Στην Μίκα και στον Γιώργο Κόρδη
Πέτρες πάλι
Χάλκινος ουρανός. Τα σύννεφα καρβουνιασμένα
με κρύα καρφιά βροχής καρφώνουν την ημέρα.
Στον κόρφο κάτι πέτρες, πουλάκια μουσκεμένα
στον χαλασμό του κόσμου, φέγγουνε μόνα κι ήμερα.
Τρισκότεινη όλο πέφτει, η θλίψη μαύρο χιόνι.
Όμως στο στήθος λίμνη ακύμαντη και διάφανη
στρώνει πυθμένα καθαρό, ένα άσπιλο σεντόνι
ν' αναπαυτούνε πάνω του –παρηγοριά πολύφωνη–
οι πέτρες τώρα ανάλαφρες, σεμνές και αναμμένες.
Τις ρίχνουν οι απόντες, τις αφήνουν οι νεκροί
κι ανοίγουν άλλο βάθος στην όψη, στις κουβέντες
χαρίζοντάς μας τιμαλφή που ψάχναμε μικροί.
Με τον τρόπο του Παύλου Κλοντέλ
Του θανάτου σιδερένιος ο ίσκιος πέφτει
και συντρίβει των ματιών μας τον καθρέφτη.
Στο σκοτάδι απλώνει γρανιτένιο χέρι
πονηρός ληστής, στήνει ξανά καρτέρι.
Δεν αγάπησε ποτέ, δεν μεγάλωσε παιδιά
δάκρυ δεν τού στάλαξε από πόνο.
Σαϊτιά δεν κέντησε την μελανή καρδιά
και θηρίο ανήμερο τριγυρνά και μόνο.
Πολιτείες και χωριά ακούραστος διαβαίνει
τα βουνά, τις θάλασσες παίρνει φαλάγγι
αγριμικό της λύσσας με σκληρή ειμαρμένη,
στην οδύνη ανοίγει φοβερό φαράγγι.
Στις οθόνες οι άνθρωποι πρόσωπα βυθίζουν
όπως στρουθοκάμηλοι κεφαλές στην άμμο.
Μα την ψεύτικη εικόνα οι άνεμοι σκορπίζουν
μένουμε γυμνοί στης ερημιάς τον κάμπο.
Ψάχνουμε την λησμονιά αλλ' η μακρινή καμπάνα
κρούει παραμυθητικά βράδυ και πρωί.
Πως γεννήθηκε από μας, από Κόρη Μάνα
το σφαγμένο το παιδί, για να σταυρωθεί,
και τα μαύρα ερέβη πέτρα να ταΐσει
της αγάπης το άσπιλο κορμί διαμελισμένο
του Κακού την πίσσα φως να την διαλύσει
με τον ίδρω της Γεθσημανής τον ματωμένο.
Tabula rasa
Απόψε πού με πάει, λευκό χαρτί, η σιωπή σου.
Αλλιώς φυσάει ο αέρας σου, ταράζονται οι βυθοί σου.
Βλέπω τα μαύρα βότσαλα, τα μαύρα λαμπερούδια
να φέγγουνε –ενός κοριτσιού τα διάφανα τραγούδια.
Κι αμίλητοι με τα κεριά τής στέκουν οι γονείς της
άγγελοι θροΐζουν γύρω της, φίλοι και συγγενείς της.
Πάρε με απόψε στην σιωπή, πάλλευκη εσύ, σελίδα
φανέρωσέ μου πώς μας γίνονται πατρίδα
οι κοιμηθέντες στον λειμώνα αγάπης μυστικής
οπού 'ναι ο θάνατος πηγή ζωής μεθυστικής.
Ταξίδεψέ με στ' άπατα, άσπιλο χαρτί.
Ίσως ξεφύγω από της πίκρας τα «γιατί».
Mater Dolorosa
Φυσάει από τον Γολγοθά
παντοτεινά.
Τα ρημαγμένα λόγια έχουν αδειάσει.
Η Κόρη ωχρόλευκη μες στα λουλούδια
με την βαρκούλα της ανοίγεται στα αιώνια.
Μητέρα με γερμένη κεφαλή
του πόνου δέντρο, στεγνό από δάκρυ
εις τύπον της Μαρίας στέκει.
Σαν έκλεισε τα μάτια το παιδί
αποκαθήλωσε το σώμα απ' τα καλώδια.
Φυσάει αέρας απ' τον Γολγοθά
και μαχαιρώνει.
Ο Γολγοθάς έχει το ύψος
της καρδιάς της.
Εκεί τελείται το μυστήριο.
Pater
Μαζεύει τα κομμάτια της ψυχής
και στέκεται με τρόπο προσευχής.
Ύστερα παίρνει κάρβουνο από 'κείνο
που βλάστησε στα σωθικά του κρίνο.
Και ζωγραφίζει υδάτινους αγγέλους
τους παραστάτες στης ζωής το τέλος
(τους συνοδούς αέναης αρχής
σ' άχρονο φως άφθαρτης εποχής).
Αργοσύντομον
Φύλλα στου φεγγαριού το φως
αναδεμένα στο αεράκι.
Η σκιά τους χαϊδεύει τον τοίχο
όπως παιδί παππού το πρόσωπο.
Τ' όνειρο αυτής της σκιάς
είναι το πέρασμά μας.
Ένα σκίρτημα
ένα ρίγος.
Στην κοιλάδα του κλαυθμώνος
ας κάνουμε την εξορία
αγάπη.
Καίγοντας τα περιττά χαρτιά
στην καρπερή φωτιά της σιωπής.