Ο ελάχιστος χρόνος (2)

{Διαδικτυακό αλίευμα)
{Διαδικτυακό αλίευμα)



Ο κύριος Τζοκόντο ήταν κατηγορηματικός εκείνο το πρωί. Της είχε πει ότι ο μετρ θα την περίμενε αργά το μεσημέρι, την ώρα που το φως θα βρισκόταν στη σωστή του θέση. Ευτυχώς τα είχε όλα ετοιμάσει· τα ρούχα, τα παπούτσια, είχε διαλέξει ένα σκούρο μονόχρωμο φόρεμα, όπως αρμόζει στην κοινωνική της τάξη. Έμεναν μόνο οι κάλτσες. Αχ αυτές οι κάλτσες. Τις είχε όλες αραδιάσει πάνω στο κρεβάτι. Μεταξωτές, μαύρες, με δαντέλα στο τελείωμα, λεπτές, πιο χοντρές, τις ξεδιάλεγε συνεχώς καθισμένη στο βελούδινο σκαμπό στα πόδια του κρεβατιού. Τις κοίταζε, σταύρωνε τα χέρια της, έπιανε το κεφάλι της. Μαντόνα μία! Αυτή με την τρύπα μπροστά πώς μου ξέφυγε;

Μετά σκεφτόταν τα πόδια της. Αν ήταν κάπως πρησμένα θα χρειαζόταν να βάλει κάτι που να περιορίζει τον όγκο τους. Οι ραβδωτές μάλλον οι πιο κατάλληλες. Οι λεπτές να είναι διάφανες. Οι μάλλινες έτσι κι αλλιώς εκτός· δεν θα φαινόταν και σαν χωριάτισσα. Εντάξει λοιπόν, αφού κατέχω την εξουσία θα διορθώσω το χάος και θα δημιουργήσω εγώ την αιωνιότητα, σιγοψιθύρισε.

Ύστερα τράβηξε αποφασιστικά το καροτσάκι, στηρίχτηκε στα μπράτσα του με δύναμη, μετακινήθηκε επιδέξια από το σκαμπό πάνω του, έριξε στα πόδια της ένα κάλυμμα στην ίδια απόχρωση με αυτή του φορέματός της και οδήγησε το καροτσάκι προς το άνοιγμα που έδινε στην αυλή. Ο κύριος Τζοκόντο είχε προβλέψει και κάποιος θα ερχόταν να την παραλάβει και να την μεταφέρει στο εργαστήρι του μετρ.

Με το άνοιγμα της πόρτας σχηματίστηκε ένα δυνατό ρεύμα. Σήκωσε το κάλυμμα αποκαλύπτοντας το κενό. Με βιάση το τράβηξε προς τα κάτω.

Μισή αιωνότητα; κάτι είναι κι αυτό, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: