Γράμμα στον Βασίλη

Ο Βασίλης Βασιλικός, 1964
Ο Βασίλης Βασιλικός, 1964



Πριν 60 χρόνια

Αγαπητέ μου Βασίλη,

άλλη μια φορά αγανακτώ με τη χρησιμοποίηση της ουδέτερης αυτής φόρμουλας. Απόψε θέλω να σε φωνάξω αδερφέ μου, με την πλατιά έννοια που χάρισε στη λέξη ο Καζαντζάκης. Και η φωνή μου ίσως σκοτώσει τους κοριούς και ματώσει τις κουβέρτες στο υπασπιστήριο του τετρακόσια ενενήντα τάγματος διαβιβάσεων/βήτα σίγμα ταφ εννιακόσια τρία.
Σ' αυτό το στίγμα, κυριολεξία και μεταφορά, έστησα πάλι ζωντανό μπροστά μου το δωμάτιό σου ’πάνω απ' την Αθήνα. Μεγάλο παράθυρο και μικρή γραφομηχανή και σιωπηλός - εργένικος καφές που μου ετοίμαζες μόνος και τον σερβίριζες μέσα στις κατσαρόλες της κουζίνας, προσέχοντας μήπως ξυπνήσει η γυναίκα σου. Θέλω να πιστεύω πως σ' όλη αυτή την σκηνοθεσία επιδίωξες συνειδητά την απόσταση, αυτήν που έβαλες ανάμεσα σε ’σένα και τη Θεσσαλονίκη, σε ’σένα και την Πηδαχθόη, τ' αγάλματα, τον βαρδάρη. Ο Λυκαβηττός κι η θέα του προς τα κάτω είναι υποκατάστατα στα κάστρα, στις γειτονιές της Κασσάνδρου και στην ανηφοριά της Αποστόλου Παύλου.
Θυμάσαι, στην πλατεία που χωρίσαμε, μες στην Αθήνα και στον Απρίλη, που άφησα για αργότερα μερικές προσωπικές διαπιστώσεις, που μου 'καιγαν τα χείλη. Πίστεψέ με, .δεν υπάρχει χειρότερο από το να βιώνεις μαζοχιστικά αυτό που πραγματικά αγαπάς. Εγώ, τρέμω στη σκέψη, δε θα μπορέσω να ξεφύγω.
Κι αυτό θα είναι μια οδυνηρή απομυθοποίηση. Θα ευτελίσει τα όνειρα, θα θολώσει τα είδωλα. Ένας μακρόσυρτος θάνατος.
Να πω ότι μου λείπεις ; Είναι οξύμωρο.
Ποτέ δε ζήσαμε μαζί. Εσύ, σαν πιο μεγάλος, πες μου τι είναι. Από 'κείνο το τελευταίο απόγεμα κράτησα την απόδειξη: Ζαχαροπλαστείο Λυκόβρυση Νο 153. Δραχμές 12. “Δια παν παράπονον αποτανθήτε εις την διεύθυνσιν”. Και από πίσω, με το χέρι σου, 3 παραινέσεις : ΔΟΥΛΕΙΑ–ΣΕΞ–ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ. Δε βγήκες λοιπόν απ' τη σκέψη μου. Ίσως γιατί φρόντισα να σε κρύψω προσεκτικά, όσο μπορούσα καλύτερα.
Τώρα όμως, που το δυστύχημα έγινε, η ΕΣΑ άρχισε τις προανακρίσεις, ο εργολάβος μας παραδίνει ένα καινούριο σπίτι κι ο Σωματάρχης με τιμώρησε σαράντα μέρες. Τώρα, που ο πατέρας φοβάται, ο αξιωματικός υπηρεσίας πήγε για κατούρημα και η εντοιχισμένη ντουλάπα δεν είναι ακόμα έτοιμη. Τουλάχιστο να 'τανε αυτή... Τώρα ξανά ’ρθες στο όνειρο. Τα μάτια σου βλέπουν τη μητέρα να κλαίει. Η τηλεόραση, λέει, θα μας χωρίσει. Και σε ’μένα να μη μιλώ απότομα στον πατέρα. Κάτι χειρότερο... να τον λυπηθώ.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Η πληγή μέσα στα πόδια Εκείνης. Τώρα που έγινε, τώρα μου λέει αυτό να μην το υπολογίσω, μη λογαριάσω τίποτε. Δε με κρατάει τίποτε. ΝΑ ΦΥΓΩ. Να φτιάξω τη ζωή μου, ή το θάνατό μου.

Χθες το πρωί, μες στη λιακάδα, μπήκαν όλοι στη σειρά και παίζανε πνευστά, προχωρώντας πένθιμα μες στην άδεια πλατεία του τρίτου σώματος. Κάνουνε, λέει, δοκιμές γιατί είναι σίγουρο πως θα τον συνοδέψουν. Κόντεψε κιόλας η Μεγάλη Παρασκευή Βασίλη ; Δε θέλω να το πιστέψω.
Το καινούριο σπίτι είναι κοντά στη θάλασσα. Έλα να πιούμε καφέ και μετά θέλω να ξέρω πως θα φύγουμε. Η βεβαιότητα είναι σαν τις πορσελάνες... Προτού σκοτωθεί ο νονός μου ήμασταν σε κυνήγι. Στις ράγες μπροστά σκέφθηκα τη ζωή μου. Έλεγα θα τελειώσει πηδώντας απ' τη μια παιδική ταράτσα στην άλλη. Μεγάλωσα όμως. Ίσως τελειώσει σε ώρες χειμωνιάτικες... Καλύτερα να σκοτώσω αυτά τα τέσσερα τρυγόνια.
«Μ' αγάπησε για το πνεύμα μου ή για το σώμα μου;»
Τα χτύπησε κι αυτά ο νουνός.
Τι θέλω ; Γιατί τώρα μου λέει πως μπορώ να φύγω; Γιατί η φωνή της δεν ακούγεται ; Μήπως δεν μιλάει καθόλου ; Θα 'χουν καλή μόνωση οι τοίχοι ; Θα 'χω δικό μου δωμάτιο; Τάφο;
Τότε περνούσε το τραίνο. Άνθρωποι με πορτοκάλια, στα καπνισμένα παράθυρα στρατιώτες, γυναίκες στην τουαλέτα, σκευοφόρος. Λάμψεις ασύμμετρες παραταγμένες στη δίνη της ταχύτητας. Τεμαχίζουν το χρόνο μες στο χώρο... “The onlookers go rigid when the train goes past”.
Τώρα ο νονός θα έλιωσε. Μου κληρονόμησε τα κιάλια και το δίκαννο. Αυτό που αυτοκτόνησε. Η μητέρα φρόντισε να το εξαφανίσει. Μου άφησε μόνο τα κιάλια.

Βασίλη, ίσως χρειάζομαι ένα προσωρινό απολυτήριο με διετή αναβολή. Είμαι όμως ‘ύποπτος ενδοκρανιακής χωροκατακτητικής επεξεργασίας’ ;

Γ΄Σ. Στρατού / ΒΣΤ 903 – Άσκηση Deep Furrow , Ιανουάριος 1964



ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Βασίλη, με κυκλώνει ανήσυχη σιωπή. Τολμώ να σκεφθώ πως δεν πρόκαμες να δεις πώς ... “πλάγιασα με την Ιφιγένεια”. Ούτε εγώ ξέρω αν θα προλάβω.
Σε χαιρετώ με λόγια του αγαπημένου σου R. Char : “Là où nous sommes, il n' y a pas de crainte urgente.
30 Νοεμβρίου 2023, του ...Αγίου Ανδρέα.

( Από τις Σημειώσεις για την Ιφιγένεια )


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: