Κάθε πιθαμή γης που μπορεί να προσφέρει κάτι στους ανθρώπους αξιοποιείται από κάθε γενιά μέχρι χιλιοστού. Από την άποψη αυτή, ακόμα και οι περιοχές εκείνες που παρέμεναν (και που ίσως παραμένουν και σήμερα) απάτητες στην κυριολεξία, άνυδρες ή παγωμένες εκτάσεις κατά κανόνα, ακόμα κι αυτές είναι στην ουσία καταπατημένες από την εξοργιστική «ανικανότητά» τους να μας προσφέρουν το παραμικρό όφελος – δηλαδή από την περιστασιακή αδυναμία μας να τις εκμεταλλευτούμε. Παρθένα φύση δεν υπάρχει πουθενά. Ούτε καν τα νησάκια στο οποία ναυαγούσαν κάποτε οι Ροβινσώνες.
Οι «νέες χώρες», που οι άποικοι, οι μετανάστες και οι κάθε λογής τυχοδιώκτες αντικρίζουν άφωνοι από θαυμασμό, έχοντας μόλις διαβεί τα σύνορα του γνωστού τους κόσμου, δεν έχουν τίποτα το καινούριο. Εκτός από το ότι είναι παμπάλαιες για τους γηγενείς, παλιώνουν κιόλας αυτοστιγμεί, αμέσως μόλις οι εισβολείς τις κοιτάζουν. Η γεμάτη θαυμασμό ματιά, που προπορεύεται σαν πρόσκοπος, τις καταπατά βάναυσα, προβάλλοντας πάνω σ’ αυτές τις γαίες της επαγγελίας ή τα Ελντοράντο που είχαν στοιχειώσει προ πολλού στο πεινασμένο και λαίμαργο πνεύμα τους. Οι επίδοξοι γεωργοί προβάλλουν πάνω στους ακαλλιέργητους βοσκότοπους και κυνηγότοπους των γηγενών το γραφικό εκείνο αγροτικό τοπίο που κουβαλάνε μαζί τους όπου κι αν πάνε. Ενώ οι ληστές βλέπουν έκπληκτοι μπροστά τους μία απίστευτη «σοδειά», που κανείς πριν απ’ αυτούς δεν είχε σκεφτεί να θερίσει, και που η φύση η ίδια ή η ανθρώπινη εργασία μοιάζουν να έχουν σωρεύσει για χάρη τους.
Μ’ άλλα λόγια, αν δεν υπάρχει παρθένα φύση είναι γιατί ούτε και παρθένα ματιά υπάρχει. Μια ματιά που να καταπατείται εξ ολοκλήρου από το θέαμα που αντικρίζει. Και ο ανιδιοτελής θαυμασμός, η παραλυτική έκπληξη, η ειλικρινής απορία; Τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα είναι πεπαιδευμένος. Κι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της παιδείας είναι η κουτοπονηριά. Αν συμβαίνει, κάποιες στιγμές, να μένουμε άναυδοι, να καταθέτουμε όλα μας τα όπλα και να σηκώνουμε τα χέρια, είναι για να δώσουμε χρόνο στην ιδιοτέλεια να «μαρσάρει». Ή μήπως δεν εκμεταλλευόμαστε πάντα αυτό το οποίο είχαμε θαυμάσει κάποτε; Εκμετάλλευση υλική, ηθική, αισθητική, θρησκευτική, γνωστική... και πάει λέγοντας. Η πολυμηχανία μας στον τομέα της «αξιοποίησης» είναι μοναδική. Ο θαυμασμός, λοιπόν, είναι η στημένη εκείνη φαρσοκωμωδία, στο εσωτερικό της οποίας τα συμφέροντά μας νομιμοποιούνται και καθαγιάζονται έναντι του ίδιου του εαυτού τους, ώστε αμέσως μετά να αμοληθούν σαν σκυλιά.
Και φυσικά, το μόνο βέβαιο είναι ότι η φύση η ίδια δεν θίγεται διόλου. Τα μοναδικά πράγματα που καταπατούμε και που καταστρέφουμε είναι τα «χαλιά» που εμείς οι ίδιοι στρώνουμε πάνω της. Το αν η γη θα γίνει ακατοίκητη είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τους κατοίκους της. Η ίδια η γη αδιαφορεί ολότελα για το αν θα «νεκρωθεί» όπως ο Άρης ή αν θα «ζωντανέψει» όπως ή Αφροδίτη.