Χτες, 31/12/23, ο Χάρτης, το ψηφιακό πλέον περιοδικό μας, έκλεισε πέντε έτη αδιάλειπτης ανά μήνα παρουσίας στο διαδίκτυο. Σχεδόν αδιάλειπτη ήταν και η δική μου συμμετοχή σ’ όλη αυτή την πενταετία η οποία μας έφερε σε μια νέα εποχή προσφέροντας πρόσβαση στη τεχνητή νοημοσύνη σε όλους τους χρήστες του διαδικτύου, και διαμορφώνοντας ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο επικοινωνίας. Ωστόσο, όπως πάντα συμβαίνει με τις εντυπωσιακές τεχνολογικές αλλαγές, παρατηρείται παράλληλα μια εμμονή και στασιμότητα σε αρχέγονες μορφές κοινωνικής, διαπροσωπικής και διακρατικής συμπεριφοράς.
Δεν χρειάζεται νομίζω να αναφερθώ σε παραδείγματα. Είναι παγκοίνως γνωστά. Απλώς να επισημάνω ότι πρόκειται για μια διαπίστωση που εκφράζεται από τη γαλλική φράση plus ça change, plus c'est la même chose (όσο περισσότερο αλλάζει τόσο περισσότερο παραμένει το ίδιο), που εισήγαγε ο δημοσιογράφος Alphonse Karr το 1849, υποθέτω μέσα στη διάψευση της ελπίδας που είχαν δημιουργήσει οι εξεγέρσεις του 1848 σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Προς επίρρωση των παραπάνω, παραθέτω κάποιου στίχους γραμμένους προ εβδομηκονταετίας, από μια σεμνή, χαμηλόφωνη –αλλά αξιότατη– μορφή των γραμμάτων μας, που πιθανότατα ελάχιστοι θυμούνται, τη Δέσποινας Καμπάνη Δετζώρτζη. Θαρρείς πως γράφτηκαν στις μέρες μας.
Τα αποσπάσματα είναι από τις σελίδες 40-42 και 45-46 της συλλογής Ημιτόνια που υπογράφει η Δέσποινα Δετζώρτζη, και εκδόθηκε στην Αθήνα, σε επιμέλεια Νάσου Δετζώρτζη, το 1953.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.
Εσύ
μικρή θηλυκή μορφή
που περπατάς προσεχτικά από αιώνα σε αιώνα
και μου μοιάζεις
διαρκώς περιμένεις το χειρότερο
και διαρκώς αφουγκράζεσαι,
και μέσα στα βιολιά και τα λαγούτα του πανηγυριού,
το μακρινόν αχό
κάποιας μάχης
που ποτέ δεν τελειώνει
πριν αρχίσει η άλλη,
ψιλή κλωστή κλαδίζει η φωνή σου
μες απ’ τα βάθη σου
ψάχνοντας να με βρει,
απιθώνεται ως χέρι
του γέρου δάσκαλου που μου πρωτοδίδαξε τα γράμματα
στην Πρώτη του Δημοτικού,
με τρυφερή και έκπληκτην επιτίμηση στον ώμο μου,
και με τραβάει πίσω,
να μην εγκαταλείψω τη μοίρα μου,
να κάψω τα καράβια
τραβηγμένα όπως είναι
στην ήμερη αμμουδιά,
να σταθώ εδώ,
και να διαλέξω να πεθάνω
στο πλευρό σου.
[,,,]
Πάνω
στο τραπέζι
μένουν ακόμα ψίχουλα
από το τελευταίο δείπνο, είναι χλια η χόβολη
από την τελευταία φωτιά
που ανάψαμε στο τζάκι
πριν γκρεμιστεί
απ’ το βομβαρδισμό.
Αχ, είναι ωραία,
είναι ωραία
τραβώντας για την ξενιτιά
να σταματάς
ακόμα λίγο
στο τελευταίο
δικό σου δάσος, περιμένοντας
την ανατολή του φεγγαριού.
Ακόμα λίγο.
Είναι ωραία.