Ζαγκόρ / Το χειροτέχνημα

Χάρτινοι ήρωες
Ζαγκόρ / Το χειροτέχνημα




Για πολ­λές νύ­χτες ο Ζα­γκόρ, ο ήρως των δα­σών και των βου­νών, πα­ρα­μο­νεύ­ει στο δά­σος, μα­ζί με τον Τσί­κο τον βοη­θό του και με έναν οδη­γό ιν­διά­νο για να πιά­σει τον μυ­στη­ριώ­δη Γύ­πα, τον άν­θρω­πο με τον μαύ­ρο μαν­δύα, που σκο­τώ­νει τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά των ιν­διά­νων. Μα οι νύ­χτες περ­νού­σαν και ο Γύ­πας δεν εμ­φα­νί­ζε­ται, φαί­νε­ται σαν να μην πρό­κει­ται να ξα­να­φα­νεί πο­τέ πια ο αι­νιγ­μα­τι­κός κα­κούρ­γος και τό­τε μια νύ­χτα τρεις ώρες πριν την αυ­γή κα­θώς περ­πα­τού­σαν ο ιν­διά­νος, ο Τσί­κο και ο Ζα­γκόρ, ο Τσί­κο λέ­ει σκε­πτι­κός.
―Χμ αυ­τό το μέ­ρος μου φαί­νε­ται σαν γνω­στό.
―Έχεις κα­λή μνή­μη Τσί­κο, του λέ­ει ο Ζα­γκόρ, αυ­τό εί­ναι ακρι­βώς το ση­μείο όπου χά­σα­με τα ίχνη του Γύ­πα τη νύ­χτα εκεί­νη που του στή­σα­με την πα­γί­δα.


Μετρού­σα­με ακό­μα λί­γες μέ­ρες για τα Χρι­στού­γεν­να. Από το πα­ρά­θυ­ρο φαι­νό­ταν η μου­ριά, με τα κλα­ριά γυ­μνά από φύλ­λα, σαν αγκα­λιές προς τον ου­ρα­νό, να προ­σπα­θούν να δι­καιο­λο­γή­σουν την ύπαρ­ξή τους και να προ­σευ­χη­θούν για τις μέ­ρες που 'ρ­χο­νται. Ο όρ­θρος των που­λιών κα­θυ­στέ­ρη­σε σή­με­ρα και μό­λις τώ­ρα σεί­στη­κε το κε­ντρι­κό κλω­νά­ρι από το βά­ρος ενός σπουρ­γί­τη. Το τε­λευ­ταίο φύλ­λο που εί­χε ξε­χα­στεί σκα­λω­μέ­νο στο κλα­δί, ξε­κόλ­λη­σε, αφυ­δα­τω­μέ­νο, με σβη­σμέ­νο όγκο και δια­στά­σεις, ελα­φρύ σαν τσι­γα­ρό­χαρ­το πή­γε πέ­ρα - δώ­θε και άφη­σε το κί­τρι­νο χρώ­μα του, να χυ­θεί στο σκου­πι­δό­το­πο της στέρ­νας.
Έπε­φτε για ώρα πολ­λή κι έβλε­πα το τρί­ξι­μο των στε­γνών ιστών και το ασα­φές από την πο­λυ­και­ρία πε­ρί­γραμ­μά του, έμοια­ζε με τη λύ­πη χω­ρίς αι­τία, με την νο­σταλ­γία για αυ­τά που δεν έγι­ναν.
Όταν βυ­θί­στη­κε στη στέρ­να, σκέ­φτη­κα πως των δέν­δρων και των φύλ­λων οι άγιοι θα 'ναι σαν αυ­τό το κι­τρι­νι­σμέ­νο, αιώ­νιο, εξαϋ­λω­μέ­νο φυλ­λα­ρά­κι. Ένα τό­σο δα φυλ­λα­ρά­κι ήρ­θε και στά­θη­κε ανά­με­σα σε μέ­να και το και­νούρ­γιο μου βι­βλίο. Την προη­γού­με­νη βδο­μά­δα μας το έβα­λαν στο πρό­γραμ­μα Φυ­σι­κή, όπως έγρα­φε με με­γά­λα γω­νια­σμέ­να γράμ­μα­τα απ' έξω, Πέμ­πτης τά­ξε­ως δη­μο­τι­κού.
Έπε­σε το φυλ­λα­ρά­κι κι αχρή­στε­ψε ολό­κλη­ρο βι­βλίο, για­τί που­θε­νά δεν γρά­φει πως κά­ποια, λί­γα, εκλε­κτά, φύλ­λα χά­νουν τον όγκο τους και τις δια­στά­σεις τους, μέ­νει η ψυ­χή τους ελα­φριά και πε­τούν σαν άγ­γε­λοι, χω­ρίς δια­στά­σεις κι ιδιό­τη­τες πα­ρα­βιά­ζο­ντας νό­μους και βα­ρύ­τη­τες. Μέ­νουν μό­νο μ' ένα χλω­μό κί­τρι­νο φως σαν στε­φά­νι πα­λιάς αγιο­γρα­φί­ας, να πα­ρου­σιά­ζο­νται κά­ποια στιγ­μή για να πι­στέ­ψου­με πως μπο­ρεί άγιοι των αν­θρώ­πων να μην υπάρ­χουν, για το σύ­μπαν όμως να ΄τοι, εί­ναι αυ­τά τα κί­τρι­να φυλ­λα­ρά­κια, πλάι στη ζώ­νη του χει­μώ­να που τα­ξι­δεύ­ουν στις πλα­γιές χρό­νου και τα μό­ρια του τί­πο­τα.
Μας τον πα­ρου­σί­α­σε ο δά­σκα­λός μας, κύ­ριος Χα­τζής τ' όνο­μά του, πο­λύ πιο κο­ντός από τον κύ­ριό μας, αδύ­να­τος, με φα­λά­κρα και με δυο μα­τά­κια που ‘ψα­χναν συ­νέ­χεια σαν πε­ρι­σκό­πια τις φά­τσες μας.

―Με τον κύ­ριο Χα­τζή θα κά­νε­τε κά­θε Τρί­τη την τε­λευ­ταία ώρα φυ­σι­κή, να 'τοι­μα­στεί­τε κα­λύ­τε­ρα για του χρό­νου. Δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί θα 'πρε­πε να ετοι­μα­στού­με από φέ­τος για του χρό­νου, δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί κά­θε τρεις και λί­γο εκεί που συ­νή­θι­ζα αυ­τά που κά­να­με μας έβγα­ζαν κι άλ­λο φα­σού­λι και πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν κα­τα­λά­βαι­να για­τί πρέ­πει να μας μά­θει αυ­τός ο Χα­τζής φυ­σι­κή και όχι ο κύ­ριος μας που τον εί­χα συ­νη­θί­σει και τα 'ξε­ρε και όλα φαρ­σί.

Πριν κά­να μή­να μας εί­χαν φέ­ρει μια χο­ντρή δα­σκά­λα να μας κά­νει οι­κο­κυ­ρι­κά και χει­ρο­τε­χνία. Αυ­τό το κα­τα­λά­βαι­να ο κύ­ριος δεν ήταν οι­κο­κυ­ρά, αλ­λά τη φυ­σι­κή ήμουν σί­γου­ρος ότι την ήξε­ρε και μά­λι­στα κα­λύ­τε­ρα απ' αυ­τόν το κο­ντό νευ­ρι­κό, για­τί το 'βλε­πα ‘γω πως ήταν νευ­ρι­κός, κύ­ριο που στε­κό­ταν δί­πλα του. Έφυ­γε ο κύ­ριος μας και μου ‘ρχό­ταν να πάω από πί­σω του, αλ­λά με συ­γκρά­τη­σε ο χά­ρα­κας που χτύ­πη­σε πά­νω στην έδρα, δεν ακου­γό­ταν μι­λιά, μάλ­λον τον κτύ­πη­σε για να στα­μα­τή­σου­με να κά­νου­με θό­ρυ­βο με τη σκέ­ψη. Τη Φυ­σι­κή την έντυ­σα ήδη με το ίδιο κο­στού­μι, που εί­χα ντύ­σει και τον κα­χε­κτι­κό Χα­τζή με τα μι­κρά μά­τια, της αντι­πά­θειας.
Άρ­χι­σε να μας πα­ρα­δί­δει το μά­θη­μα. Έκα­νε βόλ­τες πέ­ρα 'δώ­θε, κά­πο­τε στα­μα­τού­σε, έκα­νε ένα σχή­μα στον πί­να­κα και συ­νέ­χι­ζε το βολ­τά­ρι­σμα. Μέ­χρι το τέ­λος δεν έβα­λε κώ­λο κά­τω. Κα­λά το κα­τά­λα­βα εγώ ότι ήταν νευ­ρι­κός. Αυ­τό που δεν κα­τα­λά­βαι­να ήταν το μά­θη­μα που μας έκα­νε. Ο ρυθ­μός του, ο τό­νος της φω­νής του με δυ­σκό­λευε να πα­ρα­κο­λου­θή­σω, τα έτσι κι αλ­λιώς δύ­σκο­λα που μας έλε­γε.
Έφυ­γα από το σχο­λείο ξέ­ρο­ντας για το πρώ­το μά­θη­μα της φυ­σι­κής, ότι ήξε­ρα και το πρω­ι­νό, πριν πάω στο σχο­λείο, παί­ζο­ντας με το άσπρο γυα­λέ­νι μου πά­νω στο τρα­πέ­ζι της αυ­λής.
Και τώ­ρα προ­σπα­θού­σα να πα­πα­γα­λί­σω, αυ­τά που δεν μπό­ρε­σα να κα­τα­λά­βω. Το μυα­λό μου όμως πή­γαι­νε ανά­πο­δα, όπο­τε διά­βα­ζα θρη­σκευ­τι­κά μου 'ρ­χό­ταν στο μυα­λό οι νό­μοι της φύ­σης, η κα­νο­νι­κό­τη­τα των φαι­νο­μέ­νων και τώ­ρα που θα 'πρε­πε να εμ­φο­ρού­μαι απ' αυ­τό το πνεύ­μα, εί­δα να μου απο­κα­λύ­πτο­νται οι άγιοι, οι άγ­γε­λοι κι όλα τα δαι­μό­νια. Πά­ντως το κί­τρι­νο φυλ­λα­ρά­κι θ' άφη­νε τα μα­τά­κια του κυ­ρί­ου Χα­τζή άδεια σαν γυά­λι­νες μπά­λες αν το 'βλε­πε και προ­πά­ντων αν μπο­ρού­σε να πε­τά­ξει μα­ζί του. Ο κύ­ριος Χα­τζής όμως ού­τε πέ­τα­γε ού­τε κα­θό­ταν να χα­ζεύ­ει φυλ­λα­ρά­κια, κρα­τού­σε χά­ρα­κα στα χέ­ρια και τα μά­τια και ήταν και νευ­ρι­κός. Χώ­θη­κα με τα μού­τρα στα ακα­τα­λα­βί­στι­κα της πρώ­της σε­λί­δας.
Πέ­ρα­σα πολ­λή ώρα σέρ­νο­ντας το βλέμ­μα μου πά­νω στις πυ­κνο­γραμ­μέ­νες αρά­δες, χω­ρίς να βγά­ζω νό­η­μα. Διά­βα­ζα και ξα­να­διά­βα­ζα την ίδια πα­ρά­γρα­φο χω­ρίς να στα­λά­ζει, τί­πο­τ' από αυ­τά που 'γρα­φε, στο μυα­λό μου. «Η διά­με­τρος του ατό­μου εί­ναι μι­κρό­τε­ρη από το 1/40.000.000 του εκα­το­στό­με­τρου, στο εσω­τε­ρι­κό του ατό­μου βρί­σκε­ται ο πυ­ρή­νας. Μέ­σα στον πυ­ρή­να βρί­σκο­νται τα δύο από τα τρία εί­δη των στοι­χεί­ων του ατό­μου, το πρω­τό­νιο και το νε­τρό­νιο. Έξω από τον πυ­ρή­να βρί­σκε­ται το ηλε­κτρό­νιο».
Εγώ πά­ντως θα 'θε­λα να εί­μαι ηλε­κτρό­νιο και να βρί­σκο­μαι, όχι έξω από τον πυ­ρή­να αλ­λά έξω από το σπί­τι και να παί­ζω με τους άλ­λους. Η Φυ­σι­κή μού έμοια­ζε ότι έχει τα μυ­στή­ρια κι όχι τα Θρη­σκευ­τι­κά. Στα Θρη­σκευ­τι­κά μα­θαί­να­με του­λά­χι­στον πα­ρα­μυ­θέ­νιες ιστο­ρί­ες και αν και ο κύ­ριος μας έλε­γε κά­θε τό­σο για μυ­στή­ριο και τέ­τοια, εμέ­να μου φαί­νο­νταν όλα πο­λύ απλά. Αν δεν ήμουν σί­γου­ρος ότι ο κύ­ριος τα ήξε­ρε όλα φαρ­σί, θα έλε­γα ότι εί­χε μπερ­δέ­ψει τα Θρη­σκευ­τι­κά με τη Φυ­σι­κή. Για­τί τα μυ­στή­ρια εί­ναι μου φαί­νε­ται όλα μα­ζε­μέ­να σε τού­το το βι­βλίο μπρο­στά μου, που τρυ­πού­σε το μυα­λό μου με πράγ­μα­τα που έμοια­ζαν σαν θαύ­μα­τα σαν σκο­τει­νές τε­λε­τουρ­γί­ες. Δεν μπο­ρού­σα να χω­νέ­ψω ότι το τρα­πέ­ζι εί­ναι ύλη, αλ­λά κι ο αέ­ρας εί­ναι το ίδιο πράγ­μα, εί­ναι κι αυ­τός ύλη. Μπρο­στά σ' αυ­τό το μυ­στή­ριο, η εγκυ­μο­σύ­νη της Σά­ρας ήταν το πιο απλό πράγ­μα. Δε πα' να 'ταν και τρια­κο­σί­ων χρο­νών η γυ­ναί­κα. Εκεί τα πράγ­μα­τα ήταν ξε­κά­θα­ρα, έτσι ήθε­λε ο Θε­ός έτσι έγι­νε, εγώ δεν έβλε­πα τί­πο­τα το μυ­στή­ριο και το πα­ρά­ξε­νο. Όμως ότι «τα ηλε­κτρό­νια απο­τε­λούν μό­λις το 0,1 % της μά­ζας του ατό­μου, αλ­λά εί­ναι εκεί­να που κα­θο­ρί­ζουν την ιδιαί­τε­ρη φύ­ση του», αυ­τό με τρέ­λαι­νε, αυ­τό ήταν το μυ­στή­ριο, αυ­τό ήταν που δεν μπο­ρού­σα να κα­τα­νο­ή­σω κι άρ­χι­ζα να το λέω απ' έξω σαν ποι­η­μα­τά­κι για να το μά­θω. Εί­χα πα­ρα­τή­σει όλα τ' άλ­λα μα­θή­μα­τα για να ασχο­λη­θώ με τη φυ­σι­κή.
Για να κα­θα­ρί­σει λί­γο το κε­φά­λι μου από όλη αυ­τή τη σκο­τού­ρα μπή­κα για λί­γο στον κό­σμο του Ζα­γκόρ του Τσί­κο και της ξε­γνοια­σιάς.

―Στοι­χη­μα­τί­ζω ότι δεν βρε­θή­κα­με εδώ τυ­χαία, συ­νέ­χι­σε την κου­βέ­ντα ο Τσί­κο, σαν να εί­χα πα­τή­σει pause σε κά­ποιο βι­ντε­ά­κι στο you tube.
―Ναι, εί­μαι βέ­βαιος ότι δεν εδώ θα βρού­με το κλει­δί του μυ­στη­ρί­ου, χο­ντρέ μου, του απα­ντά ο Ζα­γκόρ κα­τα­πα­τώ­ντας κά­θε κα­νό­να πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας του μέλ­λο­ντος.
―Ουγκ, εκεί το δά­σος έχει σω­πά­σει δυ­να­τέ Ζα­γκόρ, συ­μπλή­ρω­σε ο ιν­διά­νος φί­λος τους.
―Α, μα τι πα­λα­βές κου­βέ­ντες εί­ναι αυ­τές, μά­λω­σε ο Τσί­κο τον πε­ρή­φα­νο ιν­διά­νο και στρά­φη­κε στον «δυ­να­τό» Ζα­γκόρ, όμως ο ήρω­άς μας έδω­σε δί­κιο στον ερυ­θρό­δερ­μο.
―Το Μαύ­ρο Κο­ρά­κι έχει δί­κιο, Τσί­κο μί­λα πιο σι­γά, έβα­λε το χέ­ρι στο στό­μα ο Ζα­γκόρ και συ­νέ­χι­σε, δεν πρό­σε­ξες ότι τα νυ­χτο­πού­λια έπα­ψαν να κρά­ζουν ξαφ­νι­κά; Κά­τι ή κά­ποιος τα τρό­μα­ξε, κά­ποιος που έρ­χε­ται κα­τά δω. Ο Τσί­κο τρό­μα­ξε.
―Μα­μά μου, πι­στεύ­εις, σχε­δόν ούρ­λια­ξε αλ­λά ο ιν­διά­νος του έφρα­ξε το στό­μα.
―Σσσστ, του εί­πε.


Όση όμως αγω­νία εί­χα για το τι μέλ­λει γε­νέ­σθει με την πα­ρέα του Ζα­γκόρ και τον μυ­στή­ριο Γύ­πα άλ­λη τό­ση αγω­νία εί­χα για τη φυ­σι­κή και τον κύ­ριο Χα­τζή.

Εί­χα το προ­αί­σθη­μα ότι ο κύ­ριος Χα­τζής θα ψά­ξει με τα μι­κρά μά­τια του όλη την αί­θου­σα και θα στα­θεί επά­νω μου.

―Για σή­κω εσύ να μας πεις, θα 'λε­γε και θα 'ρ­χι­ζε πά­λι το βολ­τά­ρι­σμα μες την αγω­νία μου, δί­πλα από την άγνοιά μου. Και θα κρε­μιό­ταν στους γε­ω­φυ­σι­κούς χάρ­τες του τοί­χου η απελ­πι­σία μου να πη­γαί­νει πέ­ρα δώ­θε έτοι­μη να πέ­σει και να σω­ρια­στού­με μα­ζί στην τριμ­μέ­νη κι­μω­λία που κα­τα­λά­για­ζε στο μω­σαϊ­κό.
Έλε­γα και ξα­νά­λε­γα τις φρά­σεις απ' έξω, με κό­πο εί­χα κα­τα­φέ­ρει ν' απο­στη­θί­σω με­ρι­κές, εί­χα ξε­θαρ­ρέ­ψει όμως και συ­νέ­χι­ζα την προ­σπά­θεια. Με­τά από πολ­λή ώρα με θο­λω­μέ­νο μυα­λό ση­κώ­θη­κα και πή­γα στο πα­ρά­θυ­ρο, το άνοι­ξα. Ένας πα­γω­μέ­νος αέ­ρας χα­στού­κι­σε το πρό­σω­πό μου. Πα­ρά­σερ­νε χαρ­τιά και χώ­μα, με­σ' το στρό­βι­λο που δη­μιουρ­γή­θη­κε, εί­δα το κί­τρι­νο φυλ­λα­ρά­κι να ση­κώ­νε­ται και να τα­ξι­δεύ­ει ψη­λά, πά­νω από τη μου­ριά πά­νω από τη ΒΛ 4, πά­νω από 'κει που μπο­ρού­σε να φτά­σει το μυα­λό μου. Έβγα­λα το κε­φά­λι από το πα­ρά­θυ­ρο, προ­σπα­θού­σα να το δω κά­που να πέ­φτει, εί­χε χα­θεί. Θα πή­γε στον ου­ρα­νό, να το πιά­σει ο Ψα­ράγ­γε­λος να το βά­λει στο αυ­τί, σκέ­φτη­κα.
―Τι άνοι­ξες παι­δά­κι μου το πα­ρά­θυ­ρο, δεν βλέ­πεις τι κά­νει; Άκου­σα στην πόρ­τα του δω­μα­τί­ου τη μά­να μου.
―Κλείσ 'το ντε, τι χά­ζε­ψες; Ήρ­θε και το 'κλει­σε μό­νη της με πά­τα­γο.
―Άντε, έλα να φας, πέ­ρα­σε η ώρα.

Προ­τι­μού­σα τη λί­γη ώρα που εί­χα να την αφιε­ρώ­σω στον Ζα­γκόρ και την πα­ρέα του.
―Τον εί­δες αυ­τός ήταν ο Γύ­πας; ρώ­τη­σε ανα­στα­τω­μέ­νος ο Τσί­κο.
―Δεν ξέ­ρω Τσί­κο, από τό­σο μα­κριά και με το κα­τα­ρα­μέ­νο αυ­τό σκο­τά­δι, μό­νον ένα ίσκιο μπό­ρε­σα να δια­κρί­νω. Ένα πράγ­μα ξέ­ρω πά­ντως, θέ­λω να δω τη φά­τσα του όποιος κι αν εί­ναι αυ­τός που κά­νει τέ­τοιους πα­ρά­ξε­νους νυ­χτε­ρι­νούς πε­ρι­πά­τους, εί­πε ο Ζα­γκόρ.
Προ­σέ­χο­ντας να μην κά­νουν τον πα­ρα­μι­κρό θό­ρυ­βο οι τρεις φί­λοι ακο­λου­θούν τον μαύ­ρο ίσκιο που φαί­νε­ται και χά­νε­ται ανά­με­σα στα δέν­δρα. Σ’ ένα μέ­ρος όπου τα νε­ρά του πο­τα­μού σχη­μά­τι­ζαν ένα κα­ταρ­ρά­κτη παύ­ουν να βλέ­πουν τον ίσκιο.
―Χά­θη­κε, ψι­θύ­ρι­σε ο Τσί­κο, ενώ οι άλ­λοι προ­σπα­θού­σαν να δια­κρί­νουν κά­τι μέ­σα στο ημί­φως, χά­θη­κε σαν ομί­χλη στον ήλιο, έλιω­σε σαν αλά­τι στο νε­ρό, δια­λύ­θη­κε σαν …
―Πά­ψε χο­ντρέ, κλεί­σε το στό­μα σου. Τον στα­μά­τη­σε ο Ζα­γκόρ και συ­νέ­χι­σε. Μα τα χί­λια τύ­μπα­να, εί­μαι βέ­βαιος ότι η εξα­φά­νι­ση του «φί­λου» μας δεν έχει τί­πο­τα το μυ­στη­ριώ­δες και το υπερ­φυ­σι­κό ίσως, ίσως τα νε­ρά του κα­ταρ­ρά­κτη κρύ­βουν κά­ποια κοι­λό­τη­τα, στην οποία μπο­ρεί κα­νείς να φτά­σει περ­πα­τώ­ντας κολ­λη­τά στον πέ­τρι­νο τοί­χο. Αν πε­ρι­μέ­νου­με λί­γα λε­πτά ο άν­θρω­πος μας θα ξα­να­φα­νεί σί­γου­ρα.
―Μα τα μου­στά­κια όλης της οι­κο­γέ­νειας μου, δεν μου φά­νη­κε σαν τον Γύ­πα αυ­τός. Αυ­τός φο­ρού­σε κα­νο­νι­κό κα­πέ­λο και ρού­χα σαν όλους τους αν­θρώ­πους…
―Πά­ψε λοι­πόν τον μά­λω­σε ο Ζα­γκόρ, ας πε­ρι­μέ­νου­με λί­γο, τέ­λειω­σε τη φρά­ση του, εγώ πά­ντως δεν μπο­ρού­σα να πε­ρι­μέ­νω άλ­λο, έπρε­πε να φύ­γω για το σχο­λείο.

Για πρώ­τη φο­ρά στα δια­λείμ­μα­τα, όλοι ασχο­λού­μα­σταν με μά­θη­μα. Με το βι­βλίο στα χέ­ρια προ­σπα­θού­σα­με να ξε­κλέ­ψου­με κά­ποια φρα­σού­λα, κά­να νού­με­ρο, να συ­γκρα­τή­σου­με ό,τι προ­λα­βαί­να­με. Σε κά­θε διά­λειμ­μα έπια­να την ίδια γω­νιά δε­ξιά του προ­αυ­λί­ου και με το βι­βλίο κλει­στό έλε­γα το ποί­η­μά μου.
Ο Θέ­μης εί­χε από την αγω­νία μό­νι­μα κοκ­κι­νι­σμέ­να τα με­γά­λα του αυ­τιά. Ο Πα­πα­δό­που­λος εί­χε χά­σει την γνω­στή του αυ­το­πε­ποί­θη­ση κι όλο ρω­τού­σε και ξα­να­ρω­τού­σε τι ξέ­ρει ο ένας κι ο άλ­λος και ο Νί­κος ο Σώ­ρας εί­χε εξα­φα­νί­σει, με το μά­ση­μα, τα ήδη φα­γω­μέ­να νύ­χια του.
Οι πρώ­τες ώρες πέ­ρα­σαν όπως κά­θε μέ­ρα, εί­χα­με όλοι απλω­θεί στο πλα­τύ χα­μό­γε­λο του κυ­ρί­ου μας και ξε­χα­σμέ­νοι, ακού­γα­με το μά­θη­μα του. Πε­ρι­μέ­νο­ντας τον κο­ντό με τα μι­κρά μά­τια εί­χα­με εκτι­μή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τον κύ­ριο μας. Νιώ­θα­με ότι μό­νο αυ­τός μπο­ρού­σε να μας προ­στα­τέ­ψει από το φο­βε­ρό κύ­ριο Χα­τζή.
Ο κύ­ριός μας ήταν αυ­τός που άπλω­νε στα τζά­μια στους τοί­χους και τον πί­να­κα, τη σι­γου­ριά, την με­τα­μέ­λεια και την επιεί­κεια.
Άπλω­νε το ζε­στό του βλέμ­μα σ' όλη την αί­θου­σα και το­πο­θε­τού­σε στα μό­ρια της τριμ­μέ­νης κι­μω­λί­ας που αιω­ρού­νταν πά­νω από τα κε­φά­λια μας, ένα κό­μπο κα­τα­νό­η­σης, μια στά­λα βε­βαιό­τη­τα. Κα­τα­κα­θό­ταν η τριμ­μέ­νη κι­μω­λία στα ρού­χα και δεν την τι­νά­ζα­με, μπας και μα­ζί της πε­τά­ξου­με από πά­νω μας, τη γα­λή­νη και την συ­μπά­θεια.

Την προ­τε­λευ­ταία ώρα μπή­κε στην αί­θου­σα η χο­ντρή κυ­ρία των οι­κο­κυ­ρι­κών. Η Χα­ρά η κα­λή μα­θή­τρια της τά­ξης, που κα­θό­ταν στ' αρι­στε­ρά μου στη δι­πλα­νή σει­ρά των θρα­νί­ων, έβγα­λε από τη τσά­ντα της, τυ­λιγ­μέ­νη σε λα­δό­κολ­λα την ερ­γα­σία της.
Ξε­τύ­λι­ξε τη λα­δό­κολ­λα και εμ­φα­νί­στη­κε μια όμορ­φη «αρα­πί­να» φτιαγ­μέ­νη με φα­σό­λια, ανοιγ­μέ­να στη μέ­ση. Σκέ­φτη­κα τη δι­κή μου ερ­γα­σία και μ' έπια­σε απο­γο­ή­τευ­ση. Μου εί­χε σχε­διά­σει η κυ­ρία χο­ντρή δυο ελ­λη­νι­κές ση­μαί­ες χια­στί, της ξη­ράς και της θά­λασ­σας και ήθε­λε να κολ­λή­σω επά­νω ένα, ένα σπυ­ριά ρυ­ζιού. Μου εί­χε φα­νεί εύ­κο­λο στην αρ­χή, μό­λις προ­σπά­θη­σα όμως να κολ­λή­σω το ρύ­ζι με γο­νά­τι­σε η απελ­πι­σία, δεν έστε­καν που­θε­νά. Τσά­τρα πά­τρα εί­χα φτιά­ξει κά­να δυο σει­ρές και τα 'χα πα­ρα­τή­σει. Στις δια­κο­πές των Χρι­στου­γέν­νων σκε­φτό­μουν με τη βο­ή­θεια κά­ποιο αδελ­φού μου θα το φτιά­ξω. Έτσι κά­θε βδο­μά­δα έλε­γα ότι δεν το εί­χα τε­λειώ­σει ακό­μα, άλ­λα όπου να 'ναι θα το εί­χα έτοι­μο.

―Μπρά­βο Χα­ρί­κλεια, ακού­στη­κε η κυ­ρία χο­ντρή, κοι­τάξ­τε τι έφτια­ξε η συμ­μα­θή­τριά σας συ­νέ­χι­σε και μας έδει­ξε την ερ­γα­σία.
―Αν δεν την έντυ­νε κιό­λας θα 'ταν πιο ωραία, μου ψι­θύ­ρι­σε ο Πα­πα­δό­που­λος στο αυ­τί κι έπνι­ξα με το ζό­ρι τα γέ­λια.

Η χο­ντρή όμως με εί­δε και θυ­μή­θη­κε την ερ­γα­σία.

―Η δι­κή σου ερ­γα­σία που εί­ναι και χα­σκο­γε­λάς;
―Δεν την τέ­λειω­σα κυ­ρία ακό­μα, όπου να ναι....
―Την άλ­λη φο­ρά θα την φέ­ρεις κι ας μην την έχεις τε­λειώ­σει, κα­τά­λα­βες; εί­πε αυ­στη­ρά, έρι­ξε πά­λι μια μα­τιά στην ερ­γα­σία της Χα­ράς χα­μο­γέ­λα­σε και συ­νέ­χι­σε με μπρά­βο και τέ­τοια. Εγώ κά­θι­σα κά­πως ανή­συ­χος στη θέ­ση μου.
―Άστη, ρε μα­λά­κα, μέ­χρι την άλ­λη βδο­μά­δα δεν θα θυ­μά­ται τί­πο­τα η χο­ντρέ­λα, ψι­θύ­ρι­σε πά­λι ο Πα­πα­δό­που­λος.

Το τε­λευ­ταίο διά­λειμ­μα κου­δού­νι­σε στ' αυ­τιά μας και τα νεύ­ρα μας. Όλοι με μια κί­νη­ση ακό­μα και η 'Χα­ρί­κλεια' έσου­ρε το βι­βλίο της φυ­σι­κής από το θρα­νίο. Τ' αυ­τιά του Θέ­μη εί­χαν μπλα­βί­σει και ο Σώ­ρας δά­γκω­νε πια τους κό­μπους από τα δά­χτυ­λα. Εγώ αν και το ένιω­θα ότι θα με ση­κώ­σει, ήμουν σχε­τι­κά ήρε­μος, δεν ήξε­ρα αν ήταν από την τέ­λεια απελ­πι­σία ή την υπο­ψία ότι κά­τι ξέ­ρω.
Μου φά­νη­κε ότι το κου­δού­νι λή­ξης του δια­λείμ­μα­τος ακού­στη­κε σχε­δόν αμέ­σως. Το 'λε­γα 'γω ότι ο χρό­νος εί­ναι έρ­γο του σα­τα­νά. Εκτός αν ήταν της κα­θα­ρί­στριας που βια­ζό­ταν να πά­ει στο σπί­τι της.
Αν και η ησυ­χία ήταν κα­τα­νυ­κτι­κή, κα­νέ­νας δεν πή­ρε χα­μπά­ρι την εί­σο­δο του κο­ντού. Εί­χα­με πέ­σει με τα μού­τρα στα πο­σο­στά και τους ορι­σμούς. Η βέρ­γα βρό­ντη­ξε πά­νω στην έδρα. Συγ­χρο­νι­σμέ­να όπως οι φα­ντά­ροι στις πα­ρε­λά­σεις στρα­φή­κα­με προς το μέ­ρος του. Κά­θι­σε στην έδρα, έβγα­λε ένα κα­τα­λο­γά­κι από το σα­κά­κι του κι άρ­χι­σε να το ψά­χνει. Δεν μας ξα­να­κοί­τα­ξε ού­τε κα­τα­λά­βαι­να τι θα μπο­ρού­σε να ψά­χνει στο κα­τα­λο­γά­κι. Κοι­τού­σα το Χρι­στό πά­νω από τον πί­να­κα και τι δεν του 'τα­ζα, να μην με ση­κώ­σει. Ένιω­θα την αγω­νία μου σαν μι­κρά σκου­λή­κια να ξε­πη­δούν από όλες τις γω­νιές της αί­θου­σας και να τσι­μπο­λο­γούν τ' εγκα­τα­λειμ­μέ­να μου κομ­μά­τια. Κάγ­χα­ζε ει­ρω­νι­κά η απελ­πι­σία κρε­μα­σμέ­νη από το πό­μο­λο της πόρ­τας και η ψυ­χραι­μία μου με το ένα πό­δι πά­νω στο άλ­λο, αδια­φο­ρού­σε για μέ­να ξα­πλω­μέ­νη στο σπόγ­γο του πί­να­κα.
Ακού­στη­κε το επώ­νυ­μο μου σαν να έβγαι­νε από τα έγκα­τα της γης, σαν να το ξερ­νού­σαν δέ­κα ηφαί­στεια μα­ζί, σαν να το σφύ­ρι­ζε τρέ­νο σ' αφύ­λα­κτη διά­βα­ση. Στην αρ­χή δεν κα­τά­λα­βα, πο­τέ ο κύ­ριος δεν με φώ­να­ζε με το επώ­νυ­μο κι έμει­να κοι­τά­ζο­ντας γύ­ρω.
Μό­νο όταν με σκού­ντη­σε ο Πα­πα­δό­που­λος, ση­κώ­θη­κα και ήρ­θαν και με συ­νά­ντη­σαν, οι δυο μαύ­ρες κα­τσα­ρι­δού­λες των μα­τιών του κυ­ρί­ου Χα­τζή.

―Έχεις δια­βά­σει;
―Μά­λι­στα κύ­ριε, εί­πα και ού­τε εγώ ήξε­ρα τι ση­μαί­νει αυ­τό, για­τί το ότι εί­χα δια­βά­σει ήταν μια αλή­θεια, αλ­λά δεν ήμουν κα­θό­λου σί­γου­ρος ότι μπο­ρού­σα και να την απο­δεί­ξω στον κύ­ριο Χα­τζή.
―Για έλα στον πί­να­κα.

Κι­νή­θη­κα προς τον πί­να­κα και πριν γυ­ρί­σω έρι­ξα μια τε­λευ­ταία μα­τιά και από­θε­σα την τε­λευ­ταία μου ελ­πί­δα στον Εσταυ­ρω­μέ­νο πά­νω από τον πί­να­κα. Κοί­τα­ζα όλους σιω­πη­λούς να με πα­ρα­τη­ρούν κι ένιω­θα ότι ήμουν μπρο­στά σ' εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Σαν πε­τριά έρι­ξα το βλέμ­μα στο τα­βά­νι.

―Λοι­πόν; άκου­σα από την έδρα. Όταν εξε­τά­ζει δε βολ­τά­ρει σκέ­φτη­κα και κά­πως πα­ρη­γο­ρή­θη­κα που δεν θα τον εί­χα μπρο­στά στη μύ­τη μου, να μου ει­σπνέ­ει τον αέ­ρα και το κομ­μα­τά­κι θάρ­ρους που κρα­τού­σα στο κό­τσι του δε­ξιού μου καρ­πού.
―Λοι­πόν τι κα­τά­λα­βες από αυ­τά που εί­πα­με την προη­γού­με­νη φο­ρά; Αυ­τό σκέ­φτη­κα κα­λύ­τε­ρα ας το ξε­χά­σω και μά­ση­σα την πρώ­τη αρά­δα του βι­βλί­ου. Άρ­χι­σα να λέω το μά­θη­μα λες και ήμουν υπνω­τι­σμέ­νος. Έφευ­γαν οι πα­ρά­γρα­φοι η μια με­τά την άλ­λη, κρα­τού­σα την ει­κό­να του βι­βλί­ου στα μά­τια μου και δεν έβλε­πα τί­πο­τ' άλ­λο. Πι­θα­νόν στο τέ­λος να μου 'δι­νε και μπρά­βο αν στην προ­τε­λευ­ταία πα­ρά­γρα­φο δεν ήθε­λε να του διευ­κρι­νί­σω κά­τι. Πράγ­μα αδύ­να­τον βέ­βαια.
―Κα­λά μου λέ­ει τε­λεί­ω­νε. Αλ­λά εγώ ήδη εί­χα τε­λειώ­σει, η δια­κο­πή έσβη­σε την ει­κό­να του βι­βλί­ου από μπρο­στά μου και δεν μπο­ρού­σα να βγά­λω λέ­ξη.
―Κα­λά κά­θι­σε, εί­πε και κα­θώς έσκυ­ψε στο τε­φτέ­ρι του, εί­δα να 'χει μια έκ­φρα­ση απο­ρί­ας. Χω­ρίς να ξέ­ρω το βαθ­μό που μου έβα­λε και την εντύ­πω­ση που του έκα­να, επέ­στρε­φα στη θέ­ση μου αρ­γά για ν' απο­λαύ­σω τον θαυ­μα­σμό των συμ­μα­θη­τών μου. Με κοί­τα­ζαν όλοι και μό­λις κά­θι­σα ο Θέ­μις, που κα­θό­ταν πί­σω μου, έσκυ­ψε στο αυ­τί μου.
―Πό­τε τα 'μα­θες, ρε μα­λά­κα, εγώ δεν κα­τά­λα­βα τί­πο­τα;
Γύ­ρι­σα και του χα­μο­γέ­λα­σα, με προ­σποι­η­τή κα­τα­νό­η­ση.
Σε λί­γο ση­κώ­θη­κε ο κο­ντός και άρ­χι­σε να πα­ρα­δί­δει πα­ρα­κά­τω. Το βολ­τά­ρι­σμα εί­χε ξε­κι­νή­σει. Σε κά­ποια στιγ­μή κάρ­φω­σε τις κα­τσα­ρι­δού­λες του πά­νω μου.
―Όπως μας εί­πε ο συμ­μα­θη­τής σας, από το προη­γού­με­νο μά­θη­μα κι ανέ­φε­ρε μια ακα­τα­λα­βί­στι­κη φρά­ση, έτσι δεν εί­ναι; ρώ­τη­σε και με κοί­τα­ζε στα μά­τια.
―Μά­λι­στα, εί­πα και πή­ρα τα μά­τια μου από πά­νω του και τα έρι­ξα στον πί­να­κα όπως κά­ποιες φο­ρές πε­τά­γα­με τις κι­μω­λί­ες.

Ένιω­θα να έχει γί­νει μια τε­ρά­στια πα­ρε­ξή­γη­ση και δεν με βό­λευε κα­θό­λου να λυ­θεί.
Με­τά το σχό­λα­σμα με τον Σώ­ρα πη­δή­σα­με κρυ­φά στο κά­ρο του Θε­ού­λη, που έτυ­χε να γυ­ρί­ζει από τα χω­ρά­φια του και πή­γαι­νε προς το σπί­τι. Εί­χε μπά­λες σα­νό φορ­τω­μέ­νες και δεν μας έβλε­πε κα­θώς εί­χα­με κουρ­νιά­σει στο πί­σω μέ­ρος του μα­κριού κά­ρου, με τα πό­δια να κρέ­μο­νται στον αέ­ρα. Ήταν ένα γλυ­κό χει­μω­νιά­τι­κο βρά­δυ.
Εί­χε κό­ψει ο αέ­ρας και μο­σκο­βό­λα­γε σα­νό, κο­πριά και ικα­νο­ποί­η­ση.
Ήμουν ακου­μπι­σμέ­νος με την πλά­τη σε μια μπά­λα σα­νό, εί­χα πά­ρει ένα κλω­να­ρά­κι και το 'παι­ζα στο στό­μα. Άχνι­ζε στην ανά­σα μου η γλύ­κα της νύ­χτας και η από­λαυ­ση της επι­δο­κι­μα­σί­ας. Σε μια στρο­φή φρε­σκο­βαμ­μέ­νη εί­δα τη μα­ταιο­δο­ξία πια­σμέ­νη με τα νύ­χια σε μια κο­λό­να, ανα­κά­θι­σα κι άρ­χι­σα ψι­θυ­ρι­στή κου­βέ­ντα με τον Σώ­ρα.
Ακού­γο­νταν τα πέ­τα­λα του αλό­γου να κτυ­πούν αρ­γά, βα­ριά τον τσι­με­ντό­δρο­μο. Με νό­η­μα ο Σώ­ρας, έκα­νε σαν να εί­χε σπίρ­τα, άνα­βε ένα κι έβα­ζε φω­τιά στο σα­νό. Και πα­ρά­σται­νε τις αντι­δρά­σεις του Θε­ού­λη. Δεν μπό­ρε­σα να κρα­τή­σω τα γέ­λια και πή­δη­σα από το κά­ρο, για­τί μα­κρύ μα­κρύ το κά­ρο αλ­λά και το καμ­τσί­κι του Θε­ού­λη ήταν υπο­λο­γι­σμέ­νο να φτά­νει μέ­χρι πί­σω. Γι­νό­ταν θη­ρίο μό­λις έβλε­πε κά­να παι­δί να 'χει ανέ­βει κλε­φτά στο κά­ρο του, λες και μας κου­βα­λού­σε στην πλά­τη.
Χω­ρί­σα­με πιο κά­τω με το Σώ­ρα και πή­ρα το δρό­μο για το σπί­τι. Το κα­θα­ρό φεγ­γά­ρι πρό­βα­λε τη σκιά μου, μ' έδει­χνε δυο πή­χες πιο ψη­λό. Μπή­κα στην αυ­λή και γύ­ρι­σα από­το­μα να τον ξαφ­νιά­σω. Έστε­κε μο­νά­χο το ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι μ' ένα συν­νε­φά­κι όχι για βρο­χή, μό­νο για στο­λί­δι στην άκρη του. Ο Ψα­ράγ­γε­λός μου που­θε­νά.
Πά­λευα, ιδί­ως τα βρά­δια που δεν εί­χα τί­πο­τα να κά­νω, στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας να κολ­λή­σω σπυ­ριά από ρύ­ζι στις ση­μαί­ες. Τα ρύ­ζια δεν κόλ­λα­γαν με τί­πο­τα, μό­νο τα δά­χτυ­λά μου γέ­μι­ζαν άσπρη κό­λα κι όταν πή­γαι­να να πά­ρω ένα σπυ­ρά­κι κολ­λού­σαν ανά­με­σα στο δεί­χτη και τον αντί­χει­ρα χε­ριές ολό­κλη­ρες.
Πή­ρα το Ζα­γκόρ μου για να ξε­χα­στώ λί­γο από τις έγνοιες.


―Νά­τος βγαί­νει, ευ­τυ­χώς βγαί­νει και το φεγ­γά­ρι κι έτσι θα τον δού­με εί­πε ο Ζα­γκόρ. Στο επό­με­νο κα­ρε­δά­κι φά­νη­κε ο Γύ­πας κρυμ­μέ­νος πί­σω από μια μά­σκα με κα­πέ­λο, φο­ρώ­ντας μια μπέρ­τα.
―Μα­μά μου, εί­πε ο Τσί­κο φο­βι­σμέ­νος.
―Ο Γύ­πας, εί­πε ο ιν­διά­νος.
―Αυ­τός εί­ναι εί­πε ο Ζα­γκόρ και συ­νέ­χι­σε σκε­φτι­κός, τώ­ρα εξη­γού­νται όλα, αυ­τός ο βρω­με­ρός εγκλη­μα­τί­ας χρη­σι­μο­ποιεί αυ­τό το κα­τα­φύ­γιο για να φο­ρά τα μαύ­ρα ρού­χα και να ξε­φεύ­γει από τις ανα­ζη­τή­σεις, έπει­τα από την εκτέ­λε­ση των εγκλη­μά­των του.
―Ουγκ αυ­τός εί­ναι ένα τέ­ρας που σκό­τω­σε το κο­ρι­τσά­κι μου, ανα­φώ­νη­σε ανα­στα­τω­μέ­νος ο ιν­διά­νος.
―Ήσυ­χα φί­λε μου, μη χά­νεις την ψυ­χραι­μία σου, αλ­λιώς θα τα χα­λά­σεις όλα. Τον εί­δα­με τώ­ρα πρέ­πει να τον πιά­σου­με και να τον πα­ρα­δώ­σου­με στη δι­καιο­σύ­νη. Μεί­νε με τον ιν­διά­νο Τσί­κο. Δεν θέ­λω να τον σπρώ­ξει ο θυ­μός σε κα­μιά τρε­λή πρά­ξη.
―Ναι Ζα­γκόρ, αλ­λά σε πα­ρα­κα­λώ να προ­σέ­ξεις αυ­τό το μαύ­ρο δαί­μο­να μπο­ρεί να εί­ναι σκλη­ρό κόκ­κα­λο, απά­ντη­σε ο Τσί­κο ανή­συ­χος.
Αθό­ρυ­βα, μα γορ­γά ο ήρω­ας των δα­σών και των βου­νών σέρ­νε­ται στα ίχνη του απαί­σιου αντι­πά­λου του. Στά­θη­κε πά­νω από ένα βρά­χο ενώ ο Γύ­πας προ­χω­ρού­σε και σε λί­γο θα περ­νού­σε κά­τω ακρι­βώς από το ση­μείο που εί­χε στή­σει καρ­τέ­ρι ο Ζα­γκόρ.
―Προ­χώ­ρα αι­μο­βό­ρο τέ­ρας, λί­γα βή­μα­τα ακό­μα σκε­φτό­ταν ο Ζα­γκόρ, σε λί­γο η σκο­τει­νή φι­γού­ρα έφτα­σε κά­τω από τον βρά­χο και ο ήρω­άς μας όρ­μη­σε πά­νω του με μια κραυ­γή Αα­αι­ι­ικκ και ξάφ­νια­σε τον Γύ­πα.
―Ζα­γκόρ, λέ­ει εκεί­νος
―Με κο­λα­κεύ­εις που με ανα­γνώ­ρι­σες φί­λε, αλ­λά τώ­ρα πρέ­πει να δού­με ποιος εί­σαι, λέ­ει ο Ζα­γκόρ και κά­νει να του βγά­λει τη μά­σκα.
―Άτι­με άγριε, λέ­ει εκεί­νος και ξαφ­νιά­ζει τον Ζα­γκόρ με μια κλω­τσιά και του ορ­μά αρ­πά­ζο­ντάς τον από τον λαι­μό.
―Δε σου ήταν αρ­κε­τό το μά­θη­μα που σου έδω­σα την άλ­λη φο­ρά, εί­πε μέ­σα από τα δό­ντια του και πί­ε­ζε τον Ζα­γκόρ στο λαι­μό με όλη του τη δύ­να­μη, τό­σο το χει­ρό­τε­ρο αυ­τή τη φο­ρά δεν θα γλι­τώ­σεις. Ο Ζα­γκόρ τα χρειά­στη­κε και σκε­φτό­ταν
―Μα τα χί­λια τύ­μπα­να έχει τρο­μα­κτι­κή δύ­να­μη το τέ­ρας αυ­τό.
Η σι­δε­ρέ­νια λα­βή σφίγ­γε­ται όλο και πιο πο­λύ στο λαι­μό του ήρωά μας, ο οποί­ος προ­σπα­θεί απε­γνω­σμέ­να να ελευ­θε­ρω­θεί
.


Η υπό­θε­ση εί­χε πολ­λή αγω­νία και δεν θα άφη­να τον Ζα­γκόρ αν δεν εί­χα τη δι­πλή αγω­νία της χει­ρο­τε­χνί­ας.
Με πα­ρη­γο­ρού­σε μό­νο η φρά­ση του Πα­πα­δό­που­λου ― πού να το θυ­μά­ται η χο­ντρέ­λα μέ­χρι τό­τε. Αλ­λά το «τό­τε» ήταν αύ­ριο κι έκα­να κά­ποιες τε­λευ­ταί­ες προ­σπά­θειες με την υπο­μο­νή εξα­ντλη­μέ­νη, από τις απο­τυ­χί­ες τό­σων ημε­ρών.
Η αδερ­φή μου εί­χε πά­ει για ύπνο, η μά­να μου κά­τι έφτια­χνε στο νε­ρο­χύ­τη κι ο πα­τέ­ρας μου, διόρ­θω­νε κά­θε τό­σο το ρα­διο­φω­νά­κι για ν' ακού­ει κα­λύ­τε­ρα το «θέ­α­τρο της Δευ­τέ­ρας». Εί­χε κά­ποιο έρ­γο θρη­σκευ­τι­κό, αλ­λά κα­νέ­νας άγιος, κα­νέ­νας Ιη­σούς δεν βο­ή­θα­γε την πε­ρί­στα­ση. Ο πα­τέ­ρας μου για χι­λιο­στή φο­ρά ρω­τού­σε τι φτιά­χνω και τι παι­δεύ­ο­μαι τζά­μπα με τα ρύ­ζια, τα 'βα­ζε και με τους δα­σκά­λους που μας μά­θαι­ναν άχρη­στα πρά­μα­τα και με­τά έστρε­φε την προ­σο­χή του στη συ­νέ­χεια του έρ­γου. Δεν γι­νό­ταν τί­πο­τα, κόλ­λα­γα το ένα ξε­κόλ­λα­γε το άλ­λο. Απο­φά­σι­σα ν' αλ­λά­ξω σύ­στη­μα άπλω­σα μια στρώ­ση άσπρη κό­λα, πή­ρα μια χού­φτα ρύ­ζι και την έστρω­σα πά­νω. Το άφη­σα στην άκρη να στε­γνώ­σει, δεν φαι­νό­ταν και τό­σο άσχη­μο. Θα το συ­νε­χί­σω το πρωί σκέ­φτη­κα, αν πιά­σει το κόλ­πο, σε μι­σή ώρα θα το 'χω τε­λειώ­σει.


Ξαφ­νι­κά ο Ζα­γκόρ εκτι­νάσ­σε­ται ξε­φεύ­γει από τη μέγ­γε­νη του μα­σκο­φό­ρου και με μια κλω­τσιά το πε­τά κά­τω. Εκεί­νος ξαφ­νιά­ζε­ται κά­τι εί­πε μέ­σα από τα δό­ντια του κι έβγα­λε το πι­στό­λι του και το έστρε­ψε κα­τά του ήρωά μας. Εκεί­νος με μια κί­νη­ση ακρι­βεί­ας πε­τά το πέ­τρι­νο τσε­κού­ρι του στο χέ­ρι που κρα­τού­σε το πι­στό­λι κι αφο­πλί­ζει τον αντί­πα­λο. Έπε­σε αρ­κε­τή κλο­τσο­πα­τι­νά­δα η οποία με­τα­φρα­ζό­ταν σε πολ­λά σμακ, σβινν, στοκ, αα­αι­ι­ικ με τε­λι­κό νι­κη­τή τον δυ­να­τό Ζα­γκόρ.
―Φτά­νει, φτά­νει, τον πα­ρα­κά­λε­σε ο πε­σμέ­νος στο χώ­μα μα­σκο­φό­ρος.
―Σή­κω, μα μην κά­νεις κα­νέ­να άσχη­μο κόλ­πο, αυ­τή τη φο­ρά δεν θα με αιφ­νι­διά­σεις, πρό­σε­χε του εί­πε ο Ζα­γκόρ, απει­λώ­ντας τον με το πι­στό­λι που του εί­χε αφαι­ρέ­σει και μη φο­βά­σαι άθλιε. Δε θα λε­ρώ­σω τα χέ­ρια μου με το αί­μα σου. Θα φρο­ντί­σουν οι άν­θρω­ποι του νό­μου, να απο­δώ­σουν δι­καιο­σύ­νη στα φτω­χά θύ­μα­τά σου, πρό­σε­ξε τις κι­νή­σεις του, τον προει­δο­ποί­η­σε. Ξαφ­νι­κά ακού­στη­κε πί­σω του ο Τσί­κο.
―Ζα­γκόρ, τον αιχ­μα­λώ­τι­σες λοι­πόν;
―Όπως βλέ­πεις χο­ντρέ, απά­ντη­σε εκεί­νος, ενώ ακού­στη­κε και ο ιν­διά­νος που μό­λις κα­τέ­φθα­σε.
―Ο Γύ­πας, Ζα­γκόρ, έπια­σες τον Γύ­πα;
― Ναι κοί­τα τον κα­λά, κοί­τα τον από κο­ντά φί­λε μου και θα δεις ότι δεν εί­ναι ένα φά­ντα­σμα, εί­ναι ένας άν­θρω­πος όπως όλοι και τώ­ρα θα μας δεί­ξει το άτι­μο, εγκλη­μα­τι­κό πρό­σω­πό του.
―Κα­τα­ρα­μέ­νο ερ­πε­τό, πως μπό­ρε­σες να σκο­τώ­σεις την κο­ρού­λα, φώ­να­ξε ο ιν­διά­νος και μη μπο­ρώ­ντας να αντέ­ξει στην σκέ­ψη όρ­μη­σε στον Γύ­πα με μια ιν­διά­νι­κη κραυ­γή επί­θε­σης.
―Μη, μη το κά­νεις αυ­τό, προ­σπά­θη­σε να τον εμπο­δί­σει ο Ζα­γκόρ.
―Θέ­λω να τον σκο­τώ­σω, με τα χέ­ρια μου, ούρ­λια­ξε ο πλη­γω­μέ­νος πα­τέ­ρας. Αλ­λά ο Ζα­γκόρ όρ­μη­σε να τον συ­γκρα­τή­σει και με μια γρο­θιά τον έρι­ξε κα­τα­γής, εν τω με­τα­ξύ πά­νω στην ανα­μπου­μπού­λα ο Γύ­πας βρή­κε την ευ­και­ρία και εξα­φα­νί­στη­κε. Τα μά­τια μου έκλει­ναν δεν εί­χα κου­ρά­γιο να κυ­νη­γή­σω τον Γύ­πα μα­ζί με τον Ζα­γκόρ και γύ­ρι­σα πλευ­ρό.

Εί­δα στον ύπνο μου, ζε­μέ­να άλο­γα στη πλα­τεία με το σι­ντρι­βά­νι, να γυ­ρί­ζουν γύ­ρω από το νε­ρό και να πα­τού­νε σπυ­ριά από ρό­δια. Το νε­ρό του σι­ντρι­βα­νιού στε­κό­ταν στη μέ­ση σαν τον στύ­λο που πά­νω του δέ­νο­νται τ' άλο­γα που αλω­νί­ζουν. Τα ρό­δια έσπα­γαν κά­τω από τα πέ­τα­λα και ο κόκ­κι­νος χυ­μός των ρό­δων, κοκ­κί­νι­ζε σι­γά σι­γά το νε­ρό του σι­ντρι­βα­νιού και εκτι­νασ­σό­ταν ψη­λά και στο τέ­λος, πε­τα­γό­ταν στον αέ­ρα κα­θα­ρός κόκ­κι­νος χυ­μός ρό­δων κι έλου­ζε την πλα­τεία τ' άσπρα άλο­γα και τις αλυ­σί­δες από μι­κρά αστε­ρά­κια που τα 'δε­ναν από το σι­ντρι­βά­νι.
Εί­δα τον Θε­ού­λη με τα μα­κριά άσπρα του μαλ­λιά και τη λευ­κή γε­νειά­δα, φο­ρώ­ντας μα­κρύ λι­νό που­κά­μι­σο, να μπαί­νει στη μέ­ση για να στα­μα­τή­σει τ' άλο­γα και 'κεί­να ν' αφη­νιά­ζουν και να τρέ­χουν πιο γορ­γά, και να πα­ρα­σέρ­νουν το Θε­ού­λη και να τον πα­τούν και να τον αλω­νί­ζουν και το κόκ­κι­νο των ρο­διών να βγαί­νει πιο πη­χτό από το σι­ντρι­βά­νι και τ' άλο­γα σι­γά σι­γά να στα­μα­τούν απο­στα­μέ­να και να πί­νουν χυ­μό από ρό­δια κι αί­μα, για να ξε­δι­ψά­σουν.
Ο ήλιος κομ­μέ­νος σε λω­ρί­δες από το παν­τζού­ρι, έπε­φτε πά­νω στο βα­ρύ πά­πλω­μα και τ' ασβέ­στω­νε, όπως τα πε­ζού­λια οι γυ­ναί­κες της γει­το­νιάς. Μια λω­ρί­δα από πρω­ι­νό φως στο πά­τω­μα οσμι­ζό­ταν το δω­μά­τιο μου κά­τω από το τρα­πέ­ζι. Έβα­λα ση­μά­δι ένα κρόσ­σι στο χα­λά­κι και σε λί­γο το εί­χε πε­ρά­σει. Τι έν­νοιες εί­χε μια λω­ρί­δα φως που άσκο­πα γυ­ρί­ζει τα ξέ­να σπί­τια και μπου­σου­λά­ει την τε­μπε­λιά της και ξε­διά­ντρο­πα δεί­χνει το γύ­μνια της; Ανα­ρω­τιό­μουν και θυ­μή­θη­κα τις δι­κές μου λω­ρί­δες, από κό­ντρα πλα­κέ, κό­λα, ρύ­ζι και μαρ­κα­δό­ρο, που πε­ρί­με­ναν μι­σο­τε­λειω­μέ­νες στη κου­ζί­να. Δι­πλώ­θη­κα με το πά­πλω­μα κι έμει­να στο κρε­βά­τι να χου­ζου­ρεύω με την ελ­πί­δα ότι τα ρύ­ζια θα έχουν κολ­λή­σει μια χα­ρά και η ση­μαία της θά­λασ­σας θα κυ­μα­τί­ζει πά­νω στο κό­ντρα πλα­κέ, όπως ήθε­λε η κυ­ρά χο­ντρέ­λα. Πε­τά­χτη­κα από το κρε­βά­τι, όταν θυ­μή­θη­κα ότι έχω και φυ­σι­κή σή­με­ρα. Μπή­κα στη κου­ζί­να και ανα­σή­κω­σα προ­σε­κτι­κά το χει­ρο­τέ­χνη­μα, τα ρύ­ζια άρ­χι­σαν να κυ­λούν, η ση­μαία να μα­δά­ει κι εγώ ν' απελ­πί­ζο­μαι. Όταν τι­νά­χτη­κε όλο το ρύ­ζι που δεν ήταν κολ­λη­μέ­νο, αλ­λά στε­κό­ταν εκεί επει­δή το κό­ντρα πλα­κέ ήταν ξα­πλω­μέ­νο στο τρα­πέ­ζι, έμει­νε η ση­μαία όλο τρύ­πες και στρα­βο­κολ­λη­μέ­να ρύ­ζια. Με το χέ­ρι μα­λα­κά προ­σπά­θη­σα να κολ­λή­σω στα κε­νά με­ρι­κά σπυ­ριά μπας και διορ­θω­θεί, μά­ταια, έχα­σκε από πα­ντού. -Πού να το θυ­μά­ται μέ­χρι τό­τε η χο­ντρέ­λα, θυ­μή­θη­κα, πα­ρά­τη­σα τη ση­μαία και βγή­κα στην αυ­λή με τον Ζα­γκόρ στα χέ­ρια.

―Ήταν τραυ­μα­τι­σμέ­νος στο στή­θος, δεν μπο­ρεί να έχει πά­ει μα­κριά, εί­πε ο Ζα­γκόρ κι άρ­χι­σε να τρέ­χει.
Έχεις δί­κιο Ζα­γκόρ, άφη­σε ίχνη από αί­μα, του έδει­ξε ο Τσί­κο.
―Τα άστρα χλο­μιά­ζουν, ξη­με­ρώ­νει, σε λί­γο δε θα δυ­σκο­λευ­τού­με να ακο­λου­θή­σου­με αυ­τά τα κόκ­κι­να ίχνη. Ο Ζα­γκόρ με τα μά­τια καρ­φω­μέ­να στα ίχνη χώ­νε­ται όλο και πιο βα­θιά στο δά­σος πί­σω του τον ακο­λου­θούν ο Τσί­κο και ο ιν­διά­νος φί­λος τους. Με­τά από αρ­κε­τή ώρα ο Ζα­γκόρ από­ρη­σε.
―Μα τα χί­λια τύ­μπα­να, πως μπό­ρε­σε να κά­νει όλον αυ­τόν τον δρό­μο;
―Κι όμως, αν κρί­νω από την πο­σό­τη­τα του αί­μα­τος που έχα­σε, εί­ναι στα τε­λευ­ταία του.
―Για μέ­να αυ­τός ο τύ­πος εί­ναι προι­κι­σμέ­νος με εφτά ζω­ές σαν τις γά­τες, στοι­χη­μα­τί­ζω… δεν πρό­λα­βε να τε­λειώ­σει τη φρά­ση του ο Τσί­κο και του έφρα­ξε το στό­μα ο Ζα­γκόρ.
―Πά­ψε, χο­ντρέ, άκου­σα μουρ­μου­ρί­σμα­τα, κά­ποιος εί­ναι εκεί.
―Μην πας εκεί, Ζα­γκόρ, θα σου φέ­ρει κα­κή τύ­χη, τον προει­δο­ποί­η­σε ο ιν­διά­νος.
―Τι πα­ρα­μύ­θια εί­ναι αυ­τά; Για ποια κα­κή τύ­χη μου μι­λάς, από­ρη­σε ο Ζα­γκόρ και ο ιν­διά­νος του αφη­γή­θη­κε μια ολό­κλη­ρη ιστο­ρία.
―Πί­σω από τους θά­μνους εί­ναι το μέ­ρος του μα­κε­λειού, εκεί πριν από χρό­νια, μια συμ­μο­ρία ιν­διά­νων Ου­ράν επι­τέ­θη­κε ενα­ντί­ον ενός κα­ρα­βα­νιού λευ­κών και τους έσφα­ξαν όλους. Από τό­τε όσοι πε­ρά­σουν από το μέ­ρος εκεί­νο, ακού­νε τα μουρ­μου­ρη­τά που άκου­σες κι εσύ τώ­ρα. Εί­ναι τα πνεύ­μα­τα των νε­κρών λευ­κών Ζα­γκόρ. Τα πνεύ­μα­τα που δεν μπο­ρούν να βρουν ανά­παυ­ση και που… ο Τσί­κο από τον φό­βο του διέ­κο­ψε την αφή­γη­ση.
―Μα­νού­λα μου, κα­ρά­μπα, κα­ρά­μπα, δεν σκο­πεύω να μεί­νω ού­τε στιγ­μή σ’ αυ­τό το μέ­ρος. Πά­με παι­διά, πά­με να φύ­γου­με, εί­πε και κί­νη­σε να φύ­γει, τον πρό­λα­βε ο Ζα­γκόρ.
―Στά­σου, ηλί­θιε Με­ξι­κά­νε, κα­τα­λα­βαί­νω ότι η αμά­θεια και οι προ­λή­ψεις μπο­ρούν να παί­ξουν άσχη­μες φάρ­σες σε έναν άγριο, δεν ανέ­χο­μαι όμως αυ­τές τις βλα­κεί­ες από έναν πο­λι­τι­σμέ­νο ακούς; Του εί­πε κι άρ­χι­σε να το σέρ­νει ξο­πί­σω του.

Ο Πί­πης με ένα βρουουμ μου απέ­σπα­σε την προ­σο­χή. Η Αφρού­λα με τον Πί­πη, σε μια γω­νιά της αυ­λής τους που την έπια­νε ο ήλιος, φόρ­τω­ναν χώ­μα, σ' ένα μι­κρό πλα­στι­κό φορ­τη­γά­κι. Ο Πί­πης εί­χε επι­φορ­τι­στεί να μι­μεί­ται και τον ήχο του οχή­μα­τος με τα χεί­λη, από το ζό­ρι­σμα το πρό­σω­πό του ήταν κα­τα­κόκ­κι­νο. Όση ώρα ο Πί­πης με­τέ­φε­ρε το χώ­μα με το φορ­τη­γά­κι, η Αφρού­λα συ­γκέ­ντρω­νε άλ­λο, για το επό­με­νο δρο­μο­λό­γιο.
Πή­ρα τα βι­βλία μου, για ν' απα­λύ­νω τις ενο­χές και στρώ­θη­κα στο τρα­πέ­ζι να πα­ρα­τη­ρώ το παι­χνί­δι τους. Κά­που κά­που έγρα­φα και κα­μιά αρά­δα, αλ­λά εί­χα και τον Ζα­γκόρ από δί­πλα.

―Την άλ­λη φο­ρά θα πάω εγώ το φορ­τη­γό και θα φορ­τώ­σεις εσύ, εί­πε η Αφρού­λα, κά­πως ψευ­δά.
―Μπρρ­ρουμ εντά­ξει, μπρρρ­ρουμ, συ­νέ­χι­σε να μαρ­σά­ρει ο Πί­πης.

Δεν ξέ­ρω ποια ήταν η άλ­λη φο­ρά για­τί ο Πί­πης πή­γαι­νε κι ερ­χό­ταν και η Αφρού­λα συ­νέ­χι­ζε να μα­ζεύ­ει βου­να­λά­κια το χώ­μα.
Άκου­σα βή­μα­τα στη σκά­λα, δί­πλα από το σπί­τι και εί­δα ν' ανε­βαί­νει ξε­κου­μπώ­νο­ντας την πο­διά της, τη Βά­σω. Μου φά­νη­κε πα­ρά­ξε­νο που τέ­τοια ώρα δεν ήταν στο σχο­λείο. Το ξε­κού­μπω­μα όμως άφη­σε την απο­ρία να πέ­σει ανά­με­σα στο βι­βλίο της ανά­γνω­σης και τη αδια­φο­ρία.
Ήμουν πο­λύ χα­μη­λά κι έβλε­πα τα άσπρα πό­δια της μέ­χρι ψη­λά. Το χώ­ρι­σμα των πο­διών της έκα­νε μια λε­πτή γραμ­μή, όση το σμί­ξι­μο των χει­λιών της.

―Τι έγι­νε τε­λειώ­σα­τε κιό­λας, της φώ­να­ξε από απέ­να­ντι μια γυ­ναι­κεία φω­νή.
―Πή­γα­με εκ­δρο­μή, εί­πε χα­μο­γε­λα­στά η Βά­σω και συ­νέ­χι­σε να ξε­κου­μπώ­νει την πο­διά της. Τα δό­ντια της γυά­λι­ζαν στο φως και τα πό­δια της λί­γο ακό­μα και θα έμε­ναν ολό­γυ­μνα. Ξε­κού­μπω­σε το τε­λευ­ταίο κου­μπί και μα­γκώ­θη­κε η λα­χτά­ρα μου όταν φά­νη­κε η φού­στα μέ­σ' από την πο­διά.
―Θα πάω στο πε­ρί­πτε­ρο πά­με;
―Κα­τε­βαί­νω. 
―Ν' αφή­σω μια στιγ­μή τη πο­διά.

Ανέ­βη­κε ένα σκα­λο­πα­τά­κι και χά­θη­κε πί­σω από τη γω­νιά του σπι­τιού. Σε λί­γο κα­τρα­κυ­λού­σε στα σκα­λο­πά­τια. Ανά­με­σα στα πό­δια της μπερ­δευό­ταν το τέ­λειω­μα της φού­στας, τα γό­να­τα, το βλέμ­μα μου και ένα μι­κρό λι­γνό πε­τά­ρι­σμα, ίδιο με πε­τα­λού­δας, μέ­σ' απ' το στή­θος μου. Έμει­να να κοι­τά­ζω τα άδεια σκα­λο­πά­τια με τη σκου­ρια­σμέ­νη κου­πα­στή και το πε­τά­ρι­σμα κολ­λη­μέ­νο στο σπα­σμέ­νο κά­γκε­λο.

―Εγώ θα το πάω τώ­ρα, εί­πε η Αφρού­λα. Ο Πί­πης γκά­ζω­σε για να μην ακού­ει κι έσου­ρε το φορ­τη­γά­κι μα­κριά.

Κα­νέ­να γκά­ζω­μα όμως δεν αρ­κού­σε για να μην ακου­στεί το κλά­μα της Αφρού­λας. Ένα τό­σο δα πλα­σμα­τά­κι γέ­μι­σε τις αυ­λές κλά­μα. Ο Πί­πης πή­ρε το φορ­τη­γό, κοι­τά­ζο­ντας στην πόρ­τα του σπι­τιού του κι έτρε­ξε προς την Αφρού­λα, της έδι­νε το φορ­τη­γό, προ­σπα­θώ­ντας να την ησυ­χά­σει. Η Αφρού­λα έκλαι­γε όλο και πιο δυ­να­τά κι ο Πί­πης ανή­συ­χος κοι­τού­σε προς την πόρ­τα. Έβα­λε το φορ­τη­γά­κι στο χέ­ρι της, αυ­τή όμως κα­θώς ήταν με κλει­στά μά­τια το πή­ρε για πεί­ραγ­μα κι έσκου­ξε ακό­μα πιο πο­λύ και με το δε­ξί χέ­ρι, πέ­τα­ξε μια χού­φτα χώ­μα προς τον Πί­πη. Στρα­βώ­θη­κε ο Πί­πης άρ­χι­σε και 'κεί­νος να κλαί­ει και δεν έβλε­πε αυ­τό που τό­ση ώρα φο­βό­ταν. Την μά­να του να βγαί­νει από την πόρ­τα να τον πιά­νει από το δε­ξί αυ­τί και να του τρα­βά­ει και δυο φού­σκους. Τους έσου­ρε και τους δυο με­σ' το σπί­τι κι άφη­σε έξω το κλά­μα τους να τρυ­πώ­νει στα πα­ρά­θυ­ρα, τις αυ­λό­πορ­τες και τα μπου­ριά απ' τις σό­μπες. Το φορ­τη­γά­κι με την ανα­τρο­πή ανοιγ­μέ­νη, έμει­νε ανά­με­σα στα χώ­μα­τα.


Ο Ζα­γκόρ ο Τσί­κο και ο ιν­διά­νος πλη­σί­α­σαν το ση­μείο που ακού­γο­νταν οι ψί­θυ­ροι και εί­δαν τον Γύ­πα μπρο­στά από δυο τά­φους και ακού­στη­κε ο Γύ­πας να λέ­ει.
―Η εκ­δί­κη­ση που σας εί­χα υπο­σχε­θεί κρά­τη­σε πο­λύ και ήταν αι­μα­τη­ρή, τα αν­θρώ­πι­να κτή­νη που σας σκό­τω­σαν πλή­ρω­σαν ακρι­βά και τώ­ρα μπο­ρώ να έρ­θω κο­ντά σας αγα­πη­μέ­νοι μου. Όμως ο Τσί­κο έκα­νε ένα θό­ρυ­βο και ο Γύ­πας κα­τά­λα­βε και εί­πε.
―Δεν σε βλέ­πω Ζα­γκόρ, αλ­λά ξέ­ρω ότι εί­σαι εδώ, έλα να με συλ­λά­βεις δεν θα αντι­στα­θώ. Δεν έχω πια να φο­βη­θώ τί­πο­τα. Στη φυ­λα­κή δεν μπαί­νουν οι νε­κροί. Ξέ­ρω ότι ανυ­πο­μο­νείς να μου βγά­λεις τη μά­σκα, ορί­στε την βγά­ζω μό­νος μου εί­πε και απο­κά­λυ­ψε το πρό­σω­πό του.
―Ο κύ­ριος Σί­γκελ, εί­πε έκ­πλη­κτος ο Ζα­γκόρ και για­τί κά­να­τε όλους αυ­τούς του φό­νους;
―Ήμα­σταν σε ένα κα­ρα­βά­νι η κό­ρη μου η γυ­ναί­κα μου κι εγώ και ξε­κι­νή­σα­με από το Μί­τσι­γκαν και όλοι περ­νού­σα­με πο­λύ όμορ­φα. Κά­θε φο­ρά που στα­μα­τού­σα­με να ξε­κου­ρα­στού­με το ρί­χνα­με στο γλέ­ντι, στο τρα­γού­δι και τον χο­ρό. Το κέ­φι μας έκα­νε να ξε­χνού­σα­με τον κό­πο του με­γά­λου τα­ξι­διού. Ώσπου μια νύ­χτα ο αρ­χη­γός του κα­ρα­βα­νιού απο­φά­σι­σε να κα­τα­σκη­νώ­σου­με σ’ αυ­τό το κα­τα­ρα­μέ­νο μέ­ρος. Φαι­νό­ταν μια ήσυ­χη νύ­χτα σαν τις άλ­λες. Ξαφ­νι­κά δε­κά­δες λυσ­σα­σμέ­νοι ιν­διά­νοι ξε­πή­δη­σαν σαν από την κό­λα­ση και όρ­μη­σαν πά­νω μας. Χτυ­πή­θη­κα από τους πρώ­τους στο κε­φά­λι από τσε­κού­ρι κι έπε­σα αναί­σθη­τος. Οι ιν­διά­νοι με άφη­σαν για­τί με νό­μι­σαν νε­κρό. Όταν συ­νήλ­θα αντί­κρι­σα ένα ανα­τρι­χια­στι­κό θέ­α­μα. Όλοι γύ­ρω μου ήσαν νε­κροί. Όλοι νε­κροί και η γυ­ναί­κα μου και η κό­ρη μου…

Η συ­νέ­χεια στο επό­με­νο διά­βα­σα, στο τέ­λος της βι­νιέ­τας και εκνευ­ρί­στη­κα. Πέ­τα­ξα πα­ρά δί­πλα το τεύ­χος και μά­ζε­ψα τα βι­βλία. Η ώρα εί­χε πε­ρά­σει. Έπρε­πε να ετοι­μα­στώ για το σχο­λείο.
Όλοι με το βι­βλίο της φυ­σι­κής στα δια­λείμ­μα­τα, όπως και την προη­γού­με­νη. Μό­νο εγώ εί­χα αλ­λού το μυα­λό μου. Εί­χα δια­βά­σει και λί­γη φυ­σι­κή, «μπας και σπά­σει ο διά­ο­λος το πο­δά­ρι του», που 'λε­γε ο πα­τέ­ρας μου, αλ­λά για μέ­να το θέ­μα ήταν, θα το θυ­μη­θεί η χο­ντρέ­λα ή θα το έχει ξε­χά­σει. Περ­νού­σαν τα δια­λείμ­μα­τα κι όλο και πί­στευα ότι η υπό­θε­ση θα ήταν ξε­χα­σμέ­νη. Το 'λε­γε κι ο Πα­πα­δό­που­λος με σι­γου­ριά, το 'λε­γε κι ο Σώ­ρας επι­φυ­λα­κτι­κά, το 'λε­γαν κι οι ελ­πί­δες μου όλες μα­ζί που στο τέ­λος το 'χα πι­στέ­ψει. Μό­λις κτύ­πη­σε το κου­δού­νι του τρί­του δια­λείμ­μα­τος η αγω­νία μου εί­χε κο­ρυ­φω­θεί πε­ρι­μέ­νο­ντας τη χο­ντρέ­λα να μπει στην πόρ­τα, εί­δα­με τον κύ­ριο Χα­τζή να μπαί­νει φου­ριό­ζος. Ένα επι­φώ­νη­μα απελ­πι­σί­ας καρ­φώ­θη­κε με την πλά­τη στους τοί­χους και τα πα­ρά­θυ­ρα.

―Θα κά­νου­με τώ­ρα φυ­σι­κή και την άλ­λη ώρα θα κά­νε­τε χει­ρο­τε­χνία αυ­τή η αλ­λα­γή του προ­γράμ­μα­τος θα ισχύ­σει για την συ­νέ­χεια. Εί­πε ξε­ρά κι έβγα­λε το κα­τα­λο­γά­κι του.
―Οι­κο­νο­μό­που­λος.

Με­τά από λί­γο ο Οι­κο­νο­μό­που­λος με κόκ­κι­να αυ­τιά, χού­φτες και μια κου­λού­ρα στο κα­τα­λο­γά­κι, επέ­στρε­φε στη θέ­ση του. Το ίδιο συ­νέ­βη και με τρεις, τέσ­σε­ρις άλ­λους. Μό­νο όταν έκλει­σε το κα­τα­λο­γά­κι κι άρ­χι­σε να βρί­ζει ο Χα­τζής ουρ­λιά­ζο­ντας, κα­τα­λά­για­σε η αγω­νία. Το μά­θη­μα επα­να­λή­φθη­κε μ' ερω­το­α­πα­ντή­σεις, απά­ντη­σα και σε με­ρι­κές, το μυα­λό μου όμως ήταν αλ­λού.
Η χο­ντρέ­λα, με­τά το διά­λειμ­μα φά­νη­κε στην πόρ­τα και κα­τευ­θύν­θη­κε αρ­γά στα­θε­ρά προς την έδρα. Έλε­γα και ξα­νά­λε­γα μέ­σα μου το 'χει ξε­χά­σει, το 'χει ξε­χά­σει.

―Φέ­ρε την ερ­γα­σία σου, μου εί­πε κο­φτά κι έβγα­λε τα γυα­λιά της από τη τσά­ντα της.
―Την έχω ξε­χά­σει κυ­ρία, απά­ντη­σα συ­νε­χί­ζο­ντας τη σκέ­ψη μου.
―Να τ' αφή­σεις αυ­τά, ξέ­ρα­σε και χτύ­πη­σε το χέ­ρι στην έδρα. Εί­χα σκύ­ψει το κε­φά­λι και πή­γε να μου πέ­σει, όταν άκου­σα.
―Να πας σπί­τι σου να μου την φέ­ρεις, τώ­ρα αμέ­σως.

Ανα­κα­τεύ­τη­κε το αί­μα μου.

―Δεν την έχω τε­λειώ­σει κυ­ρία.
―Δεν πει­ρά­ζει, θέ­λω να δω τι έχεις κά­νει.

Βγή­κα από την αί­θου­σα στους έρη­μους δια­δρό­μους και το μω­σαϊ­κό μου φαι­νό­ταν σαν να 'χει γε­μί­σει από σκα­θά­ρια. Πού να πάω τώ­ρα σκε­φτό­μουν και τι να φέ­ρω, να δεί­ξω. Τα σκα­θά­ρια μέ­ρια­ζαν για­τί πα­τού­σα αρ­γά και προ­σε­κτι­κά, μη κι ο φό­βος γί­νει πα­νι­κός. Πή­γαι­να άκρη, άκρη στον τοί­χο και τον άγ­γι­ζα με το χέ­ρι, σαν να 'ταν από κά­που να πια­στώ. Άρ­χι­σα να τρέ­χω, μό­λις βγή­κα από το προ­αύ­λιο. Μή­πως κερ­δί­σω λί­γο χρό­νο και κα­τα­φέ­ρω να προ­σθέ­σω λί­γα σπυ­ριά ρυ­ζιού στις τρυ­πί­τσες που απο­δεί­κνυαν τη βα­ρε­μά­ρα και την αδε­ξιό­τη­τα μου. Τα σκα­θά­ρια ξε­μύ­τα­γαν από τις γω­νιές του δρό­μου και της αγω­νί­ας μου. Έτρε­χα κι ένα, μο­να­δι­κό δά­κρυ εί­χε κο­κα­λώ­σει στο δε­ξί μου μά­γου­λο ένα σκλη­ρό μαύ­ρο σκα­θα­ρά­κι φό­βου.
Κα­θώς πλη­σί­α­ζα στο σπί­τι όλο και πα­ρη­γο­ριό­μουν, «αυ­τό μπο­ρού­σα κυ­ρία μου, αυ­τό έκα­να. Μό­νο η Χα­ρά και η κα­τά­δι­κοι τα φτιά­χνουν τέ­λεια αυ­τά». Θυ­μό­μουν έναν που πού­λα­γε ωραία κα­ρα­βά­κια, με σπιρ­τό­ξυ­λα φτιαγ­μέ­να από φυ­λα­κι­σμέ­νους και μου εί­χε μεί­νει. Πά­ντως για πρώ­τη φο­ρά δεν μου έκα­νε κα­μιά εντύ­πω­ση, η Βά­σω και τα πό­δια της, που αγκα­ζέ με τη φί­λη της πέ­ρα­σαν το στε­νό πιο πά­νω από το σπί­τι μου. Μπή­κα στο σπί­τι αλα­φια­σμέ­νος, η μά­να μου τρό­μα­ξε έτσι κόκ­κι­νο που με εί­δε, από το τρέ­ξι­μο και την αγω­νία.

―Τί­πο­τα μω­ρέ, της εί­πα ήρ­θα να πά­ρω την ερ­γα­σία μου.

Πα­σπά­λι­σα με­ρι­κά ρύ­ζια, στο κό­ντρα πλα­κέ που δεν έφε­ραν και σο­βα­ρά απο­τε­λέ­σμα­τα και ξε­κί­νη­σα για το σχο­λείο με το κό­ντρα πλα­κέ πα­ρα­μά­σχα­λα και το 'έρ­γο' από μέ­σα, να μη φαί­νε­ται. Άρ­χι­σα να σκέ­φτο­μαι τι θα μπο­ρού­σα να πω, για να της εξη­γή­σω.
Ο ήλιος εί­χε κα­τρα­κυ­λή­σει πί­σω από τον ορί­ζο­ντα, ο τό­πος εί­χε μπλε­δί­σει. Έφτα­σα στο σχο­λείο στη μια μα­σχά­λη κρα­τού­σα την ερ­γα­σία και στην άλ­λη χί­λιες δυο δι­καιο­λο­γί­ες. Μπή­κα στην αί­θου­σα οπλι­σμέ­νος, για­τί τέ­λος πά­ντων δεν γύ­ρι­σα με άδεια χέ­ρια και για­τί εί­χα πολ­λά να πω, όταν θα με ρω­τού­σε για το τι και για το πως.
Έρι­ξα μια μα­τιά στους τρεις της πα­ρέ­ας κι όλοι με κοί­τα­ζαν μ' ανη­συ­χία και πε­ριέρ­γεια.
Έφτα­σα στην έδρα κι έβα­λε τα γυα­λιά της. Γύ­ρι­σε την ερ­γα­σία να βρει τη σω­στή της θέ­ση, μό­λις τα κα­τά­φε­ρε, στρα­βο­μου­τσού­νια­σε κι ενώ ήμουν έτοι­μος να πω την πρώ­τη δι­καιο­λο­γία, με μια από­το­μη κί­νη­ση μου έφε­ρε το κό­ντρα πλα­κέ κα­τα­κέ­φα­λα.
Σκόρ­πι­σαν τα ρύ­ζια στο πά­τω­μα μα­ζί με τις αι­τιο­λο­γή­σεις που εί­χα ετοι­μά­σει. Σκόρ­πι­σε μα­ζί τους κι η αξιο­πρέ­πεια μου και έμει­να σαν ολό­γυ­μνος να με κοι­τά­νε όλοι. Κά­που ακού­στη­κε κι ένα γε­λά­κι. Δεν με πα­ρη­γό­ρη­σε ο Πα­πα­δό­που­λος που μου εί­πε ότι στο σχό­λα­σμα αυ­τόν θα τον πλα­κώ­σου­με. Με εί­χε όμως πλα­κώ­σει τό­ση ενο­χή κα­θώς πή­γαι­να στη θέ­ση μου... Κά­θι­σα κι έβλε­πα τα ρύ­ζια δί­πλα στην έδρα, κά­τω από την έδρα, πά­νω στην έδρα πα­ντού σκορ­πι­σμέ­να μα­ζί με τις δι­καιο­λο­γί­ες μου, να τις τρώ­νε τα σκα­θά­ρια της ντρο­πής μου.

―Ού­τε καν ρώ­τη­σε, ρε παι­δά­κι μου, σκέ­φτη­κα και φαί­νε­ται το φώ­να­ξα κιό­λας, για­τί οι τρεις γύ­ρω μου με κοί­τα­ξαν ξαφ­νια­σμέ­νοι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: