο, μα η δική σου η ζωή μουρμούραγε παράλληλα σ’ αυτήν εδώ, δεν είχε ανάγκη αυτή από αθλοθέτες, ας ξεκινούσε αμέσως η γιορτή, ο Μέγας Μαραθώνιος, ο Ανάστροφος, που ‘χε το τέρμα του στην καρδιά της πρώτης μάχης, αυτής που μέσα στους αιώνες περηφανευόσουνα πως έζησες και πως πολέμησες, εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω, μα ούτε που τους πέρασε απ’ το νου πως μες στο αποξηραμένο όνειρο βύζαινες μυστικά τον άλλο χρόνο, και το χαρτί ομίλει, λίγο πριν να φανεί η συμμορία με τους ληστές, με το μαστίγιο της γλώσσας κροταλίζοντας πως τούτα τα Χριστούγεννα θα φέρνανε το ποταπό πεσκέσι, που βέβαια δε σ’ ακούμπησε εσένα τόσο, καλήν ημέραν άρχοντες, όσο εκείνον τον απόγονο που κάποτε θα αναθυμόταν, με σκυμμένο το κεφάλι, έναν παππού που αλλαξοπίστησε, ιδανικός πίσω απ’ τις πυροβολαρχίες της αγνότητας, πατώντας με πατούσες στέρεες το άβατο που κάποτε μας κράτησε κι εμάς παιδιά, και μας ετάισε γαλάζιο του ουρανού δίχως να ξέρουμε.
Κι αρχή καλός μας Χρόνος.