Into the Box / Αγάπες και Λουλούδια της Πρώτης Ώρας (1)

Into the Box / Αγάπες και Λουλούδια της Πρώτης Ώρας (1)


Κα­βγά­δι­ζαν (υπέ­ρο­χα)
για το ποιός γε­λά­ει πιο τρα­ντα­χτά.



λες και δεν εί­χαν τι άλ­λο να κά­νουν, ενώ εί­χαν και πα­ρα­εί­χαν πολ­λά να κά­νουν, τσι­γκλού­σαν εκεί­νος Εκεί­νη και, κυ­ρί­ως, Εκεί­νη εκεί­νον, θέ­το­ντας την όποια οξυ­δέρ­κειά τους στην υπη­ρε­σία ενός παι­γνιώ­δους οιο­νεί κυ­νι­σμού, βά­ζο­ντας νοη­τι­κές τρι­κλο­πο­διές, εκεί­νος σ᾽ Εκεί­νη και, κυ­ρί­ως, Εκεί­νη σ᾽ εκεί­νον, και, όταν έφτα­ναν αυ­τές οι καρ­του­νί­στι­κες εχθρο­πρα­ξί­ες στο μη πε­ραι­τέ­ρω, έμπη­γαν τα γέ­λια, και μά­λι­στα γέ­λια τρα­ντα­χτά, ομη­ρι­κά, γε­λά­ρες (έλε­γε ο Νί­κος Κα­ρού­ζος), γέ­λω­τες που δεν έσβη­ναν την αυ­γή, όπως κά­τι τρα­γι­κά γε­λοί­οι έρω­τες, αλ­λά που, ίσα ίσα, εντεί­νο­νταν την αυ­γή, γί­νο­νταν γέ­λω­τες για δια­τρι­βή φοι­τη­τή ει­δι­κευ­μέ­νου όχι μό­νο στον Πλού­ταρ­χο και τον Δη­μό­κρι­το, αλ­λά και στον Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη και στον Γού­ντι Άλεν, στους Αδελ­φούς Μαρξ και στον Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο (τον οποίο Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, διά­βα­ζαν πε­ρι­πα­θώς κά­ποια βρά­δια σι­γο­πί­νο­ντας τσάι με κάρ­δα­μο και μα­ντα­ρί­νι), ναι, γέ­λια και γε­λά­ρες και γέ­λω­τες που διο­λί­σθαι­ναν στη δια­μά­χη σχε­τι­κά με το ποιος γε­λά­ει πιο τρα­ντα­χτά, μια δια­μά­χη που, ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω, πυ­ρο­δο­τού­σε νέα γέ­λια, ενί­ο­τε οχλη­ρά για τη σε­μνή γει­το­νο­πού­λα, ονό­μα­τι Πουλ­χε­ρία, η οποία δεν πα­ρέ­λει­ψε, μια δυο φο­ρές μό­νο εί­ναι η αλή­θεια, να εκ­δη­λώ­σει την ενό­χλη­σή της με τον από και­ρό λη­σμο­νη­μέ­νο τρα­ντί­σιο­ναλ τρό­πο τού να χτυ­πή­σει ρυθ­μι­κά με το σκου­πό­ξυ­λο τον τοί­χο που χώ­ρι­ζε το δια­μέ­ρι­σμά της από το δια­μέ­ρι­σμα εκεί­νου τις νύ­χτες και τις ημέ­ρες που Εκεί­νη απο­φά­σι­ζε να πε­ρά­σει στο δια­μέ­ρι­σμα εκεί­νου στην οδό Σκύ­ρου, το και γρα­φειό­σπι­το λε­γό­με­νο, ενώ όταν γε­λού­σαν στη με­ζο­νέ­τα Εκεί­νης, στην και με­ζο­νέ­τα της ηδύ­τη­τας λε­γό­με­νη, δεν ση­μειω­νό­ταν ρυθ­μι­κό χτύ­πη­μα στον τοί­χο με σκου­πό­ξυ­λο διό­τι δεν υπήρ­χε σε­μνή γει­το­νο­πού­λα, ονό­μα­τι Πουλ­χε­ρία ή οτι­δή­πο­τε άλ­λο, και συ­νε­πώς δεν ενο­χλεί­το και δεν τα­ρα­ζό­ταν ου­δείς —

βε­βαί­ως, ερει­δό­με­νος στα γέ­λια και μό­νο, δεν μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς ότι δεν ήσαν άν­θρω­ποι σο­βα­ροί, υπεύ­θυ­νοι επαγ­γελ­μα­τί­ες στον το­μέα τους (συγ­γρα­φή, ει­κα­στι­κά, ποί­η­ση), ενί­ο­τε μά­λι­στα με­λαγ­χο­λού­σαν ανα­στο­χα­ζό­με­νοι τι μέ­νει να κά­νουν ακό­μη και πό­σο βρα­χύς εί­ναι ο βί­ος, πό­σο οι τα­νά­λιες του χρό­νου σφίγ­γουν σώ­μα και νου, πό­σο πιέ­ζει η τα­χύ­πλοη πα­ρέ­λευ­ση των δευ­τε­ρο­λέ­πτων, πώς από κει που ήσουν εί­κο­σι και εί­κο­σι πέ­ντε ετών, έστω και τριά­ντα αλ­λά και σα­ρά­ντα, και αρ­μέ­νι­ζες σε ωκε­α­νούς ωρών, ξυ­πνάς ένα πρωί με την αυ­γού­λα και εί­σαι άνω των εξή­ντα, φέ­ρ᾽ ει­πείν, ή πλη­σιά­ζεις τα σα­ρά­ντα, ας πού­με, και προς στιγ­μήν κυ­ριεύ­ε­σαι από έναν βρα­χνό πα­νι­κό για το τι θα προ­λά­βεις να γρά­ψεις, τι θα προ­λά­βεις να πεις, τι θα προ­λά­βεις να ακού­σεις, τι θα προ­λά­βεις να δια­βά­σεις, τι θα προ­λά­βεις να δεις, και σπεύ­δεις, όπως έσπευ­δαν εκεί­νος κι Εκεί­νη, στα βι­βλιο­πω­λεία και στα δι­σκά­δι­κα, κι αγο­ρά­ζεις ντά­νες ολό­κλη­ρες από βι­βλία και αγκα­λιές ολό­κλη­ρες από βι­νύ­λια, και εθε­λου­σί­ως κλεί­νε­σαι, εγκλω­βί­ζε­σαι οι­κειο­θε­λώς, κλει­δώ­νε­σαι ιδία βου­λή­σει, και κυ­λά­νε πυ­κνά ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα με έως εξα­ντλή­σε­ως ανα­γνώ­σεις και έως εξαϋ­λώ­σε­ως ακρο­ά­σεις, λες και δεν υπάρ­χει αύ­ριο, ανα­γνώ­σεις και ακρο­ά­σεις που τρο­φο­δο­τούν την σχε­δόν ακό­ρε­στη πε­ριέρ­γειά σου και, συ­νά­μα, ανα­κου­φί­ζουν κά­πως το προ­κα­λού­με­νο από το αδυ­σώ­πη­το κύ­λι­σμα του χρό­νου άλ­γος σου, ανοί­γο­ντάς σου εκ νέ­ου την όρε­ξη να αντα­πο­δώ­σεις τα όσα πε­ρί­φη­μα και ου­σιώ­δη απο­κο­μί­ζεις από την κα­τα­βύ­θι­ση στις σε­λί­δες του Ντέι­βιντ Φό­στερ Γουά­λας και του Infinite Jest ή της Άν­νας Μπερνς και του Γα­λα­τά ή του Πέ­τερ Χά­ντ­κε και της Κλέ­φτρας των Φρού­των (ω, όλες εκεί­νες οι πα­ρά­γρα­φοι, μα τι θαυ­μά­σιες πα­ρά­γρα­φοι!, για τα φου­ντού­κια!), ναι, να αντα­πο­δώ­σεις τα όσα πε­ρί­φη­μα και ου­σιώ­δη απο­κο­μί­ζεις με­θώ­ντας υπό τους ήχους του Skinty Fia των εμπρη­στι­κών Ιρ­λαν­δών ποι­η­τών Carlos O'Connell, Conor Curley, Conor Deegan, Grian Chatten και Tom Coll, που συ­γκρο­τούν τους Fontaines D.C. (παι­διά κι ανί­ψια των μέ­γι­στων Pogues, αν θες να ξέ­ρεις) αλ­λά και υπό τους ήχους του Nicht sterben. Aufpassen του δυ­να­μι­κού σχή­μα­τος The Schwarzenbach και υπό τους ήχους του “Ich warte’’ και του “Salamandrina’’ των Eistürzende Neubauten —

κι ύστε­ρα πά­λι ξε­θε­ω­μέ­νοι από τα γέ­λια και από τους γέ­λω­τες και από τις γε­λά­ρες, απο­κα­μω­μέ­νοι (κα­λύ­τε­ρα να πού­με: απο­κα­ρω­μέ­νοι) από τα πει­ράγ­μα­τα και τα τσι­γκλί­σμα­τα και τις νο­ε­ρές μπα­να­νό­φλου­δες που σκόρ­πι­ζαν εσκεμ­μέ­να και με­θο­δι­κά στο ψυ­χο­νοη­τι­κό τους δά­πε­δο, έπια­ναν κα­τά τα ιε­ρά τους ειω­θό­τα χαρ­τί και μο­λύ­βι και κα­τέ­γρα­φαν εντυ­πώ­σεις από όσα εί­χαν δια­βά­σει και ακού­σει, αντέ­γρα­φαν πα­ρα­γρά­φους από βι­βλία και στί­χους από τρα­γού­δια, ώστε να μέ­νουν εντός τους, ώστε να μπο­ρούν να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν όλα αυ­τά αρ­γό­τε­ρα σε μελ­λο­ντι­κά τους εγ­χει­ρή­μα­τα, σε κεί­με­να και σε βι­βλία και σε εγκα­τα­στά­σεις και σε επι­τε­λέ­σεις, αλ­λά και να τα έχουν εύ­και­ρα για τα εκά­στο­τε και κα­θη­με­ρι­νά, ασφα­λώς, πει­ράγ­μα­τα και τσι­γκλί­σμα­τά τους, ακό­μα και να τα με­τα­τρέ­πουν σε εναύ­σμα­τα για ανα­νε­ω­μέ­νες γε­λά­ρες, ανα­νε­ω­μέ­να γέ­λια, ανα­νε­ω­μέ­νους γέ­λω­τες, και ού­τω κα­θ᾽ εξής, ad infinitum και ad nauseam, τέ­τοιοι που ήσαν εκεί­νος και, κυ­ρί­ως Εκεί­νη, αντέ­γρα­φαν λοι­πόν φρά­σεις όπως, I read,’’ I say. “I study and read. I bet I've read everything you read. Don’t think I haven’t. I consume libraries. I wear out spines and ROM-drives. I do things like get in a taxi and say, “The library, and step on it.’’ My instincts concerning syntax and mechanics are better than your own, I can tell, with all due respect. But it transcends the mechanics. I’m not a machine. I feel and believe. I have opinions. Some of them are interesting. I could, if you’d let me, talk and talk”· και στί­χους όπως, She defines the only answer / And I never had the time / She defines the only answer to feeling / All in all is all we tailor / And they always had the best / She defines the only reason for feeling, ah, ah, ah· και φρά­σεις όπως, Πε­ρί­ερ­γος και αφο­σιω­μέ­νος κι εν­θου­σιώ­δης — εξαι­τί­ας του πά­θους, εξαι­τί­ας των σχε­δί­ων, εξαι­τί­ας μου. Κι αυ­τό ήταν. Και μ᾽ εμέ­να έτσι ήταν, χω­ρίς να τα λο­γα­ριά­ζει από πριν, διά­φα­νος, αλη­θι­νός, πά­ντα αυ­τός ο ίδιος, χω­ρίς στά­λα ψυ­χρή συ­γκρά­τη­ση, αυ­το­έ­λεγ­χο ή προ­σχε­δια­σμό, χω­ρίς εκεί­νες τις οδυ­νη­ρές, τις κά­ποιες φο­ρές έξυ­πνες αλ­λά πά­ντα κα­κό­βου­λες, χει­ρι­στι­κές κι­νή­σεις· και στί­χους όπως Ich warte mit dem Kugelschreiber / Auf den Einfall der Ideen / Ich warte warte warte weiter / Bis es Zeit ist zurückzugehen / Ich warte in den Zwischenräumen / Vorgeblich ungeschützt / Ich warte auf die neue Sprache / Die die mir dann nützt· και φρά­σεις όπως, Τα ρού­χα που φο­ρά­ει εί­ναι σαν κα­μου­φλάζ· κι εδώ, στην πυ­κνο­δο­μη­μέ­νη πια πε­ριο­χή, όπου δεν έχει απο­μεί­νει τί­πο­τα από τους εν­διά­με­σους άχτι­στους χώ­ρους του πα­λιού χω­ριού, τα ρού­χα της την προ­στα­τεύ­ουν από τα βλέμ­μα­τα πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά ακό­μα κι απ᾽ ό,τι στη φύ­ση, ανά­με­σα σε θά­μνους και σε δέ­ντρα· τα λε­πτά ελα­φρά της ρού­χα εί­ναι συ­στα­τι­κό του κα­μου­φλάζ —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: