Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

LΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 41. Οι ερημικές. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ, Ι

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πολυαγαπημένη μου Κατρίν

Όταν σε θυμάμαι ως Λίζα, με κατακλύζει η αρμύρα, με θερμαίνει ο ήλιος, με ξεραίνει ο αέρας και με τυλίγει η υγρασία, όλα περιέβαλλαν αρχικά εμένα, μετά εμάς. Είχα αποσυρθεί σε ένα από τα έρημα γρανιτένια νησιά του πελάγους ανάμεσα στην Κορσική και την Σαρδηνία. Έφτιαχνα σκίτσα, κόμικς και έργα ζωγραφικής σε ένα ήρεμο περιβάλλον, μακριά από τους θορύβους των ανθρώπων και την αβάσταχτη πραγματικότητά τους. Φυγάς των πόλεων, δραπέτης ενός αγέλαστου γάμου, αρνητής του κόσμου των ανέσεων. Είχα την εμφάνιση του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, με μούσι και μαλλιά αναμαλλιασμένα από τον παραθαλάσσιο αέρα, με πουκάμισο και παντελόνι σε σκούρο μπλε, στα χρώματα της περιρρέουσας θάλασσας.

Μαζί μου ήταν ο Μελάμπο, σκύλος κατάμαυρος, συντροφικός, και τρεφόμασταν με ψάρια που αλίευα και προμήθειες που έφερνα από απέναντι με μια φουσκωτή βάρκα. Κατοικούσα σε ένα μεγάλο ημισφαιρικό κτίσμα, έναν γκρίζο θόλο φυτεμένο στο έδαφος, ποιος ξέρει με τι είδους παλαιότερη χρήση, μάλλον πολεμικό καταφύγιο, αν κρίνω από τον τίτλο μιας σύνθεσης του υπέροχου σάουντρακ που μας ταίριαξε ο Philippe Sarde: Le bunker. Στο νησί υπήρχε κι ένα νεκροταφείο, με μια επιβλητική είσοδο δυο τριγωνικών στηλών. Είχα το σχεδιαστήριό μου, ένα κρεβάτι, έναν πάγκο κουζίνας, ένα πικάπ κι έναν δίσκο. Αυτός ήταν ο χώρος μου, ένα κουκούλι μακριά από τις φρενήρεις απαιτήσεις των άλλων. Αυτή ήταν η ζωή μου: καλλιτεχνίες, συνομιλίες με τον Μελάμπο, περίπατοι στις ακτές. Η ίδια η θάλασσα μου πρόσφερε όση δόση απρόοπτου χρειαζόμουν, έτσι όπως ξέβραζε οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί, πρόσφορο για δημιουργία ή απλώς για την περιέργεια του αναπάντεχου.

Είπα «οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί»; Όχι, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έβγαζε εσένα, μέχρι που σε είδα να περπατάς στα ρηχά, περίξανθη και λευκοντυμένη, κι ύστερα να στέκεσαι στην αμμουδιά, έτοιμη να διαβείς τα σύνορά μου. Είχες αφήσει την παρέα σου στο σκάφος και ήρθες οργισμένη στην στεριά μου με γινάτι θαλάσσιο, μια ανταπόδοση ακαριαία, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Όσο όμορφη κι αν ήσουν δεν έπαυες να είσαι μια παρείσακτη, μια ανεπιθύμητη εμβολή στην απομόνωσή μου. Αργότερα έφτασαν δυο φίλοι σου να σε αναζητήσουν. Αν δεν εμφανιστείς, φώναζαν, θα σου αφήσουν τις αποσκευές σου και θα φύγουν. Όπως κι έγινε. Σε παρακολουθούσα κρυμμένος στα κάτασπρα βράχια, ενώ θρηνούσες την έλλειψη χρημάτων και παπουτσιών. Για τα πρώτα, μάλλον δεν είχες ακόμα καταλάβει ότι εδώ ήταν άχρηστα. Για τα δεύτερα ίσως θα χρειαζόσουν λίγο χρόνο μέχρι να τα ξεσυνηθίσεις, κι έτσι εμφανίστηκα. Είχες ήδη τρυπηθεί από ένα ξυλαράκι και κλαψούριζες με τον τρόπο του κακομαθημένου κοριτσιού.

Τότε ήρθα να γονατίσω μπροστά σου. Με το αριστερό μου χέρι το έπιασα κάτω από την καμάρα σου, ευλαβικά, με την έκφραση του ψυχρού και αδιάφορου χειρούργου. Το παρατήρησα απ’ όλες τις πλευρές και σήκωσα ελαφρά το μεγάλο σου δάχτυλο. Μετά έβγαλα το καπέλο μου για να είμαι ακόμα πιο συγκεντρωμένος. Με τον δεξί αντίχειρα διέτρεξα τη μέση του πέλματος για να αναζητήσω την ακίδα. Πλησίασα το στόμα μου, σε κοίταξα με κόντρα τον ήλιο, δεν αντέδρασες. Τότε άνοιξα το στόμα μου και δάγκωσα την λευκή σου σάρκα, αναζητώντας τον λόγο του πόνου σου. Εσύ αύξανες την πονεμένη σου φωνή, κρατώντας το λευκό σου καπέλο. Τον εντόπισα, προχώρησα στην εξαγωγή και τον ακούμπησα στην άκρη του ποδιού σου, θριαμβευτής, ενώ συνέχισες να μορφάζεις, χωρίς ένα ευχαριστώ. Φυσικά αδυνατούσες να περπατήσεις και σε σήκωσα στους ώμους. Δεν μπορούσα να σε αφήσω έξω, βορά στους αέρηδες και την αφαγία, και με μισή καρδιά κίνησα για το καταφύγιό μου. Έπρεπε να έβλεπες την βλοσυρή μου έκφραση· έγραφε: έμπλεξα.

Τώρα οι ανυποψίαστοι θεατές θα περίμεναν μια ρομαντική ιστοριούλα με περιπτύξεις πίσω από τα παράλια βράχια, κυλίσματα στην άμμο, εμποτισμούς στα αλάτια, έναν Αδάμ και μια Εύα του 1972. Ας έκαναν υπομονή και σύντομα θα τους κοβόταν η χαρά! Λοιπόν, συνέχισα να μιλάω μόνο στον Μελάμπο και να σε αγνοώ. Ήσουν και πλήρως αταίριαστη με τον χώρο· τον παρατηρούσες εξεταστικά, βημάτιζες αμήχανη, μάλλον αδυνατούσες να διανοηθείς μια ζωή με τα ελάχιστα απαραίτητα. Είμαι βέβαιος πως θα σκεφτόσουν: τι κάνει ο τρελός εδώ πέρα; – ή: μια χαρά περνάει ο τρελός εδώ μέσα. Σου κίνησα την περιέργεια ή κάποια ερωτική διάθεση; Τύλιξα το πέλμα σου με επίδεσμο και σε άφησα να ξεκουραστείς. Αργότερα βγήκες να με αναζητήσεις, προσπέρασες ένα μικρό εγκαταλειμμένο αεροσκάφος και με βρήκες να σου φτιάχνω πέδιλα.

Το μουσικό θέμα του Philippe Sarde:

Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972 Μάρκο Φερέρι: «Λίζα», 1972

 

 



Αλλάξαμε θέσεις – κάθισες στο πλαστικό κάθισμα που είχα προσαρμόσει στον βράχο και γονάτισα να σου τα δοκιμάσω. Μια λεπτή ξύλινη σόλα για τα πέλματά σου, μια υφασμάτινη λωρίδα για το πάνω μέρος. Εξοργίστηκες με την αντίφαση: ένας άντρας που νοιάζεται για τα πόδια σου αλλά δεν σου δίνει την παραμικρή σημασία. Μου φώναξες: Με λένε Λίζα και δεν είμαι ηλίθια! Κι εγώ είμαι ο Ροβινσώνας Κρούσος, σου απάντησα, μπερδεμένος και σκεφτικός, γιατί είχα φτάσει μόνος μου στην άκρη του κόσμου και τώρα μόνο μόνος δεν ήμουν. Το βράδυ φάγαμε αμίλητοι από το πιάτο μας, καθισμένοι στο κατώφλι. Είχες στα χέρια σου ένα φαλακρό λευκό κουκλάκι που έφτασε από την θάλασσα. Έτσι όπως το κρατούσες σφιχτά δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πως θα ένοιωθες κάποια συγγένεια. Όταν μπήκαμε μέσα εμφανίστηκες με ένα άλλο άσπρο, μακρύ φόρεμα και ήταν αδύνατο να μην εκπλαγώ. Ίσως ήθελες να μου δηλώσεις πως είσαι ομορφότερη από τα κακότεχνα σκίτσα που πάσχιζα να σε αποδώσουν. «Τζιν Χάρλοου, κάνε την είσοδο ξανά. Ο καλλιτέχνης δεν αιχμαλώτισε την μαγική στιγμή». Σταθήκαμε απέναντι. Με προειδοποίησες πως το μετάξι γλιστράει και πράγματι γλίστρησε κάτω από το στήθος σου. Μετά όλα έλιωσαν στο γαλακτερό νεφέλωμα της λάμπας υγραερίου, στο ημίφως που αφήνεται ανάμεσα στα σώματα.

Την επόμενη μέρα σου θύμισα πως ήθελες να φύγεις και είχες τον εγωισμό να μην το αρνηθείς. Ίσως είχα κι εγώ τον εγωισμό να μη σου ζητήσω να μείνεις. Μπήκαμε στην βάρκα μαζί με τον Μελάμπο και πήγαμε απέναντι στον όρμο με τα διώροφα σπίτια και τα μικρά ξενοδοχεία. Ο καιρός ήταν νεφελώδης. Καθίσαμε στους ξύλινους πάγκους της προκυμαίας και σε αποχαιρετήσαμε. Σε βρήκε μια φίλη σου από το σκάφος αλλά αρνήθηκες να επιστρέψεις επειδή δεν σου ζητούσε συγνώμη εκείνος με τον οποίον τσακωθήκατε. Το βράδυ αδυνατούσα να συγκεντρωθώ, τα έργα μου έβγαιναν λάθος. Άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκες. Δεν σε ρώτησα ποτέ πώς έφτασες.

Οι επόμενες μέρες ήταν παράξενες. Ήθελες να φύγεις, δεν είχες την προσοχή που επιθυμούσες. Κάποια στιγμή στάθηκες μπροστά στη θάλασσα, ανεμοδαρμένη, χαμογελαστή. Σα να είχες αποδεχτεί τη νέα σου ζωή αλλά και σα να είχες κάποια έμπνευση. Βούτηξες στη θάλασσα ευδιάθετη, προσκάλεσες και τον Μελάμπο. Κολυμπούσατε χωρίς σταματημό. Αλλά αυτό ήταν το βδελυρό σου σχέδιο: να τον εξαντλήσεις μέχρι τελικής πτώσης, μέχρι τελευταίας αναπνοής. Πώς ήταν δυνατόν να κάνεις κάτι τέτοιο; Ήμουν συντετριμμένος. Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου και με την ανέκφραστη αποδοχή της πραγματικότητας έσκαψα να τον θάψω. Φορούσαμε κάτι γυαλιά ηλίου δικής μου κατασκευής, σαν ξύλινες μάσκες με δυο μικρές χαραμάδες για τα μάτια. Τα δικά σου τα είχες βάψει κόκκινα. Πήγες προς την θάλασσα, έπλυνες κάτι και επέστρεψες - ήταν το μαύρο του κολάρο. Κάθισα σ’ ένα αυτοσχέδιο τραπέζι και αναρωτιόμουν «Με ποιον θα μιλάω τώρα;». Στήθηκες μπροστά μου και ομολόγησες ότι εσύ τον σκότωσες. Σήκωσα ένα ξύλο να σε χτυπήσω αλλά δεν το έκανα. Ήσουν ριγμένη στην άμμο, μπροστά στην παραλία, πάντα ξυπόλητη. Αρνήθηκες να σηκωθείς, γρύλλιζες. Πήγα να σε αγγίξω στα χείλη, δάγκωσες την γροθιά μου σαν σκύλος. Πέταξα το ξύλο μακριά και σου ζήτησα να μου το φέρεις πίσω. Το έριχνα στην θάλασσα και βουτούσες να το πάρεις. Ποιος διανοήθηκε πρώτος να κάνεις την σκύλα, εσύ ή εγώ; Όταν εξαντλήθηκες σε πήγα στο «σπίτι» και σε ξάπλωσα στο στρογγυλό πορφυρό χαλί. Σκεπασμένη μ’ ένα σεντόνι, έξω μόνο η πλάτη και τα πέλματά σου, αποκαμωμένη, δεχόσουν τις περιποιήσεις μου. Άρχισε η σχέση αφεντικού και πιστού, τη μία μου έγλειφες το χέρι και την άλλη γινόσουν ανυπάκουη, σου φώναζα να πας στη γωνιά σου, με σηκωμένο το ξύλο. Δεν σε χτύπησα ποτέ αλλά θυμάσαι σε τι άγνωστα βάθη κατρακυλούσαμε;

Μια μέρα κατέφτασε ο γιος μου για να με ενημερώσει ότι η μητέρα του επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Με ρώτησε ποιος νομίζω ότι είμαι και τι παριστάνω μέσα σ’ αυτό το Πάνθεον, με τα παστά ψάρια και με τις λάμπες υγραερίου. Του θύμισα ότι τα έργα μου πωλούνται καλά κι έτσι έχει τα χρήματα που χρειάζεται. Έπρεπε να πάω μαζί του, χωρίς εσένα όμως. Δεν ήθελες να σε αφήσω εκεί, αλλά σου είπα πως αν ερχόσουν μετά φοβόμουν ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ. Την επισκέφτηκα στο νοσοκομείο και μετά ήρθα στο σπίτι· τρώγαμε μαζί με την μικρή μας κόρη όταν χτύπησε η πόρτα κι ήσουν εκεί. Κάθισες σε μια γωνιακή καρέκλα στο σαλόνι και περίμενες υπομονετικά να σε ακολουθήσω που θα με ακολουθείς.

Νωρίς ένα πρωί ξυπνήσαμε από τον ήχο των θυελλωδών ανέμων και είδαμε την βάρκα να κλυδωνίζεται στα βαθιά, παρασυρμένη από τα κύματα. Απελπίστηκα και σου φώναζα ότι δεν σε θέλω εκεί, ότι διάλεξα να ζω ή και να πεθάνω στην ερημιά με τον σκύλο μου, αλλά σε κάθε περίπτωση έχω τους λόγους μου, - μπορεί να είμαι τρελός, ενώ εσύ δεν είσαι. Μπορεί να ήταν και το μόνο που μας χώριζε και δεν ξέρω αν το χάσμα ήταν χαώδες ή μηδαμινό. Τότε αποσύρθηκες, πάντα ξυπόλητη, στο φυσικό καταφύγιο ανάμεσα σε δυο βράχους, σαν ζωάκι που αναζητά την ηρεμία. Στην επόμενη λιακάδα συμφιλιωθήκαμε, και σε θυμάμαι να κάθεσαι κάτω από την σκιά ενός κρεμαστού βράχου και να κοιτάζεις τα πόδια σου όπως απορροφούσαν τις σταλαγματιές, με τα μαλλιά σου τυλιγμένα με αυτοσχέδιο κόκκινο τουρμπάνι, με το αιώνιο λευκό σου φόρεμα, να χαμογελάς που δεν έμειναν άλλα ψάρια στη θάλασσα, να σηκώνεσαι να γλύψεις το νερό μιας πηγής που κυλούσε λίγο λίγο από τον βράχο. Στις καταρρακτώδεις βροχές ο τοίχος του «σπιτιού» γινόταν υγρός. Ήταν η εποχή που όλα άρχισαν να γίνονται δύσκολα, η εύρεση τροφής, το νερό.

Τότε καταλάβαμε ότι ο κόσμος που έφτιαξα και ξανάφτιαξες έφτανε στο τέλος του. Επιδιόρθωσα το αεροσκάφος και το βάψαμε ροζ. Ντυθήκαμε με τα ρούχα των πόλεων, το ταγιέρ σου, το μαντίλι γύρω από τα μαλλιά σου, το τζάκετ μου. Κοιτάξαμε για τελευταία φορά τον θεόρατο τρούλο που μας κρατούσε ζεστούς στην σφαίρα του. Φορέσαμε παπούτσια, πήρα μαζί μου μια μικρή μπλε βαλίτσα. Όλα τα άλλα τα αφήσαμε πίσω. Προχωρήσαμε με σφιχτά χέρια στον χωμάτινο αεροδιάδρομο υπό την μαγική μουσική που ακούγατε εσείς και ακούω πλέον κι εγώ, ζώντας ξανά και ξανά την σκηνή, ενώ τότε στα αυτιά μας έφτανε μόνο ο αέρας, γιατί ήμασταν πραγματικοί, όχι καμιά ταινία. Ανεβήκαμε αγέλαστοι στην διθέσια καμπίνα και αφεθήκαμε στην μελωδία και στην σχεδόν αθόρυβη τροχοδρόμηση. Μετά η εικόνα πάγωσε, χωρίς να μάθετε αν το φιλμ τελείωσε ή φρενάραμε μετανιωμένοι.

Οι ελάχιστοι κριτικοί που ασχολήθηκαν μαζί μου έκριναν ότι έκανα αναίμακτη απόδραση από την αστική μου τάξη, ότι ήμουν ένας άντρας σε κρίση μέσης ηλικίας και πάντως αλλεργίας σε πολυετή δεσμά του γάμου· ένας αυτάρκης ή ακυρωμένος της ερωτικής επιθυμίας που έπεσε σαν ώριμο φρούτο μπροστά στην πρώτη ωραία ερημίτισσα. Δεν θα καταλάβουν ποτέ αυτό που ίσως κατάλαβες εσύ πιστή μου Λίζα: ότι, για ορισμένους από εμάς, το φορτίο της μοντέρνας ζωής, ξέχειλο από τσιμέντο σε κτίσματα και δρόμους, εργασία και γάμο στην καθημερινότητά μας και ακατάπαυστες λέξεις στο περιβάλλον μας, κάποια στιγμή το αποβάλλουμε ως ξένο σώμα. Εδώ ζούσαμε καθαροί και αποκαθαρμένοι. Αλλά ήμασταν και πλάσματα της ερωτικής δέσμευσης και των καθημερινών αναγκών, γυμνοί και ανυπεράσπιστοι απέναντι στο ενδεχόμενο μόνιμης φυσικής ζωής. Δεν μπορούν να υπάρξουν βιβλικοί εραστές, όσο σαλεμένοι κι αν είναι.

Βασίστηκες στο βιβλίο Melampus: La metamorfosi amorosa di una donna που έγραψε ο Ennio Flaiano, συνεργάτης του Φεντερίκο Φελίνι στα σενάρια των Le notti di Campiria, La dolce vita και 8½, ενώ στο σενάριο συνέδραμε ο Jean-Claude Carrière, επί εικοσαετία συνεργάτης του παλαιού σου γνώριμου Λουίς Μπουνιουέλ, συνεπώς γινόσουν (και πάλι) μια αδιάντροπη Σουρεαλίστρια, που τώρα ενσάρκωνες τον παραλογισμό, τον συμβολισμό και την σεξουαλικότητα που γίνεται εξουσία και την εξουσία που μεταμφιέζεται σε ερωτισμό.

Αλήθεια, τι σε οδήγησε σ’ εκείνη την ζωώδη μεταμόρφωση; Ήθελες να γίνεις γυναίκα μου αλλά ήμουν παντρεμένος, ήθελες να γίνεις σύντροφός μου αλλά ήμουν αφοσιωμένος στον σκύλο μου; Πήρες την θέση και των δυο, ανταλλάσσοντας την αξιοπρέπειά σου για χάρη ενός έρωτα. Γονάτισες οικειοθελώς και συμπεριφέρθηκες ως κατά κυριολεξία σκύλα. Αφέθηκες στα χέρια μου, στις προσταγές μου και στην απόλυτη κυριαρχία μου. Όμως γνωρίζαμε καλά πως ο έρωτας είναι ένα χρυσό νόμισμα διπλής όψεως και στην πίσω πλευρά κρύβεται πάντα η γελοιότητα. Έτσι θελήσαμε κι εμείς να την αποδεχτούμε, για να δούμε μέχρι πού φτάνει η εξιλέωση, η συγχώρεση και η ίδια του η φύση.

Λοιπόν, μέχρι πού φτάνει ο έρωτας, Κατρίν, Λίζα, Μελαμπία; Πόσο χώρο πιάνει ο ένας μέσα στον άλλον, μειώνοντας το αντίστοιχο κομμάτι; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελάττωσή μας για την αντίστοιχη αύξηση του εραστή; Η αφίσα της ταινίας σε δείχνει να φοράς ένα κολάρο με χρυσή αλυσίδα, εμφανώς ζωγραφισμένο πάνω στη φωτογραφία, ενώ μου φιλάς το χέρι. Ψέματα! Ποτέ δεν είχες αλυσίδα, ποτέ δε μου φίλησες το χέρι λες και είμαι ιερωμένος. Δεν εξαρτήθηκες από μένα περισσότερο απ’ όσο εξαρτήθηκα εγώ από σένα. Ήμασταν απέναντι αλλά μαζί στην αέναη διελκυστίνδα του έρωτα. Κι αν επέμενες κάποιες φορές να συμπεριφέρεσαι ως πιστή οικόσιτη που δεν ζητάει κανένα αντάλλαγμα, εσύ ήσουν στην ουσία η βασίλισσα, η μόνη που θα μπορούσε να με κάνει να φύγω από το νησί μου, με την αμυδρή υποψία πως αλλού (ή οπουδήποτε αλλού) θα είμαστε ακόμα πιο κοντά.


{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}


Η ταινία: La cagna (Marco Ferreri, 1972). Άλλος τίτλος: Liza. Η γυναίκα: Catherine Deneuve.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: