1.
τι άλλο να κάνω; ούτε η Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου μπορεί να σταματήσει το τρένο αυτό πια, ούτε εγώ, ο υπνωτισμένος μηχανοδηγός του. οι ράγες μόνο το κρατάνε όρθιο, κι η κεκτημένη του ταχύτητα η σταθερή. από κάτω του όλο και περισσότερος κόσμος μένει πίσω, το τελευταίο βαγόνι τον προσπερνάει, ξεχνιέται μέσα σε νύχτα πιο νύχτα από αυτή που το τρένο ταξιδεύει, σε σκοτάδι που κανένα ήλιο πια δεν περιμένει, δεν σκέφτεται. τι άλλο να κάνω; μέσα του αναγκαστικά παραμένω, και σκέφτομαι.
2.
με μουσική μόνο σκέφτομαι, χωρίς νοήματα πια, χωρίς νόημα. το κεφάλι μου είναι τώρα γεμάτο σύννεφα, ομίχλη φιλική αλλά πένθιμη, κι αέρα σταματημένο, διστακτικό, προβληματισμένο. η μουσική δίπλα τους ωραία σαν μουσική συνεχίζεται, αδιαφορεί επίμονα για του νου μου την επιτέλους οριστική αμηχανία, ενώ μοιάζει να μην τον σκέφτεται, γι’ αυτό ακριβώς τον σκέφτεται. σαν να του λέει, σαν να μου λέει, να ησυχάσω κι εγώ, ακόμα και χωρίς μουσική να μη σκέφτομαι.
3.
φυσάει παντού. φυσάει πάνω κι από μια γάτα. η γάτα αυτή είναι πανέμορφη κι ο αέρας αυτός σαν ζωγράφος μεγάλος την περίληψη των κινήσεών της όλων ως τώρα συνοψίζει, των ματιών της την αδιαφορία προτιμάει. τώρα ακριβώς ο αέρας σαν άνθρωπος χρώματα ερωτεύεται, ανάλαφρα περπατήματα πάνω στη Γη σαν σε άλλο πλανήτη, διαισθήσεις από των ανθρώπων πολλαπλάσιες, αγωνία τους για την καθημερινότητα πρόσκαιρη, ανέμελη, σοφή, ιδανική.
[ Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Ο αετός σηκώνει τον αέρα. Περιλαμβάνονται στο Ημερολόγιο 2024 του Χρήστου Κεχαγιόγλου ( εκδ. Εν πλω).]