Παρόλο που ο πατέρας του Τάχερ είχε αποφασίσει να μη βγάλει ποτέ τα μαύρα, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, οι κάτοικοι του χωριού τον είδαν να πηγαίνει στο ποτάμι φορώντας ένα γαλάζιο, φθαρμένο πουκάμισο.
Αν μείνει ζωντανός μέχρι το φθινόπωρο, τότε θα ζήσει και την τέταρτη επέτειο της ταφής τού μικρού μπόγου, που μέσα του ο πατέρας του Τάχερ μια στιγμή είχε δει κάτι καμένα και μαύρα κομματάκια, δύο σκασμένα μάτια κι ένα πρόσωπο γεμάτο δόντια και του είχαν πει πως αυτά ήταν ο Τάχερ.
Κάποια αγόρια κολυμπούσαν στο ποτάμι. Την προηγούμενη μέρα, ο πατέρας του Τάχερ τα είχε δει ξανά, επιστρέφοντας από τις ατέλειωτες βόλτες του στο νεκροταφείο κι από την ατελείωτη ανάγνωση των ονομάτων στις ταφόπλακες μπορούσε πια δίχως καμιά δυσκολία να τα ανακαλέσει όλα στη μνήμη του. Είχε δει τα παιδιά να παίζουν στο ποτάμι και το νερό έπαιρνε το γέλιο τους μαζί του κι ήταν αδύνατο η φωτιά να κάνει στάχτη ούτε ένα τους, όπως είχε κάνει τον Τάχερ. Ο πατέρας του Τάχερ είχε χαιρετήσει τα αγόρια κι ένα από τα αγόρια είχε φωνάξει:
― Γεια σας, περιμένετε λίγο...
Κι είχε βουτήξει ξανά στο νερό και κρατώντας ένα κεραμίδι γεμάτο βρύα, είχε ξανά βγει λέγοντας:
― Δείτε το. Το θέλετε;
Ο πατέρας του Τάχερ ήταν λεπτός. Ακόμη κι αν έβαφε τα μαλλιά του, κι αν γελούσε με κλειστό στόμα για να μη δει κανείς τα ψεύτικα του δόντια, πάλι το άνοιγμα των ματιών κι η προσπάθεια για να δει το κεραμίδι, θα πρόδιδαν τα γερατειά του.
Είχε πει: τι είναι αυτό;
― Είναι κεραμίδι!
Τα άλλα αγόρια πετούσαν ένα μήλο το ένα στο άλλο και κολυμπούσαν προς τον πατέρα του Τάχερ.
―Το βρήκα στο βυθό!
Έκανε με το δάχτυλο μια τρύπα στο νερό.
Ο πατέρας του Τάχερ είχε πει: εντάξει, εντάξει. Πρόσεχε όμως να μη πνιγείς. Πως σε λένε;
― Τάχερ!
Ο μπόγος άνοιξε ξανά. Πάλι το τσαλακωμένο δέρμα, τα σκασμένα μάτια κι εκείνα τα δόντια... Το στήθος του πατέρα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και το παγωμένο καλοκαίρι κόλλησε το μαύρο πουκάμισο στην πλάτη του. Κοίταξε πίσω του για να βρει κάπου να ακουμπήσει. Ούτε τοίχος ούτε πεζούλι, τίποτα δεν υπήρχε! Έβαλε τις παλάμες του στην άμμο, γονάτισε κι έκατσε.
Τράβηξε τα απομακρυσμένα δάχτυλά του από τα χέρια και τα έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του (έλα, ρε γέρο) κι έβγαλε ένα βαζάκι.
Μέχρι να μπορέσει να ανοίξει το καπάκι του μικρού βάζου και να βγάλει την μικρή κόκκινη σφαίρα της νιτρογλυκερίνης για να την βάλει κάτω απ’ τη γλώσσα του, θάψανε τον Τάχερ, τον έβγαλαν από το χώμα, τον ξαναέθαψαν, τον σκέπασαν με όλο το χώμα, ύστερα καθάρισαν το χώμα κι έβγαλαν το πτώμα από την σκοτεινιά του λάκκου και τον ξαναέθαψαν και...
Την ίδια νύχτα, ο ποταμός κυλώντας προς τη θάλασσα χτυπούσε τα νερά του με θόρυβο αμφίπλευρα στους θαλασσόβραχους τόσο που οι κάτοικοι του χωριού είχαν ξυπνήσει. Ο πατέρας μέχρι το επόμενο μεσημέρι στριφογύριζε στο κρεβάτι. Το μεσημέρι έφαγε λίγο για να μπορέσει να καπνίσει. Δεν πήγε προς το παράθυρο. Δεν άγγιξε την κουρτίνα και προσπαθούσε να μην κοιτάξει πολύ τον πίνακα επάνω στο ράφι. Γιατί δεν πήρε το κεραμίδι από τον Τάχερ;
Θα μπορούσε να καθαρίσει τα βρύα και να το βάλει δίπλα στον καθρέφτη ή πάνω στο ράφι κι επίσης θα μπορούσε πότε πότε να προσκαλεί τον Τάχερ στο δωμάτιό του για παρέα και κουβέντα.
Μπορεί άραγε ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του στα βάθη του ποταμού; Δεν έχει φύκια; Ούτε ψάρια; Μπορείς άραγε να δεις τον ουρανό από κάτω που σίγουρα δεν θα είναι πια γαλάζιος! Στα βάθη του νερού πως μπορεί να καταλάβει κανείς τι μέρα είναι; Δεν νομίζω να έχει πολύ θόρυβο. Εκεί τα αυτιά των ανθρώπων δεν γεμίζουν μυρμήγκια. Τα σκουλήκια, τα σαμιαμίδια δεν τριγυρίζουν σε στόμα ανθρώπου. Κάτω από μια σκεπή φτιαγμένη με υδάτινα κεραμίδια, σε ένα δωμάτιο με τοίχους από νερό, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν ο άλλος κλαίει.
Εκείνη την ημέρα ο πατέρας πριν κλάψει, βγήκε από το σπίτι κι οι κάτοικοι του χωριού τον είδαν να φορά ένα γαλάζιο, παλιό πουκάμισο και να πηγαίνει προς το ποτάμι. Τα αγόρια κολυμπούσαν στο νερό κι ο Τάχερ ήταν ανάσκελα.
Είπε: γειά σας
Ο πατέρας είπε: γειά σου, είσαι καλά;
Ο Τάχερ είπε: Εσείς τι κάνετε;
Ο πατέρας είπε: ε, σήμερα έχει πολύ ζέστη.
Ο Τάχερ είπε: τότε γιατί δεν βγάζετε τα ρούχα σας; Το ποτάμι αυτό είναι για όλους!
Ο πατέρας είπε: έχω γεράσει πια, δεν μπορώ να επιπλέω στο νερό.
Ο Τάχερ είπε: ανεβάστε τα μπατζάκια σας, μπορείτε!
Ο πατέρας έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του. Ανέβασε τα μπατζάκια του μέχρι τα γόνατα, κάθισε πάνω σε έναν γερτό βράχο κι έβαλε τα πόδια του στο νερό. Η δροσιά του νερού έπιασε τα κόκαλά του.
Κι είπε: τι το έκανες το κεραμίδι;
Έβαλε δυο-τρία σπίρτα για να ανάψει το τσιγάρο.
Ο Τάχερ είπε: το ξαναέβαλα στη θέση του.
Ο πατέρας ρώτησε: στη θέση του;
Τα αγόρια κολυμπούσαν προς το μήλο.
Ο Τάχερ είπε: εδώ κάτω υπάρχει ένα σπίτι.
Ο πατέρας μαζί με καπνό και το χαμόγελο τού είπε: σπίτι; Εκεί κάτω;;
Το ένα αγόρι που είχε φτάσει στο μήλο, φώναξε: ναι, αλήθεια! θέλετε να σας φέρω τα κεραμίδια του;
Πριν ο πατέρας προλάβει να απαντήσει, όλοι βυθίστηκαν στο νερό. Το μήλο έφυγε. Μια μεγάλη σκιά από περιστέρια έφτιαξε για λίγα δευτερόλεπτα μια γέφυρα πάνω απ΄το ποτάμι. Ο πατέρας κοιτούσε ανήσυχα την άδεια επιφάνεια του νερού.
Το ποτάμι ήταν αθόρυβο σαν ανώνυμη ταφόπετρα.
Ο πατέρας σηκώθηκε και μπήκε στο ποτάμι μέχρι τα γόνατα. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει πως ήθελε να φωνάξει: ‘’βγείτε, τρελοί’’ ένας ένας βγήκαν από το νερό.
Ήταν με τα στόματα στραμμένα προς τον ουρανό και κοντανάσαιναν για να πάρουν αέρα τα κόκαλά τους. Ο καθένας κρατούσε κι από ένα κεραμίδι. Ο Τάχερ βγήκε τελευταίος. Τα μαλλιά είχαν κολλήσει στο μέτωπό του. Από τον λαιμό του και κάτω είχε κάπως φορέσει το νερό που η γύμνια του δεν φαινόταν. Πάνω απ΄το κεφάλι του κουνούσε το πλαίσιο από ένα παράθυρο. Εκεί κάτω υπάρχει κι ένα ρολόι κολλημένο σε ένα ξύλο.
― Δεν μπορείς να το ξεκολλήσεις;
― Υπάρχουν κι άλλα πολλά.
Και ξαναβούτηξαν στο νερό.
Τα σπασμένα κομμάτια ενός καθρέφτη που από πίσω είχε κολλημένα τετράγκαθα, τα σκουριασμένα κουτάλια, οι στραπατσαρισμένοι δίσκοι...
Ο Τάχερ: Δες το! άργησε να βγει από το νερό κι όλοι είχαν ανησυχήσει. Το πρόσωπό του είχε μελανιάσει.
Κρατώντας μια αρβύλα κολυμπούσε με δυσκολία. Στην άλλη πλευρά του ποταμού ένα ηλιοτρόπιο είχε σκύψει προς το χώμα. Μια λεύκα με τα κλαδιά της είχε ακουμπήσει τον τοίχο του νεκροταφείου.
Η αρβύλα δεν είχε κορδόνι. Ούτε είχε τη μυρωδιά απ’ τα πόδια κανενός, ούτε ήχος τρεξίματος έβγαινε από μέσα της. Ήταν κρύα και γεμάτη λάσπη. Ο πατέρας σαν μια μικρή σωρό την πήρε από τον Τάχερ. Τα αγόρια ξάπλωσαν πάνω στην άμμο. Ο Τάχερ ήταν ψηλός. Οι φρεσκοξυρισμένες τρίχες του ήταν μούσκεμα. Τα μάτια του ήταν ήρεμα σαν το νερό, ήταν γαλάζια σαν το νερό.
Ο Τάχερ είπε: ντυθείτε παιδιά, θα κρυώσετε, να μου φέρει κάποιος τα ρούχα μου.
Ο πατέρας είπε: πες μου τι γίνεται εκεί κάτω;
Ο Τάχερ κούμπωνε τα κουμπιά του πουκάμισου του.
Ο πατέρας είπε: σε σένα μιλάω, τι έχει εκεί κάτω;
Ο Τάχερ έβαζε τις κάλτσες του και είπε: τίποτα!
Ο πατέρας είπε: δηλαδή δεν υπάρχει σπίτι;
Ο Τάχερ είπε: Όχι!
Όλοι κοιτούσαν τα κεραμίδι, τα κομματάκια του καθρέφτη, το παράθυρο και την αρβύλα.
Ο Τάχερ είπε: εμείς είχαμε ρίξει αυτά τα πράγματα στο ποτάμι. Αντίο!
Ο πατέρας είπε: γιατί;
Τα αγόρια είχαν απομακρυνθεί.
Ο πατέρας φώναξε: γιατί Τάχερ; Γιατί; Τάχερ;
Έκατσε στο βράχο μέχρι να σκοτεινιάσει κοιτώντας το νερό που σιγά σιγά θόλωνε και μαύριζε.
Όταν έκλεινε τα μάτια του μπορούσε να ακούσει τον ήχο του ποταμού που ριχνόταν στη θάλασσα. Η αρβύλα ήταν παρατημένη στην άμμο και το σκοτάδι είχε βάλει το χέρι του μέσα της.
Την ίδια νύχτα ο πατέρας πήρε την αρβύλα στο σπίτι και την έβαλε στο ράφι. Δεν έκλεισε την
πόρτα ούτε άγγιξε την κουρτίνα. Πήγε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε με μάτια ανοιχτά. Λίγο μετά
ή λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το ποτάμι μπήκε από την ανοιχτή πόρτα και σκέπασε τον πατέρα και την αρβύλα.