Όταν ξεβάφεται το μαύρο

Σκέψεις για την κυκλοφορία στην ελληνική του βιβλίου «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό», της Ζόρα Νιλ Χέρστον
Η Ζόρα Νιλ Χέρστον (1891-1960)
Η Ζόρα Νιλ Χέρστον (1891-1960)


The first thing you do is to forget that I’m Black.
Second, you must never forget that I’m Black.

Pat Parker, “For the white person who wants to know how to be my friend”



Όταν απο­φά­σι­σα να γρά­ψω για τη μία και μο­να­δι­κή έκ­δο­ση βι­βλί­ου της Zora Neal Hurston στα ελ­λη­νι­κά, προ­βλη­μα­τί­στη­κα με τον ίδιο τρό­πο που εί­χε προ­βλη­μα­τι­στεί και η Barbara Johnson[1] τριά­ντα οχτώ χρό­νια πριν (1985): σε ποιον[2] απευ­θύ­νο­μαι; Σε λευ­κούς, σε μαύ­ρους ή στον εαυ­τό μου; Θα απα­ντή­σω κι εγώ σε όλους τους πα­ρα­πά­νω κι ας ξέ­ρω ότι αδιέ­ξο­δα μι­λάω μό­νο στους λευ­κούς ως λευ­κή. Στο κά­τω-κά­τω, όπως η ίδια η Hurston υπο­νο­εί τους ανα­γνώ­στες της, ίσως να πρέ­πει να υπο­νο­ή­σω κι εγώ τους δι­κούς μου.

Στο βι­βλίο της Hurston Τα Μά­τια τους Κοι­τού­σαν τον Θεό, χω­ρά­νε θε­σμι­κά όλες μέ­σα και κυ­ρί­ως όλοι, για­τί το βι­βλίο πα­ρου­σιά­ζε­ται έτσι που να μην εκτρέ­πε­ται από τον κα­νό­να ότι εί­ναι μία σύ­ντο­μη ιστο­ρία που απλώς λέ­ει κά­τι, μία επί­πε­δη γε­ω­με­τρία που δεν συν­δια­λέ­γε­ται με τον Λό­γο, αλ­λά με τον χρό­νο και το πε­πρω­μέ­νο. Η Hurston χρη­σι­μο­ποιεί την ηρω­ί­δα της Τζέι­νι ως το κα­τώ­φλι [που με­σο­λα­βεί] ανά­με­σα στη μαύ­ρη πό­λη Eatonville της Φλό­ρι­ντα και του με­γά­λου υπό­λοι­που κό­σμου που δια­νύ­ουν και ελέγ­χουν οι λευ­κοί. Μας βά­ζει στη ζωή της αφρο­α­με­ρι­κα­νί­δας γυ­ναί­κας, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τις εν­δο­φυ­λε­τι­κές της σχέ­σεις μέ­σα από τους τρεις γά­μους της, τη σχέ­ση της με συγ­γε­νείς και το με­γά­λω­μα στον κλει­στό τό­πο του λευ­κού σπι­τιού, αλ­λά και την αλ­λη­λε­πί­δρα­σή της με τη μαύ­ρη κοι­νό­τη­τα όπου όλα εκτυ­λίσ­σο­νται, όπως οι ζω­ές, η σε­ξουα­λι­κό­τη­τάς της, η αυ­τό-ανά­πτυ­ξή της.

Στην αρ­χή της ιστο­ρί­ας η Τζέι­νι πα­ρου­σιά­ζε­ται από την οπτι­κή γω­νία τρί­των ατό­μων· ανα­φέ­ρε­ται μό­νο ως γυ­ναί­κα δί­χως όνο­μα.

Την εί­δαν όλοι, επει­δή ήταν η ώρα της δύ­σης. Ο ήλιος εί­χε φύ­γει, αλ­λά εί­χε αφή­σει τα απο­τυ­πώ­μα­τά του στον ου­ρα­νό.
        […]
Βλέ­πο­ντας τη γυ­ναί­κα όπως ήταν, τους έκα­νε να θυ­μη­θούν τη ζή­λια που εί­χαν μα­ζέ­ψει από άλ­λους και­ρούς.
                […]
Όταν η γυ­ναί­κα έφτα­σε εκεί που βρί­σκο­νταν, έστρε­ψε το κε­φά­λι της προς το μέ­ρος τους και μί­λη­σε.[3]

Η ηρω­ί­δα της Hurston δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να παί­ξει τους εξι­δα­νι­κευ­μέ­νους γυ­ναι­κεί­ους ρό­λους, να γί­νει η ευ­σε­βής, η αγνή, η υπο­τα­κτι­κή. Δεν ανη­συ­χεί μή­πως την κρί­νουν λά­θος οι κά­τοι­κοι της πό­λης της· κα­τά έναν τρό­πο, αυ­τή η αδια­φο­ρία πα­ρα­πέ­μπει πε­ρισ­σό­τε­ρο στον άν­θρω­πο που τα έχει χά­σει όλα και ξε­κι­νά­ει από την αρ­χή, σω­στά αυ­τή την φο­ρά. Η ιστο­ρία της Τζέι­νι, η ύπαρ­ξή της ξε­κι­νά­ει από τον βια­σμό της μη­τέ­ρας της από τον λευ­κό αφέ­ντη της φα­μί­λιας. Η Τζέι­νι, μας λέ­ει η συγ­γρα­φέ­ας με τον δι­κό της τρό­πο, δη­μιουρ­γή­θη­κε επει­δή η μη­τέ­ρα της βιά­στη­κε. Έπει­τα, στα έξι της βιώ­νει την πρώ­τη της κρί­ση ταυ­τό­τη­τας –μα­θαί­νει ότι δεν εί­ναι λευ­κή όπως τα παι­διά με τα οποία με­γά­λω­σε– μα­θαί­νο­ντας έτσι την κλη­ρο­νο­μιά του χρώ­μα­τός της. Όπως άλ­λω­στε εί­χε γρά­ψει κι η ίδια η Hurston στο δο­κί­μιό της How it feels to be colored me (1928) «άφη­σα το Eatonville, την πό­λη με τις πι­κρο­δάφ­νες, που έμε­να εκεί ως Zora. Όταν κα­τέ­βη­κα από το πο­τα­μό­πλοιο στο Jacksonville, δεν υπήρ­χε που­θε­νά η Zora. Δεν ήμουν πια η Zora από την Κο­μη­τεία Orange, αλ­λά ένα μι­κρό έγ­χρω­μο κο­ρί­τσι».[4] Σε αυ­τή την γε­ω­γρα­φι­κή αλ­λα­γή φα­νε­ρώ­νε­ται η απώ­λεια της ταυ­τό­τη­τας και μέ­σα από ένα με­γά­λο χά­σμα η χω­ρι­κή αδύ­να­μη κρά­ση γί­νε­ται ένα Εγώ που δεν εί­ναι πια η Zora και μία Zora που μέ­νει πί­σω ως Αυ­τή.

»Με φώ­να­ζαν όλοι Αλ­φα­βή­τα, για­τί ένα σω­ρό άν­θρω­ποι μου εί­χαν δώ­σει δια­φο­ρε­τι­κά ονό­μα­τα. Κοί­τα­ξα τη φω­το­γρα­φία πολ­λή ώρα και εί­δα πώς ήταν το φό­ρε­μα και τα μαλ­λιά μου, και εί­πα: “Ωχ, αμάν! Εί­μαι μαύ­ρη!”
»Και γέ­λα­σαν όλοι πά­ρα πο­λύ. Αλ­λά πριν να δω τη φω­το­γρα­φία, νό­μι­ζα πως ήμουν ακρι­βώς όπως οι άλ­λοι.[5]

Από το μι­κρέ του μαύ­ρου αρ­σε­νι­κού υπο­κει­μέ­νου, ερ­χό­μα­στε στο κα­νέ­να όνο­μα του μαύ­ρου θη­λυ­κού. Ένας τρό­πος να μας πει η συγ­γρα­φέ­ας ότι η Τζέι­νι δεν ήταν απλώς ένα μη ση­μα­ντι­κό πρό­σω­πο, αλ­λά με­τά βί­ας ήταν πρό­σω­πο, ενι­σχύ­ο­ντας έτσι το βά­ρος του στίγ­μα­τος των σκλά­βων προ­γό­νων της που αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως αντι­κεί­με­να. Η Hurston το γνω­ρί­ζει, το ζει, το γρά­φει. Για τη μαύ­ρη γυ­ναί­κα η μοί­ρα εί­ναι πο­λύ πιο βα­ριά και άπτε­ρη από τη λευ­κή γυ­ναί­κα: «Κι έτσι ο λευ­κός πε­τά­ει κά­τω το φορ­τίο και λέ­ει στον νέ­γρο να το μα­ζέ­ψει. Αυ­τός το μα­ζεύ­ει επει­δή πρέ­πει, αλ­λά δεν το βα­στά­ει. Το φορ­τώ­νει στις γυ­ναί­κες του. Η νέ­γρα εί­ναι το μου­λά­ρι του κό­σμου, απ’ όσα έχω δει».[6]

Στο βι­βλίο της η Hurston ανοί­γει μία συ­ζή­τη­ση για το αν το φύ­λο έχει υπο­στεί απί­σχνα­ση από τη συ­ζή­τη­ση για τη φυ­λή ή το ανά­πο­δο. Και πράγ­μα­τι εί­ναι πο­λύ λε­πτές οι γραμ­μές, αν και θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­δε­χθού­με ότι δεν υπάρ­χου­νε γραμ­μές. Η έν­νοια του φύ­λου έχει προ­σεγ­γι­στεί ως μία πο­λι­τι­σμι­κή κα­τα­νό­η­ση που προ­κύ­πτει από τη δια­δι­κα­σία κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης (και κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης) σε όλη την ιστο­ρία. Το σπί­τι εί­ναι ο τό­πος όπου εμ­φα­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο το κα­θε­στώς κα­τα­πί­ε­σης της γυ­ναί­κας, οι μι­κρές ανα­πνο­ές των μην το κά­νεις / δεν επι­τρέ­πε­ται για μία γυ­ναί­κα να / μια γυ­ναί­κα της ηλι­κί­ας σου / γυ­ναί­κα εί­σαι εσύ ή / τι έκα­νες όλη μέ­ρα· ει­κό­νες και πρα­κτι­κές που ομοιά­ζουν με το πώς ανα­πτύσ­σε­ται το φυ­τό στη γλά­στρα –πε­ριο­ρι­σμέ­να, με το ζό­ρι, αγκο­μα­χώ­ντας. Η Τζέι­νι της Hurston εί­ναι μία γυ­ναί­κα που πρέ­πει να κρύ­ψει την ομορ­φιά της για­τί εί­ναι γυ­ναί­κα, ανα­γκά­ζε­ται να κυ­κλο­φο­ρεί με αυ­στη­ρώς δε­μέ­να τα μαλ­λιά, να ζει με μία κα­τα­πί­ε­ση και εξου­θέ­νω­ση, έναν ψυ­χι­κό και πνευ­μα­τι­κό ακρω­τη­ρια­σμό που λέ­γε­ται αλ­λιώς κα­κή αγά­πη.

Με μία απλό­τη­τα η Hurston πε­ρι­γρά­φει αυ­τό το σπί­τι και αυ­τή τη ζωή:

Πριν πέ­σει για ύπνο εκεί­νο το βρά­δυ έκα­ψε όλα τα μα­ντί­λια για το κε­φά­λι που εί­χε, και το επό­με­νο πρωί κυ­κλο­φο­ρού­σε στο σπί­τι με τα μαλ­λιά της σε μια χο­ντρή κο­τσί­δα που λι­κνι­ζό­ταν πο­λύ κά­τω από τη μέ­ση της.[7]

Εί­ναι η στιγ­μή που ο σύ­ζυ­γος εκ­πνέ­ει και η Τζέι­νι μέ­νει στο σπί­τι ως Τζέι­νι –για πρώ­τη φο­ρά με το όνο­μα και την υπό­στα­σή της –κι όχι ως σύ­ζυ­γος, ύπαν­δρη, σύ­ντρο­φος, υπάλ­λη­λος. Τα λυ­τά μα­κριά μαλ­λιά της Τζέι­νι συμ­βο­λί­ζουν την ατο­μι­κό­τη­τά της, κα­θώς εί­ναι εκτός της τυ­πι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς των μαύ­ρων γυ­ναι­κών που οφεί­λουν να δέ­νουν τα μαλ­λιά τους ή να τα έχουν κο­ντά –ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο η Τζέι­νι που ως σύ­ζυ­γος με­γά­λου πα­ρά­γο­ντα της πό­λης έπρε­πε να κυ­κλο­φο­ρεί με τα μαλ­λιά της συ­νε­χώς δε­μέ­να.

Κα­τά τον 19ο αι. στις ΗΠΑ, οι ει­κό­νες της νοι­κο­κυ­ράς και της θη­λυ­κό­τη­τας ήταν συ­νέ­πειες των κρί­σε­ων που προ­έρ­χο­νταν από τον σύ­ζυ­γο, την κοι­νό­τη­τα και την αρ­σε­νι­κο­ποι­η­μέ­νη κοι­νω­νία.[8] Η ευ­σέ­βεια, η υπο­τα­γή και η οι­κο­γε­νεια­κή ζωή πα­ρου­σιά­στη­καν ως οι πιο ται­ρια­στές και εκτι­μη­μέ­νες αρε­τές για τη γυ­ναί­κα και με­τα­φρά­στη­καν σε ρό­λους μη­τέ­ρας, αδερ­φής, κό­ρης, συ­ζύ­γου. Μό­νο που η μαύ­ρη γυ­ναί­κα κου­βα­λά­ει τη δι­πλά κα­τα­πιε­σμέ­νη φύ­ση: να εί­ναι μαύ­ρη και να εί­ναι γυ­ναί­κα.

Η Mary Helen Washington στο βι­βλίο της Reading Black, Reading Feminist[9] μι­λά­ει για την πα­ρά­δο­ση των μαύ­ρων γυ­ναι­κών στη γυ­ναι­κεία φι­λία που εί­ναι ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας για την ανά­πτυ­ξη και την ευ­η­με­ρία τους και προ­σθέ­τει ότι το ερ­γα­λείο της επι­κοι­νω­νί­ας επι­τρέ­πει στις συγ­γρα­φείς να εκ­προ­σω­πούν τις γυ­ναί­κες πλη­ρέ­στε­ρα. Αν θέ­λε­τε, εί­ναι η χρή­ση του κλει­στού ιδιω­τι­κού χώ­ρου που από χώ­ρος κα­τα­πί­ε­σης των γυ­ναι­κών στο διά­στη­μα του χρό­νου γί­νε­ται ο προ­σω­πι­κός χώ­ρος που οι γυ­ναί­κες ανα­πτύσ­σουν τη φι­λία τους, όπως μας πε­ρι­γρά­φει η Hurston τη σχέ­ση της Τζέι­νι με την Φί­μπι: στα σκα­λιά της πί­σω ξύ­λι­νης βε­ρά­ντας ξε­δι­πλώ­νε­ται όλη η ιστο­ρία της Τζέι­νι, όπως την αφη­γεί­ται στη φί­λη της την Φί­μπι. Όλη η αφή­γη­ση στο βι­βλίο γί­νε­ται ως μία εξι­στό­ρη­ση της Τζέι­νι προς την Φί­μπι και προς εμάς.

Σύμ­φω­να με την Mae Gwendolyn Henderson, οι μαύ­ρες συγ­γρα­φείς μι­λούν δια­λο­γι­κά και δια­λε­κτι­κά, με άλ­λα λό­για, για λο­γα­ρια­σμό πολ­λών συ­νει­δή­σε­ων, κα­θώς μι­λούν από μια πολ­λα­πλή και πε­ρί­πλο­κη κοι­νω­νι­κή, ιστο­ρι­κή και πο­λι­τι­στι­κή θέ­ση.[10] Εί­ναι και η Barbara Christian που ανα­φέ­ρε­ται σε κά­τι πα­ρό­μοιο –στον «διά­λο­γο των δια­φο­ρών», βα­σι­ζό­με­νη στην πε­ρί­πλο­κη υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα του να μοι­ρά­ζε­ται η γυ­ναί­κα τον εαυ­τό της με άλ­λους, αλ­λά στην Henderson βλέ­που­με σε με­γα­λύ­τε­ρο μέ­γε­θος, πως ανα­φέ­ρει συν τοις άλ­λοις, πως σ’ όλη αυ­τή την κα­τα­πί­ε­ση του λό­γου και της πλειο­ψη­φί­ας η κα­τα­πί­ε­ση στη μαύ­ρη γυ­ναί­κα εκ­φρά­ζε­ται με τη σιω­πή (ο μαύ­ρος δεν μπο­ρεί να δια­φω­νή­σει όταν η πλειο­νό­τη­τα των λευ­κών συμ­φω­νεί· η μαύ­ρη σιω­πά όταν η πλειο­νό­τη­τα των μαύ­ρων μι­λά). Η αφω­νία έχει τις ρί­ζες της στο πα­ρελ­θόν. Δεν ήταν ότι οι γυ­ναί­κες δεν εί­χαν τί­πο­τα να πουν, αλ­λά ήταν προ­τι­μό­τε­ρο να σιω­πούν πα­ρέα με το τί­πο­τα. Η Τζέι­νι απο­κτά τη φω­νή της, όταν η υπο­τί­μη­ση από τον σύ­ζυ­γό της Τζό­ντι εί­ναι τό­σο με­γά­λη και κα­θιε­ρω­μέ­νη που πρέ­πει να υπε­ρα­σπί­σει λε­κτι­κά το μυα­λό, το σώ­μα, τη ζωή της. Εδώ η Hurston μέ­σα από τον λό­γο με­τα­το­πί­ζει τη μορ­φή της γλώσ­σας από τα τυ­πι­κά αγ­γλι­κά προς τη διά­λε­κτο, προ­κει­μέ­νου εί­τε να μας πα­ρου­σιά­σει τον ρό­λο του πα­ρα­τη­ρη­τή, εί­τε να δώ­σει εξου­σία στους χα­ρα­κτή­ρες που μι­λούν τη μαύ­ρη διά­λε­κτο της υπαί­θρου.[11]

Janie: Stop mixing’ up mah doings wid mah looks, Jody. When you git through tellin’ me how tuh cut uh plug uh tobacco, then you kin tell me whether mah behind is on straight or not.
Jody: Wha-whut's dat you say, Janie? You must be out yo' head.
Janie: Naw, Ah ain't outa mah head neither.
Jody: You must be. Talkin" any such language as dat.
Janie: You de one started talkin' under people's clothes. Not me.
Jody: Whut’s de matter wid you, nohow? You ain't no young girl to be gettin' all insulted 'bout yo' looks. You ain't no young courtin' gal. You'se uh ole woman, nearly forty.

Η Zora Neal Hurston εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας που μι­λά­ει για τον εαυ­τό της με τη γλώσ­σα των μαύ­ρων ως αυ­τή που εί­ναι και όχι ως κά­ποια άλ­λη. Κά­τι που δεν φαί­νε­ται στη με­τά­φρα­ση του βι­βλί­ου: η ηρω­ί­δα μι­λά­ει σαν μία οποια­δή­πο­τε άλ­λη. Η προ­φο­ρι­κό­τη­τα του λό­γου χά­νε­ται μα­ζί με όλες τις πο­λι­τι­σμι­κές κα­τα­βο­λές του. Ή να το πω δια­φο­ρε­τι­κά, το κεί­με­νο ξε­βά­φε­ται, λευ­καί­νει:

«Στα­μά­τα να ανα­κα­τεύ­εις αυ­τά που κά­νω με την εμ­φά­νι­σή μου, Τζό­ντι. Όταν τε­λειώ­σεις με τις οδη­γί­ες για το πώς να κό­βω τον κα­πνό, τό­τε να μου πεις κι αν ο κώ­λος μου εί­ναι σω­στά στη θέ­ση του ή όχι».
«Τι… Τι εί­ναι αυ­τά που λες, Τζέι­νι; Πρέ­πει να έχεις τρε­λα­θεί».
«Όχι, κα­θό­λου δεν έχω τρε­λα­θεί».
«Δεν γί­νε­ται αλ­λιώς. Για να μι­λάς έτσι».
«Εσύ άρ­χι­σες να μι­λάς για το τι γί­νε­ται κά­τω απ’ τα ρού­χα. Όχι εγώ».
«Τι έχεις πά­θει τώ­ρα; Δεν εί­σαι κα­μιά νε­α­ρού­λα να πει­ρά­ζε­σαι για την εμ­φά­νι­σή σου. Δεν εί­σαι μι­κρού­λα που φλερ­τά­ρει. Με­γά­λη γυ­ναί­κα εί­σαι, κο­ντεύ­εις τα σα­ρά­ντα».[12]

Η θε­ω­ρη­τι­κός Barbara Christian στο κεί­με­νό της The Race for Theoring διε­ρευ­νά την επα­νεγ­γρα­φή των δυ­τι­κών φι­λο­σο­φι­κών με­θό­δων έρευ­νας στη λο­γο­τε­χνία, τις απο­κλει­στι­κές χρή­σεις της γλώσ­σας από τους με­τα­μο­ντερ­νι­στές και τη δια­γρα­φή της όποιας θε­ω­ρί­ας πα­ρά­χθη­κε και πα­ρου­σιά­στη­κε από τους μαύ­ρους, ιδιαί­τε­ρα τις γυ­ναί­κες, οι οποί­ες, σύμ­φω­να με την Christian, δια­τυ­πώ­νουν και επε­ξερ­γά­ζο­νται συ­νε­χώς τη φύ­ση της ζω­ής μέ­σω της με­στής γλώσ­σας, με σκο­πό να φα­νε­ρώ­σουν τις σχέ­σεις εξου­σί­ας στον κό­σμο. Η Christian μι­λά­ει επί­σης για την άλ­λη γλώσ­σα, τη γνω­στή και εκλε­πτυ­σμέ­νη γλώσ­σα της κρι­τι­κής (όπως έχει συμ­βεί στα έρ­γα της Toni Morisson)[13].

Κά­θε ομά­δα μι­λά­ει τη δι­κή της κοι­νω­νι­κή διά­λε­κτο, μας λέ­ει ο Bakhtin.[14] Δια­θέ­τει τη δι­κή της γλώσ­σα, τις δι­κές της αξί­ες, προ­ο­πτι­κές, κα­νό­νες και ιδε­ο­λο­γία. Η διά­λε­κτος που η Τζέι­νι επέ­λε­ξε ήταν η διά­λε­κτος της μαύ­ρης γυ­ναι­κό­τη­τας· να πλη­σιά­σει τη συ­νεί­δη­ση και κυ­ρί­ως την κοι­νή εμπει­ρία των γυ­ναι­κών απέ­να­ντι στην αν­δρι­κή υπε­ρο­χή και υπο­τα­γή. Το βι­βλίο της Zora Neal Hurston δεν εί­ναι ένα βι­βλια­ρά­κι που μας μι­λά­ει για τα έρ­γα και τις ημέ­ρες μί­ας γυ­ναί­κας με το όνο­μα Τζέι­νι· εί­ναι ένα από τα πιο ση­μα­ντι­κά βι­βλία που έχουν γρα­φτεί, μία λο­γο­τε­χνία το­μής στην αφρο-αμε­ρι­κα­νι­κή μυ­θο­πλα­σία ως μία εκ­δή­λω­ση στην οποία οι μαύ­ροι συγ­γρα­φείς μί­λη­σαν για κά­τι πα­ρα­πά­νω από τη μί­ζε­ρη θέ­ση τους στην ιστο­ρία.[15] Η πα­ρου­σί­α­ση της ζω­ής των μαύ­ρων υπό ένα πιο γλυ­κύ φως, χω­ρίς εξάρ­σεις δρά­μα­τος και πο­λε­μι­κής, αλ­λά με μία πιο φι­λι­κή διά­θε­ση του «έλα να σου πω μια ιστο­ρία», ήταν στο πλαί­σιο της Ανα­γέν­νη­σης του Χάρ­λεμ· ο χα­μο­γε­λα­στός μαυ­ρού­λης, όπως μας λέ­ει η Barbara Johnson[16], ως προ­σω­πείο ή αλ­λιώς ως στρα­τη­γι­κή επι­βί­ω­σης, αν και πιο εύ­κο­λα αντι­με­τω­πί­στη­κε ως χθό­νια ή αφε­λής ανα­πα­ρά­στα­ση. Η Hurston στο βι­βλίο της Τα μά­τια τους κοι­τού­σαν τον Θεό, πα­ρέ­χει στον ανα­γνώ­στη τη μαρ­τυ­ρία για το ποιος μπο­ρεί να μι­λή­σει με την αρ­χι­κή μαύ­ρη γλώσ­σα, δια­νοί­γο­ντας έναν πλα­τύ­τε­ρο δρό­μο πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στο ψυ­χο­λο­γι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Η κοι­νό­τη­τα έχει με­γά­λη σχέ­ση με το άτο­μο και την εξέ­λι­ξή του και η γλώσ­σα ενερ­γο­ποιεί και ενερ­γο­ποιεί­ται στην αφρο-αμε­ρι­κα­νι­κή κουλ­τού­ρα.

Χρή­σι­μο εδώ να βά­λου­με μία σύ­ντο­μη άνω τε­λεία, για να μι­λή­σου­με για το ότι η Zora Neal Hurston δεν ξε­κί­νη­σε από μό­νη της. Η ρα­χο­κο­κα­λιά της συγ­γρα­φής της ήταν γε­μά­τη με τις ζω­ές και τα κεί­με­να από τολ­μη­ρές Αφρο­α­με­ρι­κα­νί­δες συγ­γρα­φείς· ανά­με­σα στις μα­χη­τι­κές ομι­λί­ες χει­ρα­φέ­τη­σης και τις πο­λε­μι­κές εκ­στρα­τεί­ες του 19ου αι., γεν­νή­θη­κε μία μαύ­ρη φε­μι­νι­στι­κή λο­γο­τε­χνία. Μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές αφη­γή­σεις σκλά­βων, όπως το Our Nig της Harriet Wilson (η πρώ­τη που εξέ­δω­σε βι­βλίο –έστω και ανώ­νυ­μα στην αρ­χή), βι­βλία αυ­το­βιο­γρα­φι­κά, όπως το Incidents in the life of a slave girl της Harriet Jacob και το Iola Leroy της Frances E.W. Harper, ήταν βι­βλία που αμ­φι­σβή­τη­σαν τις βι­κτω­ρια­νές αντι­λή­ψεις πε­ρί γυ­ναι­κό­τη­τας και τις άκαμ­πτες φυ­λε­τι­κές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις. Μέ­σα στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας υπήρ­ξαν και τα έρ­γα που δι­ή­γει­ραν τη συ­μπά­θεια για τη σκλά­βα γυ­ναί­κα που η αγά­πη για τα παι­διά της δεν διέ­φε­ρε από την αγά­πη κά­θε μη­τέ­ρας του κό­σμου και έρ­γα που εξέ­θε­ταν τη σε­ξουα­λι­κή κα­τα­πί­ε­ση και κα­κο­ποί­η­ση που βί­ω­ναν οι σκλά­βες γυ­ναί­κες.

Αρ­γό­τε­ρα, πο­λύ με­τά τον Εμ­φύ­λιο και τη μα­ταιω­μέ­νη Ανα­συ­γκρό­τη­ση, που οδή­γη­σε σε μία ακό­μα έκρη­ξη κοι­νω­νι­κής και φυ­λε­τι­κής βί­ας, πα­ρα­τη­ρού­με την εμ­φά­νι­ση Αφρο­α­με­ρι­κα­νί­δων συγ­γρα­φέ­ων που στά­θη­καν με από­λυ­τη συ­γκρό­τη­ση ως εντυ­πω­σια­κές χρο­νι­κο­γρά­φοι και σχο­λιά­στριες της κοι­νω­νί­ας, της πο­λι­τι­κής και των ανι­σο­τή­των. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η παι­δα­γω­γός Anna Julia Cooper με το έρ­γο της A voice from the South: By a black woman from the South (1892). Πα­ρό­μοια, η Ida B. Wells και η Mary Church Terrell που έγρα­ψαν για τις εμπει­ρί­ες τους και μί­λη­σαν για το λιν­τσά­ρι­σμα μέ­σα από τα έρ­γα Crusade for justice: the autobiography of Ida B. Wells (εκ­δό­θη­κε σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά τον θά­να­τό της, ενώ το 2020 –ενε­νή­ντα χρό­νια από τον θά­να­τό της– το αμε­ρι­κα­νι­κό λο­γο­τε­χνι­κό κα­τε­στη­μέ­νο γνω­στό για τα ξε­σπά­σμα­τα συ­μπε­ρί­λη­ψης, βρά­βευ­σε το έρ­γο της Ida B. Wells με Pulitzer…) και το A Colored Woman in a white world (1940) της Terrell.

Και φτά­νου­με στην Ανα­γέν­νη­ση του Χάρ­λεμ (1919–1940) που ση­μα­το­δό­τη­σε άλ­λο ένα ορό­ση­μο στη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή των μαύ­ρων γυ­ναι­κών. Έρ­γα όπως των Jessie Redman Fauset, Nella Larsen και Zora Neal Hurston που μί­λη­σαν επι­δέ­ξια για τις δια­σταυ­ρώ­σεις της φυ­λής, του φύ­λου, της τά­ξης και του χρώ­μα­τος εντός Αμε­ρι­κής, αλ­λά και στο εξω­τε­ρι­κό. Πέ­ραν της λο­γο­τε­χνί­ας, τα τολ­μη­ρά δο­κί­μια της Amy Jacques Garvey κα­θώς και πολ­λά άλ­λα κεί­με­να λι­γό­τε­ρο γνω­στών συγ­γρα­φέ­ων, που έγι­ναν κομ­μά­τι της νέ­ας φυ­λε­τι­κής πνευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής και συ­μπα­ρέ­συ­ραν με τις ει­κό­νες και τις ιδέ­ες αρ­κε­τές γαλ­λό­φω­νες μαύ­ρες συγ­γρα­φείς, όπως τις αδερ­φές Jane και Paulette Nardal, Suzanne Cesaire και Suzanne Lacascade (όλες από την Μαρ­τι­νί­κα, εκτός από την Lacascade που ήταν από την Γουα­δε­λού­πη –γαλ­λι­κές αποι­κί­ες και οι δυο).

Και φυ­σι­κά αυ­τό το νή­μα δεν τε­λειώ­νει εδώ. Αντι­θέ­τως, τα έρ­γα και οι ζω­ές των σπου­δαί­ων αυ­τών γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέ­ων, εί­ναι η τολ­μη­ρή φρέ­ζα που ανοί­γει και τρυ­πά­ει το έδα­φος της λο­γο­κρι­σί­ας και της κα­τα­πί­ε­σης.

Η επο­χή του Β΄ΠΠ και η με­τα­πο­λε­μι­κή άν­θι­ση, που αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως στις νέ­ες λο­γο­τε­χνι­κές πα­ρα­δό­σεις του Ρε­α­λι­σμού και του Μο­ντερ­νι­σμού (1940–1960), απο­κά­λυ­ψαν ση­μα­ντι­κές ανα­πνο­ές του μαύ­ρου φε­μι­νι­στι­κού ζη­τή­μα­τος. Ο ανα­δυό­με­νος φε­μι­νι­σμός εντο­πί­ζε­ται σε έρ­γα, όπως της σπου­δαί­ας Dorothy West (θα τη βρεί­τε από ορι­σμέ­νους κρι­τι­κούς στην Ανα­γέν­νη­ση), της Gwendolyn Brooks (η πρώ­τη μαύ­ρη συγ­γρα­φέ­ας που κέρ­δι­σε το Pulitzer το 1950) και της Lorraine Hansberry που ήταν η πρώ­τη μαύ­ρη θε­α­τρι­κή συγ­γρα­φέ­ας που το έρ­γο της A Raising in the Sun (1959) ανέ­βη­κε στη σκη­νή του Broadway.

Βέ­βαια, εί­ναι απο­καρ­διω­τι­κό, που ού­τε απ’ αυ­τή την πα­ρέα έχει με­τα­φρα­στεί κά­ποια στα ελ­λη­νι­κά, τη στιγ­μή που μέ­σα στο ’21 γιορ­τά­σα­με την εν­δέ­κα­τη ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση του έρ­γου The Waste Land του T.S. Elliot.[17]

Πα­ρό­λα αυ­τά, ού­τε τώ­ρα έχου­με τε­λειώ­σει: εί­ναι τε­ρά­στια η συμ­βο­λή των συγ­γρα­φέ­ων αυ­τών, που τέ­ντω­σαν το χέ­ρι όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο μπο­ρού­σαν για να πα­ρα­δώ­σουν τη σκυ­τά­λη στα επό­με­να χρό­νια του ακτι­βι­σμού που γέν­νη­σε άτο­μα και ορ­γα­νώ­σεις, αλ­λά η ιστο­ρία μας πα­ρέ­δω­σε μό­νο το σο­βα­ρό πρό­σω­πο και τις ομι­λί­ες του ψύ­χραι­μου Martin Luther King Jr. κα­θώς και τα μαύ­ρα ζι­βά­γκο των αρ­σε­νι­κών Μαύ­ρων Παν­θή­ρων κι όχι τις δρά­σεις και τα έρ­γα γυ­ναι­κών, όπως η Septima Clark, η Fannie Lou Hamer, η Ella Baker (η μη­τέ­ρα του κι­νή­μα­τος των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των), η Ruby Doris Smith (Robinson), η Kathleen Cleaver, και η Assata Shakur (μπίν­γκο! Μπο­ρεί­τε να βρεί­τε την αυ­το­βιο­γρα­φία της Assata στα ελ­λη­νι­κά που από το 2016 κυ­κλο­φο­ρεί (;) από τις εκ­δό­σεις Antifa Sisterhood).

Γυ­ναί­κες των οποί­ων ο ακτι­βι­σμός τους φιλ­τρα­ρί­στη­κε και εστί­α­σε στον μαύ­ρο φε­μι­νι­σμό. Και χω­ρίς αυ­τή τη με­γά­λη επο­χή που πά­τη­σε πά­νω στην προη­γού­με­νη επο­χή, που και αυ­τή με τη σει­ρά της πά­τη­σε στις δι­κές της προ­γό­νισ­σες, δεν θα ερ­χό­ταν το ορ­μη­τι­κό φε­μι­νι­στι­κό κύ­μα του ΄60 - ΄70, που πά­λε­ψε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο για τον μαύ­ρο φε­μι­νι­σμό, που μί­λη­σε και ερω­τή­θη­κε για τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα των μαύ­ρων γυ­ναι­κών, τις δια­σταυ­ρώ­σεις φύ­λου και φυ­λής, τη φύ­ση των πο­λι­τι­κών, οι­κο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών ρό­λων των [μαύ­ρων] γυ­ναι­κών. Με θη­λυ­κά με­γα­θή­ρια της δια­νό­η­σης, όπως η Sonia Sanchez, η June Jordan (με­τα­φρα­σμέ­να κά­ποια ποι­ή­μα­τά της στην ιστο­σε­λί­δα Queer Poets in Greek από τον Sam Albatros), η Audre Lorde (που φτά­σα­με στο 2023 για να δια­βά­σου­με με­τα­φρα­σμέ­νη[18] τη συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων και κει­μέ­νων της που γρά­φτη­κε το 1984), η Gloria Joseph και η Angela Davis. Βι­βλία που πα­ρου­σί­α­σαν με τον δι­κό τους τρό­πο κρι­τι­κές ανα­λύ­σεις και μί­λη­σαν για την επί­δρα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού στη δη­μο­κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή και τον πο­λι­τι­σμό και που οδή­γη­σαν στην έκρη­ξη των Μαύ­ρων Σπου­δών και των προ­γραμ­μά­των Γυ­ναι­κεί­ων Σπου­δών, στα τέ­λη του 1970. Που με τη σει­ρά τους άνοι­ξαν τα στό­μα­τα σε συγ­γρα­φείς, όπως της Toni Morrison, της Alice Walker, της Ntozake Sange με το θε­α­τρι­κό της For Colored Girls, της Michelle Wallace με το πο­λε­μι­κό Black Macho, της bell hooks, της Gloria T. Hull, της σπου­δαί­ας Barbara Smith με την τό­σο ση­μα­ντι­κή αν­θο­λο­γία της All the women are white, all the blacks are men, but some of us are brave: Black womens studies και της Paula Giddins με το εξί­σου ση­μα­ντι­κό έρ­γο της When and where I enter. Βι­βλία που δεν αρ­κέ­στη­καν να μι­λή­σουν για τη μαύ­ρη θη­λυ­κή εμπει­ρία, αλ­λά τα έβα­λαν με τον κυ­ρί­αρ­χο Λό­γο, άσκη­σαν κρι­τι­κή στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, μί­λη­σαν για τα ψι­λά γράμ­μα­τα της λευ­κής αδια­φο­ρί­ας και κα­τεύ­θυν­σης και δεν επέ­τρε­ψαν στον ρα­τσι­σμό, στην ομο­φο­βία και τον λευ­κό φε­μι­νι­σμό να φυ­γα­δευ­τούν μέ­σα από με­τριο­πα­θείς συ­ζη­τή­σεις.[19]

Ήταν τό­σο ορ­μη­τι­κή η πα­ρου­σία της θη­λυ­κής αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κής δια­νό­η­σης, αλ­λά –πια– όχι ερ­μη­τι­κή, που στη δε­κα­ε­τία του 1980 – 1990 άν­δρες ακα­δη­μαϊ­κοί και συγ­γρα­φείς προ­ώ­θη­σαν έρ­γα από και σχε­τι­κά με μαύ­ρες γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς και φε­μι­νί­στριες (βλ. την αν­θο­λο­γία Reading black, reading feminist, σε επι­μέ­λεια του Henry Louis Grates).

Μέ­σα απ’ όλα αυ­τά που ανα­φέρ­θη­καν και τα ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρα που δεν έχουν ανα­φερ­θεί, πι­στεύω ότι γί­νε­ται λί­γο πιο φα­νε­ρό, ότι οι ποι­κί­λες ιδε­ο­λο­γι­κές, πο­λι­τι­στι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές συ­νει­σφο­ρές των μαύ­ρων γυ­ναι­κών δια­ψεύ­δουν κά­θε προ­σπά­θεια δια­μόρ­φω­σης ενός μο­νο­λι­θι­κού ή ομοιο­γε­νούς μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού. Εντού­τοις, θα ήθε­λα να δώ­σω έμ­φα­ση στο ότι η ποι­κι­λο­μορ­φία δεν αφο­ρά μό­νο στις από­ψεις, αλ­λά και στη γρα­φή κι αυ­τό θα πρέ­πει να φα­νε­ρώ­νε­ται εξί­σου στη με­τα­φο­ρά του κει­μέ­νου· εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό αυ­τό να γί­νε­ται κα­τα­νοη­τό και να δια­νοι­χθεί ένα ανά­λο­γο πε­δίο στον χώ­ρο της με­τά­φρα­σης.

Από το 1985 και με­τά η [λευ­κή][20] με­τα­φε­μι­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση έστρε­ψε την προ­σο­χή της σε κεί­με­να μαύ­ρων γυ­ναι­κών, με τη με­τα­στρο­φή αυ­τή να ενέ­χει μία ανη­συ­χία ως προς την ομι­λία των μαύ­ρων γυ­ναι­κών. Όπως έχει πει και η Valerie Smith, η επα­ναϋ­λο­ποί­η­ση ενός εξα­σθε­νη­μέ­νου λευ­κού φε­μι­νι­σμού μέ­σω κει­μέ­νων μαύ­ρων γυ­ναι­κών, ανα­πα­ρά­γει στο κει­με­νι­κό πε­δίο την ιστο­ρι­κή σχέ­ση των λευ­κών απέ­να­ντι στα μαύ­ρα σώ­μα­τα που έχουν ανα­θρέ­ψει.[21] Η μαύ­ρη συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι εγκλω­βι­σμέ­νη γύ­ρω από την τρο­χιά της φα­ντα­στι­κής πα­ρα­γω­γής ενός εν­σαρ­κω­μέ­νου άλ­λου. Μέ­σα από την απο-αποι­κειο­ποί­η­ση της ανά­γνω­σης θα δού­με ότι υπάρ­χει η λε­κτι­κή κα­τα­σκευή της μαύ­ρης υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας στο βι­βλίο της Hurston Τα μά­τια τους κοι­τού­σαν τον Θεό κι όμως δεν τη βλέ­που­με που­θε­νά στη με­τά­φρα­ση.

What she doin coming back here in dem overhalls? Can’t she find no dress to put on? – Where’s dat blue satin dress she left here in? – Where all dat money her husband took and died and left her? – What dat ole forty year ole ‘oman doin’ wid her hair swingin’ down her back lak some young gal?

«Τι θέ­λει και ξα­νάρ­χε­ται μ’ αυ­τή την ερ­γα­τι­κή φόρ­μα; Ένα φό­ρε­μα δεν βρή­κε να βά­λει; ― Πού εί­ναι εκεί­νο το φό­ρε­μα, το μπλε σα­τέν, που φο­ρού­σε όταν έφυ­γε; ― Πού όλα τα λε­φτά που σού­φρω­σε ο άντρας της και πέ­θα­νε και της τ’ άφη­σε; ― Τι κά­νει αυ­τή η σα­ρα­ντά­ρα με το μαλ­λί ν’ ανε­μί­ζει στην πλά­τη της σαν κά­να κο­ρι­τσά­κι;[22]

Η Z. N. Hurston απο­μα­κρύ­νε­ται από το κεί­με­νο αυ­τό πια. Η εν­διά­με­ση κα­τά­στα­ση μί­ας λευ­κής ανά­γνω­σης ενός μαύ­ρου κει­μέ­νου απαι­τεί κά­ποια ανα­γνώ­ρι­ση των φυ­λε­τι­κών δια­φο­ρών: εί­ναι σαν να παίρ­νου­με στα χέ­ρια μας ένα βι­βλίο, χω­ρίς να ξέ­ρου­με τι θέ­λου­με να κά­νου­με μ’ αυ­τό και για­τί να το δια­βά­σου­με. Ή όπως θα έλε­γε και η Cora Kaplan[23] ο αστι­κός φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός έχει «λευ­κά­νει» το κεί­με­νο της Hurston σε ένα συ­ναι­σθη­μα­τι­κό, αβλα­βές κομ­μά­τι διε­θνούς φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, απο­τυγ­χά­νο­ντας να κα­τα­νο­ή­σει τη σχέ­ση του με ένα ει­δι­κό φυ­λε­τι­κό σύ­νο­λο Λό­γου για την οι­κο­γέ­νεια και τη θη­λυ­κό­τη­τα. Κα­λά – κα­λά δεν έχει λη­φθεί υπό­ψη το λε­κτι­κό σύ­μπαν του Eatonville.

Για­τί, εντέ­λει, η φυ­λή ει­σέρ­χε­ται σύν­θε­τα στη φε­μι­νι­στι­κή ανά­γνω­ση. Ή στην πα­ρού­σα πε­ρί­πτω­ση δεν ει­σέρ­χε­ται κα­θό­λου.[24] Έτσι λοι­πόν μπο­ρού­με να βρού­με άρ­θρα, κε­φά­λαια, τό­μους, με­τα­φρά­σεις κει­μέ­νων μαύ­ρων γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέ­ων, που ή αφο­ρούν κεί­με­να και βι­βλία τους που μέ­σα τους μπο­ρούν να εντο­πι­στούν οι εναλ­λα­κτι­κές οι­κο­γε­νεια­κές δο­μές, αφη­γη­μα­τι­κές στρα­τη­γι­κές και κα­τα­σκευ­ές υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας, ή ανυ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τας. Με άλ­λα λό­για, εναλ­λα­κτι­κές στις πο­λι­τι­στι­κές πρα­κτι­κές της λευ­κής πα­τριαρ­χί­ας με τις οποί­ες η λο­γο­τε­χνία, η ανά­γνω­ση, η κρι­τι­κή και η με­τά­φρα­ση λευ­κών συγ­γρα­φέ­ων μοιά­ζει να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται άβο­λα συ­νέ­νο­χη. Ένας φυ­λε­τι­σμός της λευ­κό­τη­τας.[25]

Η Hurston μέ­σα από το βι­βλίο της Τα μά­τια τους κοι­τού­σαν τον Θεό ξε­στρώ­νει την επι­φά­νεια της λευ­κής κουλ­τού­ρας και βρί­σκει από κά­τω απλω­μέ­νο έναν τό­πο κοι­νω­νι­κής πα­θο­λο­γί­ας. Εμείς ως ανα­γνώ­στες, συγ­γρα­φείς, με­τα­φρα­στές, κρι­τι­κοί ακι­νη­το­ποιού­μα­στε από τη μη­δε­νι­κή ορα­τό­τη­τα που μας προ­κα­λεί το λευ­κό προ­νό­μιο (whiteout) κι αφή­νου­με την κυ­ρί­αρ­χη λευ­κή κουλ­τού­ρα να ξα­να­στρώ­νει με την ησυ­χία της το λευ­κό κά­λυμ­μα του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού. 





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: