Υλικά οικοδομών

Υλικά οικοδομών

Στα τριάντα πέντε μου, ναυάγησε η ακαδημαϊκή μου καριέρα και πήρα απόφαση να κάνω απότομη στροφή και να πάω να δουλέψω με τον κουνιάδο μου στην αποθήκη οικοδομικών υλικών που είχε στο Νότιο Μπρονξ. Ήταν σημαντική απόφαση στην ζωή μου και ποτέ μου δεν την μετάνιωσα. Είχε, όμως, απρόβλεπτες συνέπειες για άλλα άτομα, που πέρασαν δεκαετίες προτού καταφέρω να τις αντικρίσω κατάματα.
Ήδη από το γυμνάσιο, όλοι στο περιβάλλον μου, οικογένεια, δάσκαλοι, φίλοι, συμμαθητές, πίστευαν πως ήμουν φτιαγμένος για ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτό που είχα στο νου μου εγώ ο ίδιος δεν ήταν τόσο σαφές. Σίγουρα, κάποια ενασχόληση με ιδέες και διανόηση. Όμως, η έννοια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας μού ήταν εντελώς ξένη. Οι καθηγητές μου στην φιλοσοφία με παρότρυναν να συνεχίσω αυτό το μονοπάτι. Και εγώ, καθώς δεν είχα ξεκάθαρες ιδέες για κάποιαν άλλη κλίση μου, απλώς ακολούθησα.
Ως μεταπτυχιακός φοιτητής, ένιωσα ισχυρή έλξη για το έργο και την προσωπικότητα ενός καθηγητή της Λογικής, που έγινε σύμβουλος και μέντοράς μου. Ο τρόπος ομιλίας του ήταν κάθε άλλο παρά συμβατικός, είχε οξύ και καυστικό χιούμορ και δεν υπήρχε τίποτα το ακαδημαϊκό στην συμπεριφορά του. Είχε κάτι το γατίσιο στο περπάτημά του και η σωματική του έκφραση μού φαινόταν για κάποιον λόγο οικεία, αντίθετα με όλους τους άλλους ακαδημαϊκούς που είχα συναντήσει στην Αμερική — στητή ραχοκοκαλιά και αμέσως αναγνωρίσιμη. Έμοιαζε με έμπειρο μηχανικό, με ικανότητα να διακρίνει μέσα από την ομίχλη της σύγχυσης κάποια καινούργια στοιχεία λογικών μηχανισμών, που κέντριζαν την φαντασία μου και ικανοποιούσαν την ανάγκη μου να δουλέψω πάνω σε κάτι στέρεο και αυστηρά καθορισμένο.
Είχα φτάσει στο σημείο να αισθάνομαι αληθινό μίσος για τους ακαδημαϊκούς μανδαρίνους και πριμαντόνες, ενώ εδώ ήταν ένας τραχύς, πεισματάρης, τολμηρός Εβραίος από το Μπρούκλιν έτοιμος να τα βάλει με τους πιο μεγάλους ερευνητές της Λογικής, και του παρελθόντος και του παρόντος. Έμοιαζε να είναι ο μελετητής που θα οικοδομούσε πάνω στα θεμέλια του Αριστοτέλη και του Λάιμπνιτς και θα έβαζε τον ιδιοφυή Γερμανό αντισημίτη Γκότλομπ Φρέγκε στην θέση του.
Ήταν συναρπαστικό, ήμουν νέος και μπήκα στην μάχη. Είχα δύναμη συγκέντρωσης, επιμονή και μαθηματική δεινότητα. Άνοιξα κάποιους νέους δρόμους. Ωραία θα ήταν ο καθηγητής μου να είχε, να είχαμε, δίκιο. Αλλά, όπως ανακάλυψα, είχε, και είχαμε, άδικο. Και ο αντισημίτης Φρέγκε έτυχε να έχει πραγματικά δίκιο. Όμως, ο καθηγητής μου δεν ήταν πρόθυμος να παραδεχτεί ότι η μέθοδός του είχε όρια και η υπέρβασή τους απαιτούσε κάποιον σαν τον πιο δυσκίνητο, αλλά ευρύτερης εφαρμογής, μηχανισμό του Φρέγκε. Εξερευνήσαμε διάφορες παρακάμψεις και κατασκευές, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Ήθελα πολύ, ήλπιζα, να είχαμε δίκιο, αλλά ήμουν σε θέση να δω ότι είχαμε άδικο. Ο καθηγητής μου κατέφυγε σε διάφορα κόλπα, όλο και σκαρφιζόταν επίκυκλους. Είχα και εγώ το πείσμα μου, μού ήταν αδύνατο να υποχωρήσω. Του χρωστούσα την διδακτική μου θέση και μού το είχε ξεκαθαρίσει ότι την διακινδύνευα. Αλλά, ενώ αυτό μού έφερνε απόγνωση, δεν μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να επηρεάσει την αντίληψή μου για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο. Στο τέλος, έβγαλε το μαχαίρι και έκοψε την καριέρα μου από τις ρίζες της.
Όμως, αντί να στεναχωρηθώ για το ναυάγιο, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, σαν ένα τεράστιο βάρος να είχε φύγει από τους ώμους μου και μπορούσα ξαφνικά να ανασάνω ελεύθερα. Αισθανόμουν την ανάγκη να ξεφύγω από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και να ανακατευτώ με τον κόσμο και τις δουλειές. Και η αποθήκη οικοδομικών υλικών, σε συνδυασμό με την Νέα Υόρκη, φάνταζαν σαν μια καλή αρχή.
Δεν έβλεπα την ώρα να μπω σε αυτήν την καινούργια περιπέτεια. Επιπλέον, όμως, κάτι στην όλη δομή της αποθήκης με έκανε να νιώθω ότι μια μνήμη ή ένα όνειρο από τα παιδικά μου χρόνια είχε πάρει σάρκα και οστά. Tο στενό βάθος της, που οδηγούσε από μια μικρή είσοδο σε έναν μακρύ, μισοφωτισμένο διάδρομο-αποθήκη με ψηλή στέγη· τά κακοφτιαγμένα ράφια, στα γρήγορα καρφωμένα, για να στοιβάζουν ξυλεία, κοντραπλακέ, γυψοσανίδες και άλλα οικοδομικά υλικά· η βρομιά του όλου χώρου και η παλαιότητά του, που θύμιζαν περασμένες εποχές — όλα αυτά ασκούσαν βαθιά έλξη πάνω μου, που εκείνο τον καιρό δεν μπορούσα καν νά αρχίσω να την κατανοώ.
Ταίριαζαν βέβαια με τα τραχιά, εργατικά ρούχα και τις μπότες που έπρεπε να φοράω για να φορτώνομαι και να κουβαλάω ξυλεία και σάκους από ασβέστη και τσιμέντο, ρουχισμός που μου φαινόταν τόσο ξένος ώστε να με απομακρύνει και να με θωρακίζει από τα πεδία των μαχών της διανόησης, όπου είχα περάσει βάσανα και πόνο. Το φαινομενικά ξένο, όμως, το ένιωθα, στην πραγματικότητα, σαν βαθιά οικείο και εντελώς φυσικό. Ναι, βρισκόμουν στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη, στα τέλη του 20ού αιώνα, αλλά αυτό το σκηνικό με ξανάφερνε στην παιδική μου ηλικία στην Ελλάδα, όταν ο πατέρας μου, κάνοντας τη δουλειά του ως μηχανικός, με έπαιρνε μαζί του επίσκεψη σε πρωτόγονα εργαστήρια και αποθήκες στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η αποθήκη μού έδινε την αίσθηση μεγάλης ασφάλειας, χειροπιαστής πραγματικότητας, βαθιάς αγκυροβόλησης.
Ο χώρος μού πήγαινε πολύ, αλλά επίσης και το ωράριο, η καθημερινή ρουτίνα και ο όλος ρυθμός της δουλειάς. Κάθε μέρα, είχαμε δύο περιόδους έντονης, σχεδόν μανιώδους δραστηριότητας: νωρίς το πρωί, που οι εργολάβοι έρχονταν και φόρτωναν τα φορτηγά τους με υλικά για τις εργασίες εκείνης της μέρας, και αργά το απόγευμα, πριν κλείσουμε, που χρειαζόντουσαν υλικά για τις εργασίες του επόμενου πρωινού. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο διαστήματα, δεν είχαμε πολλή δουλειά, μερικές φορές ελάχιστη. Είχαμε μπόλικο χρόνο για να την αράξουμε, να τσιμπήσουμε κάτι, να καπνίσουμε, να ονειροπολήσουμε, να συγκεντρωθούμε στον εαυτό μας, ή να μας πιάσει βαρεμάρα. Ακόμα και να σκεφτούμε, αν κάποιος από μας είχε την διάθεση για κάτι τέτοιο.
Η αποθήκη δεν ήταν παρά ένα απλό κατάστημα, αλλά εμπορευόταν σχετικά ογκώδη αντικείμενα και απαιτούσε πολύ χώρο για να τα αποθηκεύει—και ένα κατάλληλο όχημα για να τα φορτώνει και να τα ξεφορτώνει. Δεξιά και αριστερά από την είσοδο, υπήρχαν δύο ξεχωριστοί κλειστοί χώροι: ο ένας ήταν χώρος γραφείων, που συμπεριλάμβανε ένα μεγάλο εσωτερικό γραφείο για τον ιδιοκτήτη, καθώς και ένα μικρότερο εξωτερικό για τον βοηθό. Αυτό το τελευταίο, είχε ένα παράθυρο πάνω στον διάδρομο της αποθήκης, κοντά στην είσοδο, για να έρχονται οι πελάτες να δίνουν τις παραγγελίες τους και, δίπλα του, την μηχανή του ταμείου. Ο άλλος κλειστός χώρος, στην αντίθετη πλευρά του διαδρόμου, ήταν ένα μικρό δωμάτιο, για να κάθονται οι εργάτες όποτε δεν ήταν απασχολημένοι με το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα. Μια πρωτόγονη τουαλέτα, για κοινή χρήση, βρισκόταν στην πέρα άκρη του δωματίου των εργατών, και ένα μεγάλο, βαρύ, παλαιού τύπου χρηματοκιβώτιο στο γραφείο του ιδιοκτήτη.
Με προσέλαβαν για να αντικαταστήσω τον προηγούμενο βοηθό, έναν ηλικιωμένο Εβραίο από το Μπρονξ, έμπειρο στην δουλειά, αλλά ανίκανο να κρατήσει τα χέρια του μακριά από το ταμείο. Έμεινε λίγους μήνες να με βοηθήσει να μάθω την δουλειά, αλλά ήξερε ότι ήμουν εκεί για να πάρω τη θέση του. Και όμως δεν φαινόταν να μού κρατάει κακία— μάλλον είχε βαρεθεί και ήταν έτοιμος να βγει στη σύνταξη.
Τα καθήκοντά μου ήταν να γράφω τις παραγγελίες, να υπολογίζω το κόστος, να εισπράττω τα χρήματα και να τα τοποθετώ στο ταμείο (χωρίς να βάζω τίποτα στην τσέπη μου, όπως ο προκάτοχός μου), να επιβλέπω την γρήγορη και την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πελατών από τους δύο μας εργάτες, να βοηθώ στο φόρτωμα και το ξεφόρτωμα, όποτε ήταν απαραίτητο, και να κάνω παραγγελίες στους προμηθευτές μας εγκαίρως ώστε τα ράφια να είναι πάντα γεμάτα. Έμαθα την δουλειά γρήγορα και σύντομα έγινα γνωστός για την αξιοπιστία μου και την καλή εξυπηρέτηση, ακόμα και για την φιλική μου διάθεση. Έτσι μπορούσε πια ο κουνιάδος μου να αφήνει την αποθήκη στα χέρια μου για να εξερευνήσει πιο ενδιαφέρουσες επιχειρηματικές δυνατότητες. Και οι δυο μας διαπιστώσαμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι είχα ιδιαίτερη ευχέρεια στις σχέσεις μου με την πελατεία μας στο νότιο Μπρονξ — μετανάστες εργολάβους και τους εργάτες τους, κυρίως Λατίνους, αλλά και Ινδούς, Λιβανέζους, Άραβες, κλπ. H καλή εξυπηρέτηση που προσέφερα και η εμπιστοσύνη που μου έδειχναν ο κουνιάδος μου και οι πελάτες μού έδιναν πραγματική ικανοποίηση.
Μου άρεσε αυτή η δουλειά.
Οι σχέσεις μου με τους δύο Μαύρους εργάτες ήταν και αυτές φιλικές. Μπορεί να ήταν μειονέκτημα για μένα ως επαγγελματία της μέσης τάξης το ότι δεν έδινα προσοχή στο να χτίσω καριέρα, αλλά σ’ αυτή την δουλειά ήταν οπωσδήποτε πλεονέκτημα. Δούλευα ως υπάλληλος γραφείου, ενώ αυτοί έκαναν χειρωνακτική δουλειά, αλλά δεν είχα και δεν έδειχνα καμιά αίσθηση ανωτερότητας. Ήμουν συγγενής του ιδιοκτήτη, όμως δεν υπήρχε μεταξύ μας τόσο πολλή οικειότητα και μου ήταν πιο άνετο και ευχάριστο να κάνω παρέα με τους εργάτες. Δεν είχα καμιά αίσθηση ιεραρχίας που να με εμποδίζει να ανακατευτώ με «κατώτερους» κοινωνικά ανθρώπους. Δεν ήμουν υπερήφανος για την μόρφωση που είχα αποκτήσει—το εντελώς αντίθετο. Μου έλειπε και η παραμικρή πεποίθηση ότι η μόρφωση είναι μια ένδειξη ανωτερότητας. Ήμουν έτοιμος να ανακατευτώ με όλο τον κόσμο.
Μού είχε ήδη έρθει όρεξη για κάτι τέτοιο στην θητεία μου στον ελληνικό στρατό. Αυτή ήταν η πρώτη μου επανάσταση εναντίον μιας ακαδημαϊκής καριέρας, στα είκοσι εφτά μου. Εκμεταλλεύτηκα την δυνατότητα να μειώσω τον χρόνο υπηρεσίας με το να κάνω την θητεία μου ανάμεσα σε δύο περιόδους διδασκαλίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Ήταν η πρώτη φορά που ανακατεύτηκα με κάθε καρυδιάς καρύδι: νέους της μεσαίας τάξης από πόλεις μεγάλες ή μικρές, της εργατικής τάξης, καθώς και της αγροτιάς. Ένιωσα να απελευθερώνομαι από έναν ζουρλομανδύα.
Μορφωμένοι νεαροί Έλληνες μεσοαστοί έβλεπαν την στρατιωτική θητεία σαν χάσιμο χρόνου και ανυπομονούσαν να ξαναγυρίσουν στην καριέρα τους. Εγώ, αντίθετα, χαιρόμουν την απόσταση από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και την μεσοαστική υπόσταση και απολάμβανα βαθιά την σωματική ένταση και ατημελησία της στρατιωτικής ζωής, καθώς και τις απροσδόκητες ευκαιρίες για ήρεμη περισυλλογή και σκέψη μέσα στα στενά όρια της ρουτίνας του στρατοπέδου.
Η δουλειά στην αποθήκη είχε πολλές ομοιότητες με τον ελληνικό στρατό. Αλλά υπήρχε κάτι για το οποίο δεν ήμουν καθόλου ξεκάθαρος, και αυτό έκανε όλη την διαφορά: στον στρατό, οι ανισότητες μεταξύ των στρατιωτών λίγο-πολύ εξομαλύνονταν με την συλλογική τους υποταγή στις ιδιότροπες και παράλογες διαταγές των αξιωματικών. Εδώ στην αποθήκη, όμως, εγώ ήμουν συγγενής του ιδιοκτήτη, ενώ οι δύο Μαύροι ήταν απλοί εργάτες. Μπορεί να μην ένιωθα μεγάλη οικειότητα με τον κουνιάδο μου, αλλά ήμουν εδώ μόνο και μόνο επειδή μου έκανε την χάρη ως συγγενής, και η παραμονή μου στο γραφείο υποτίθεται ότι θα ήταν σύντομη, μέχρι να βρω μια θέση που, όπως λεγόταν, θα ήταν «ανάλογη με τα πτυχία και τα προσόντα μου». Όσο και αν επαναστατούσα εναντίον των αξιώσεων της μεσοαστικής υπόστασης, δεν έπαυα να βρίσκομαι μέσα στο πεδίο βαρύτητάς της.
Οι δύο Μαύροι εργάτες ήταν πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Ο Κέβιν ήταν λιγόλογος, ντροπαλός και ήπιος, με ευχάριστο, στρογγυλό πρόσωπο και κάμποσο παραπανίσιο λίπος στο κορμί του. Ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς διαφορετικός: ψηλόλιγνος και μυώδης, είχε μακρόστενο πρόσωπο με έντονα χαρακτηριστικά και δυνατή προσωπικότητα. Είχε αίσθηση χιούμορ, περιπαικτική διάθεση και γέλιο γενναιόδωρο. Είχε έναν τρόπο να σε κοιτάει κατάματα χωρίς να χαμηλώνει το βλέμμα του: δεν ήταν πρόθυμος να κάνει υποχώρηση σε κανέναν.
Είχε μεγαλώσει στον Νότο, όπου είχε μπλεξίματα με την αστυνομία—κάποια πλαστή επιταγή. Μεταναστεύοντας στην Νέα Υόρκη, γνώρισε και ερωτεύτηκε μια όμορφη Mαύρη κοπέλα, την Έλεν, που έγινε γυναίκα του. Η ‘Ελεν ήταν μέλος μιας στενά συνδεδεμένης θρησκευτικής κοινότητας και τον έπεισε να γίνει και αυτός μέλος της εκκλησίας της και να ασπασθεί αυστηρή χριστιανική πειθαρχία: ούτε πιοτό, ούτε τσιγάρο, ούτε ναρκωτικά, μόνο μια τίμια δουλειά. Ήταν φανερό πως τον είχε βοηθήσει να γυρίσει μια νέα σελίδα στην ζωή του. Φαίνονταν ταιριαστό ζευγάρι, σοβαροί για τον τρόπο ζωής που επεδίωκαν, αλλά και όμορφοι, γεμάτοι χάρη και ακτινοβολία.
Και για τον Ρόμπερτ και για μένα, η αποθήκη ήταν μια νέα αρχή. Και έτσι όπως ήμουν εκείνο τον καιρό, δεν μπορούσα παρά να ανταποκριθώ σε αυτόν τον ζωηρό, εύστροφο, και παιχνιδιάρη Μαύρο. Έχοντας μεγαλώσει σε άλλη χώρα, δεν είχα εσωτερικεύσει το ναρκοπέδιο της προκατάληψης και της αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ Λευκών και Μαύρων που είναι σχεδόν αναπόφευκτο στην Αμερική. Και ο Ρόμπερτ έπαψε να φυλάγεται και μου ανοίχτηκε. Συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλο και πιάσαμε φιλίες.
Ο Άρτι, ο ηλικιωμένος υπάλληλος που με βοηθούσε να μάθω την δουλειά, παρακολουθούσε την οικειότητά μου με τον Ρόμπερτ με ματιά κοφτερή και σαρδόνια. Είχε περάσει όλη του την ζωή ως Εβραίος της χαμηλής μέσης τάξης στην Νέα Υόρκη κοντά στους Μαύρους και δεν είχε κανένα ενδοιασμό να τους κοιτάζει με περιφρόνηση. Τους θεωρούσε πνεύματα αντιλογίας, τεμπέληδες και τσαπατσούληδες. Είχε ζήσει για πολλά χρόνια σε μια μεγάλη πολυκατοικία, μέχρι που μετακόμισαν εκεί πολλοί Μαύροι και, όπως ισχυριζόταν, ρήμαξαν το κτήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτός και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φύγουν από εκεί. «Δεν έχεις ιδέα τι είναι αυτοί οι άνθρωποι», μου έλεγε και δεν έπαυε να με συμβουλεύει να αποφύγω τις πολλές οικειότητες.
Μπορούσε να φέρεται με τραχύτητα και σαρκασμό στον Κέβιν και ιδιαίτερα στον Ρόμπερτ, που τον θεωρούσε πολύ θρασύ, αλλά από την άλλη μεριά έκανε πλάκα μαζί τους και συχνά τους πήγαινε σπίτι τους με το αυτοκίνητό του στο τέλος της ημέρας. Κατά κάποιο τρόπο, είχε μια άνετη οικειότητα μαζί τους, που εγώ ως ξένος δεν θα μπορούσα ποτέ να την αποκτήσω.
Ο Άρτι μιλούσε και σε εμένα ελεύθερα και μοιραζόταν μαζί μου πτυχές της ζωής του. Είχε στενή σχέση με την γυναίκα του, αλλά είχε επίσης και μια Μαύρη κοπέλα που την πλήρωνε να κάνουν μαζί ντους και να του κάνει τσιμπούκι, κάτι που χαιρόταν αφάνταστα. Παρατήρησα, όμως, πως μιλούσε για αυτήν και τα καμώματά τους με συμπάθεια, χωρίς ποτέ να την αποκαλεί πόρνη. Για εκείνον ήταν μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα που έβγαζε χαρτζιλίκι αφήνοντάς τον να χαίρεται το κορμί της και προσφέροντάς του ηδονή. Άκουγα τις ιστορίες του χωρίς να προσπαθώ να του φέρω αντιρρήσεις.

Υλικά οικοδομών

Η αποθήκη ήταν για μένα μια καινούρια αρχή, αλλά το ίδιο και η Νέα Υόρκη. Από τότε που είχα έρθει στην Αμερική να σπουδάσω, είχα περάσει την ζωή μου ανάμεσα σε Βοστώνη και Νέα Υόρκη. Σπουδές στην Βοστόνη, στην συνέχεια διδασκαλία σε κολέγιο στο Νιου Τζέρσεϊ και διαμονή στο Upper West Side της Νέας Υόρκης, και αργότερα, μετά την στρατιωτική μου θητεία, πίσω στην Βοστόνη για διδακτικές θέσεις που οδήγησαν σε αυτήν που τινάχτηκε στον αέρα εξαιτίας της σύγκρουσης με τον καθηγητή μου. Και τώρα πάλι πίσω στην Νέα Υόρκη, αλλά αυτή την φορά σε αποφασιστική ρήξη με την ακαδημαϊκή ζωή.
Στη Βοστόνη, όλες οι φιλίες κι οι γνωριμίες μου είχαν δημιουργηθεί μέσα στο πλαίσιο των σπουδών και της διδασκαλίας, ακόμα και όταν αυτές οι σχέσεις προχωρούσαν σε βαθύτερη επαφή. Στην Νέα Υόρκη, όμως, είχα μια ποικιλία δεσμών που δεν είχαν σχεδόν τίποτα να κάνουν με την ακαδημαϊκή ζωή: σχέσεις με τους πολυάριθμους Ιρακινοεβραίους συγγενείς της γυναίκας μου και Έλληνες φίλους που ή ζούσαν στην Νέα Υόρκη ή έρχονταν κάθε τόσο για επισκέψεις.
Χαιρόμουν βαθιά την συντροφιά των φίλων, αλλά οι σχέσεις μου με τους συγγενείς της γυναίκας μου μού έφερναν σχεδόν απελπισία. Δεν είχαμε παρά ελάχιστα κοινά ενδιαφέροντα και ακόμα λιγότερες κοινές αξίες. Είχαν στενές σχέσεις μεταξύ τους, ήταν πολύ κοινωνικοί και τους άρεσε να μαζεύονται για να κουβεντιάσουν τα νέα, να κάνουν κουτσομπολιό, να απολαύσουν τα δικά τους φαγητά. Είχαν εκτίμηση και σεβασμό κυρίως στο χρήμα, τις ανέσεις και την κοινωνική θέση, αλλά και την αφοσίωση στην οικογένεια, το σόι και την θρησκεία — τον Ιουδαϊσμό, αλλά και την λατρεία του κράτους του Ισραήλ. Η μόρφωση δεν είχε ιδιαίτερη σημασία παρά μόνο για τα πρακτικά της οφέλη. Ήταν συντηρητικοί, σχεδόν οπισθοδρομικοί πολιτικά και κοινωνικά. Είχαν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους, ενώ εγώ αισθανόμουν ένα εντελώς ξένο στοιχείο. Πάλευα να αποφύγω τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, αλλά η γυναίκα μου ήθελε να συμμετέχω και συχνά κατέληγα να την ακολουθώ μην ξέροντας τι να κάνω, σε ποιον να μιλήσω ή για τι να μιλήσω, νιώθοντας να με πιάνει σιγά-σιγά ασφυξία ενόσω η συγκέντρωση συνεχιζόταν χωρίς τελειωμό. Και αυτοί δεν ήξεραν πώς να μου φερθούν. Ήμουν για αυτούς τόσο αχώνευτος όσο και αυτοί για μένα.
Αισθανόμουν κάπως περισσότερη συνάφεια με τον κουνιάδο και αφεντικό μου, αλλά δεν υπήρχε οικειότητα ανάμεσά μας. Τον είχαν στείλει μοναχό του να πάει στο γυμνάσιο στην Αμερική και μετά για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές. Είχε εργαστεί ως μηχανικός σε αμερικανικές εταιρείες, και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ιράν. Είχε συγχρωτιστεί με Αμερικάνους συναδέλφους και αυτή η εξοικείωση με τα αμερικανικά ήθη, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση από την οικογένειά του, είχε διαμορφώσει την επαγγελματική ταυτότητά του και, ακόμα πιο βαθιά, την ίδια την ψυχή του και το πώς έβλεπε τους ανθρώπους και την κοινωνία. Μέσα στην οικογένεια και το σόι ήταν λιγότερο κοινωνικός και κάπως πιο κουμπωμένος, αλλά είχε μεγάλη άνεση και οικειότητα με συναδέλφους επαγγελματίες της μεσαίας τάξης, μετανάστες ή Αμερικανούς.
Όμως τίποτα δεν μετρούσε για αυτόν όσο η αφοσίωση του σε γονείς και αδέρφια, και φρόντιζε να είναι πάντα άψογος απέναντί τους. Έφτασε στο σημείο να διακόψει μια σοβαρή ερωτική σχέση με μια Αμερικανίδα στο Ιράν μόνο και μόνο επειδή οι γονείς του θεωρούσαν απαράδεκτο να παντρευτεί έξω από τον κύκλο τους. Έκανε το ίδιο αργότερα με μιαν Αγγλίδα που είχε ερωτευτεί.
Στην συνέχεια, ανέλαβε την ευθύνη να διευθύνει την αποθήκη ξυλείας προς όφελος ολόκληρης της οικογένειας, πράγμα καθόλου εύκολο για κάποιον με την δική του εκπαίδευση, χαρακτήρα, και πλήρη έλλειψη εμπορικής νοοτροπίας. Και στο τέλος, αυτός που είχε γευτεί αληθινή επαφή με γυναίκες απο άλλα έθνη, δέχτηκε να του προξενέψουν μια Περσίδα από την Νέα Υόρκη. Ο γάμος αυτός, που δεν έγινε από επιλογή δική του αλλά των γονιών του, δεν βγήκε τυχερός. Η γυναίκα μου και εγώ, νιώσαμε φρίκη βλέποντας την σύζυγο του να φέρεται όλο και χειρότερα σαν την τέλεια στρίγγλα και ολόκληρο το συνάφι της να βγαίνουν άνθρωποι σκάρτοι και κενοί. Οι δύο οικογένειες στο τέλος κατέληξαν εχθροί. Ο κουνιάδος μου ήταν βαθιά δυστυχισμένος, αλλά η αφοσίωσή του στην οικογένεια τον εξανάγκαζε στην υπομονή.
Ξέρω ότι θα ήθελα να νιώσω πιο κοντά σε αυτόν τον πολύπλοκο και τόσο επιφυλακτικό άνθρωπο. Όμως, η υπερβολικά υπεύθυνη φύση του και η τεχνοκρατική του νοοτροπία τον δυσκόλευαν να με δεχθεί και να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να νιώσει ζεστασιά μαζί μου. Έτσι υπήρχε μεταξύ μας μια σιωπηρή ένταση, που μετριαζόταν κάπως από την αναγνώριση του ότι, αν και μού έλειπε το είδος της στερεότητας που εκείνος εκτιμούσε, ήμουν ικανός στην δουλειά μου στην αποθήκη. Ήταν, ωστόσο, πολύ δεμένος με την γυναίκα μου, την αδερφή του, και συμφωνούσαν σε πολλά — ίσως περισσότερο από πολλά.
Ο ερχομός μου, λοιπόν, στην Νέα Υόρκη και η εργασία μου στην οικογενειακή επιχείρηση με παραέφεραν κοντά στους συγγενείς της γυναίκας μου, δημιουργώντας έτσι ρήγμα ανάμεσά στους δύο μας, ένα ρήγμα που αργότερα θα γινόταν χάσμα.



Υλικά οικοδομών

Πέρασε η άνοιξη, πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε ο χειμώνας. Με το κρύο, τα κτισίματα λιγόστεψαν και ο ρυθμός της δουλειάς χαλάρωσε. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να στεκόμαστε έξω στον διάδρομο, όπου δεν είχε θέρμανση και επιπλέον φυσούσε. Το να δουλεύουμε μαζί παρέα φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας, από κανόνας έγινε εξαίρεση. Ήμασταν πια χωριστά στους δυο κλειστούς χώρους και δεν είχε νόημα να διασχίσουμε τον παγωμένο διάδρομο για να ανταλλάξουμε, με το ζόρι, λιγοστές κουβέντες. Όταν ερχόταν κανένας πελάτης, εγώ έγραφα την παραγγελία μέσα στο γραφείο μου και εκείνος περνούσε την μεθοριακή ζώνη του διαδρόμου για να την δώσει στους εργάτες και να πιάσει κουβεντούλα μαζί τους στον δικό τους ξεχωριστό χώρο — εργατιά με εργατιά.
Περνούσαμε ώρες αναγκαστικής απραξίας μέσα στα πληκτικά δωμάτια. Τα παλιά καλοριφέρ σιγοσφύριζαν, ο αέρας μπαγιάτευε, οι συζητήσεις ατονούσαν, έπεφταν μακριές σιωπές. Το μυαλό περιπλανιόταν.
Ο διαχωρισμός των δυο κλειστών χώρων, επί εβδομάδες και μήνες, δημιούργησε αντίστοιχο ψυχικό διαχωρισμό και έφερε στην επιφάνεια τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις. Εμείς, η οικογένεια των Λευκών Εβραίων μορφωμένων μεσοαστών ιδιοκτητών, καθόμασταν στο πιο βολικό γραφείο, ενώ εκείνοι, οι Μαύροι χειρωνακτικοί εργάτες με λίγη μόρφωση και λιγοστές επιλογές, περνούσαν ώρες ολόκληρες στο άβολο δωματιάκι τους. Εμείς κάναμε κουμάντο και δίναμε τις εντολές, ενώ εκείνοι έπρεπε να τις εκτελούν. Και στο τέλος της ημέρας, εμείς μπαίναμε στα αυτοκίνητά μας και πηγαίναμε σε άνετα και ασφαλή σπίτια στα βόρεια προάστια, ενώ εκείνοι έπαιρναν το λεωφορείο για να πάνε σε στενάχωρες, πρόχειρες, ανασφαλείς κατοικίες στις φτωχές γειτονιές του Μπρονξ.
Αφού έκλειναν τα μαγαζιά, το γύρω γκέτο απορροφούσε ξανά τους δρόμους και τα πεζοδρόμια του νότιου Μπρονξ. Όταν το πρωί πηγαίναμε για να ξεκλειδώσουμε και να ανεβάσουμε το μεγάλο ρολό στην είσοδο της αποθήκης, συχνά βρίσκαμε μια βρομερή λιμνούλα από κάτουρο, απομεινάρι ενός περαστικού μεθύστακα. Μερικοί από αυτούς, πιο εκδικητικοί, σημάδευαν να φτάσουν όσο γινόταν πιο μέσα στον διάδρομο. Όλοι μας το βλέπαμε αυτό και μας γέμιζε αηδία, αλλά πρέπει να έμπαινε πιο βαθιά κάτω από το πετσί των Μαύρων εργατών.
Ήμουν ευχαριστημένος που είχα ξεκόψει από την ακαδημαϊκή μου καριέρα, αλλά η Φιλοσοφία και η Λογική είχαν απορροφήσει την σκέψη μου επί πολλά χρόνια, και το να σκέφτομαι πάνω σε τέτοια θέματα ήταν για μένα κάτι σαν δεύτερη φύση. Προβλήματα που με είχαν απασχολήσει άρχισαν να αναβλύζουν μέσα στην χειμερινή απομόνωση του γραφείου και σύντομα με κατέκλυσαν. Αντίθετα από άλλους κλάδους, στην Λογική και τα Μαθηματικά μπορεί κανείς να δουλέψει μέσα στο μυαλό του, χωρίς να χρειάζεται σχεδόν καθόλου διάβασμα ή γράψιμο. Ένα απλό σημειωματάριο για να αραδιάσει μερικές φόρμουλες φτάνει και περισσεύει για να κάνει έρευνες σε πολύπλοκα ζητήματα. Μπορεί να στήσει τα κομμάτια στο μυαλό του και να κάνει όποιες κινήσεις θελήσει για να δοκιμάσει διάφορους συνδυασμούς, σαν να παίζει μια παρτίδα σκάκι πάνω σε μιαν αόρατη σκακιέρα. Η απομόνωση και η ανία του γραφείου ήταν ιδανικές συνθήκες για να οξύνουν τις δυνάμεις μου για συγκέντρωση και δεν άργησα να μπω στην περιπέτεια.
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στις εξερευνήσεις. Είχα την ικανότητα και την εκπαίδευση να παίζω διανοητικά παιχνίδια —παιχνίδια που είχαν σχέση με την σύγκρουση με τον καθηγητή μου, παιχνίδια που έδιναν την υπόσχεση ότι θα μπορούσα να αποδείξω με μαθηματική ακρίβεια πως εγώ είχα δίκιο και εκείνος άδικο— κάτι που για μένα θα ήταν προσωπικός θρίαμβος.
Προς τα τέλη του χειμώνα, με τα πρώτα σημάδια της άνοιξης, έλαβα τηλεφώνημα από τον καθηγητή μου. Ένας πρώην φοιτητής του που ειδικευόταν σε πρακτικές εφαρμογές της Λογικής είχε καταφέρει να πείσει ορισμένους επιχειρηματίες να χρηματοδοτήσουν έρευνες για το κατά πόσο η λογική τεχνική του θα μπορούσε να χρησιμέψει ώστε να αυξηθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Άραγε θα με ενδιέφερε να συνεργαστώ; Δεν μπορούσε, μου είπε, να σκεφτεί κάποιον άλλον πιο έμπειρο από μένα για αυτή την έρευνα. Τα λόγια του όχι μόνον μού κίνησαν την περιέργεια, αλλά και με κολάκευσαν. Τού είχα ακόμη μεγάλη εκτίμηση. Και αν η τεχνική του δεν ήταν τόσο πλήρης και γενικευμένη όσο ισχυριζόταν, δεν σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να είναι κατάλληλη για ορισμένες εφαρμογές.
Έτσι συμφώνησα να λάβω μέρος στην έρευνα. Η δουλειά ήταν εξαιρετικά καλοπληρωμένη, αν και οι υποχρεώσεις μου ήταν μόνο για σχετικά λίγες ώρες την εβδομάδα. Ο κουνιάδος μου είχε αρνηθεί επίμονα να μου δώσει μία επιπλέον ελεύθερη μέρα με αντάλλαγμα χαμηλότερο μισθό—«Εσύ και η αδελφή μου δεν μπορείτε να ζείτε επ’ άπειρον σαν φοιτητές», είχε αποφανθεί και επέμεινε όσο και αν προσπάθησα να του εξηγήσω ότι χρειαζόμουν ελεύθερο χρόνο για να κάνω προσωπικές μου έρευνες. Τώρα όμως που θα πληρωνόμουν για την έρευνα και πιθανόν να οδηγούσε σε μια διαφορετική καριέρα, δέχτηκε αμέσως. Με ενθάρρυνε μάλιστα να πάρω όσο χρόνο μου χρειαζόταν.
Μία ημέρα την εβδομάδα, λοιπόν, φορούσα πιο επίσημα ρούχα και περνούσα την μεγαλοπρεπή George Washington Bridge μπαίνοντας βαθιά μέσα στις αγροτικές εκτάσεις του New Jersey με κατεύθυνση τα φωτεινά και λαμπερά, απόμακρα γραφεία μιας εταιρείας για να συναντηθώ και να συζητήσω για την έρευνά μας με μια ομάδα άλλων ειδικών στην Λογική και την επιστήμη των υπολογιστών. Την υπόλοιπη εβδομάδα, φορούσα τραχιά ρούχα και μπότες και δούλευα τις βάρδιες μου στην αποθήκη. Ήταν ένας συνδυασμός που αληθινά μου ταίριαζε—επιτρέποντας μου να διαφυλάξω διφορούμενες πλευρές ταυτότητας και κύρους που για μένα ήταν καίριας σημασίας.
Το να κάνω προχωρημένες έρευνες ενόσω δούλευα σε μια τριτοκοσμική σκατοδουλειά στην αποθήκη: προηγμένος καπιταλισμός δίπλα-δίπλα με πρωτόγονη χειρωνακτική εργασία—να συμμετέχω και στα δύο χωρίς να είμαι υπό την κυριαρχία ούτε του ενός ούτε του άλλου.
Η συνεργασία ήταν ενδιαφέρουσα και παραγωγική. Διήρκεσε περίπου έναν χρόνο, ώσπου οι χρηματοδότες αποφάσισαν να στραφούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και η έρευνα σταμάτησε. Εγώ, όμως, είχα πάρει φόρα, και η στενή επαφή με τους ειδικούς στην επιστήμη των υπολογιστών είχε διευρύνει την εξοικείωση μου με ποικιλία διαφορετικών συστημάτων λογικής. Κατανόησα ότι ένα σύστημα ευρείας χρήσεως σε εφαρμογές με ηλεκτρονικούς υπολογιστές είχε μεγάλες ομοιότητες με την λογική τεχνική του καθηγητή μου, και επειδή ήταν πιο γενικευμένο και πλήρες, θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω για να προσδιορίσω και να οριοθετήσω το σύστημα του καθηγητή μου ως υποσύστημα. Αυτό θα μπορούσε να μου προσφέρει εκείνο που έψαχνα με τόση λαχτάρα: έναν μαθηματικά αυστηρό χαρακτηρισμό του πεδίου εφαρμογής, αλλά, ακόμα σημαντικότερο, των ορίων του λογικού συστήματος του καθηγητή μου. Χρειαζόταν να εργαστώ σκληρά για να συγκεκριμενοποιήσω την διαισθητική αναγνώριση κάποιας παρόμοιας δομής στον βαθμό σαφήνειας που θα επέτρεπε την αυστηρή και λεπτομερή απόδειξη των αναγκαίων θεωρημάτων.
Στο μεταξύ, όμως, στην αποθήκη, αυξανόταν η ένταση ανάμεσα στον Ρόμπερτ και σε εμένα. Η διανοητική εξερεύνηση με είχε κυριέψει τόσο ώστε δεν άφηνε σχεδόν κανένα περιθώριο για οτιδήποτε άλλο. Ήταν συναρπαστικό, αλλά και εξαντλητικό. Ξυπνούσα πολύ νωρίς το πρωί με τον νου μου έτοιμο για αγώνα δρόμου και η έρευνα συνέχιζε να με παρασύρει με απανωτά κύματα σε όλη την διάρκεια της ημέρας. Μέχρι να φτάσω στην δουλειά, ήδη αισθανόμουν εντελώς στραγγισμένος, αλλά, αν βρισκόταν μία ήσυχη στιγμή, το μυαλό άρχιζε να τρέχει ξέφρενα. Εξακολουθούσα να εξυπηρετώ την πελατεία όποτε χρειαζόταν, αλλά δεν μού έμενε παραπάνω ενέργεια ή κίνητρο. Η ανάγκη για επικοινωνία με άλλους είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Αυτή η απομάκρυνση έστειλε λάθος μήνυμα στον Ρόμπερτ. Θα ένιωσε ότι τον απέρριψα, του έδειξα αδιαφορία, ίσως και περιφρόνηση — μηνύματα από Λευκούς που ήταν ιδιαίτερα γνώριμα για τους Μαύρους. Η αντίδρασή του ήταν έντονη.
Ο σβέλτος, ενεργητικός, ευσυνείδητος Ρόμπερτ μεταμορφώθηκε σε έναν αργοκίνητο, μουτρωμένο εργάτη. Άρχισε να δοκιμάζει τα όρια της ανοχής: άφηνε αρκετό χρόνο να περάσει προτού αρχίσει να εξυπηρετεί έναν πελάτη, και αυτό το διάστημα γινόταν μεγαλύτερο μέρα με τη μέρα, βδομάδα με την βδομάδα, ώσπου έγινε αδύνατο να αγνοηθεί. Και όταν επιτέλους φρόντιζε την παραγγελία, τόνιζε τις κινήσεις του και την έκφραση του προσώπου του με τρόπο υπερβολικό ώστε να δείξει ότι, αν και εκτελούσε εντολές, ήταν απολύτως κύριος του εαυτού του και αποφασισμένος να κρατήσει την αξιοπρέπειά του ακόμη και σε καταναγκαστικά έργα. Και παρόλο που έκανε την δουλειά του στραμμένος μπροστά, χωρίς να με κοιτάζει, ήταν φανερό πως οι κινήσεις του είχαν εμένα στόχο τους.
Έκανα ότι δεν καταλάβαινα, μέχρι που έφτασα στο απροχώρητο. Άρχισα να του απευθύνομαι με ύφος οξύ και αυτό τον έκανε να νιώθει ακόμα μεγαλύτερη αγανάκτηση. Η δουλειά έγινε πια πολύ δυσάρεστη. Ποτέ πριν δεν είχα βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση: μου ήταν σχεδόν αδύνατο να παίξω τον ρόλο του αφεντικού, ιδίως προς έναν άνθρωπο σαν τον Ρόμπερτ. Θεωρούσα την συνεργασία ως δεδομένη, όπως ήταν προτού αρχίσει αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσά μας. Η μόνη αντίδραση που είχα στο ρεπερτόριό μου σε εκείνη την φάση της ζωής μου ήταν ο θυμός. Όμως, αν και ο θυμός μου πρέπει να έγινε έντονα αισθητός στον Ρόμπερτ, δεν είχε ως αποτέλεσμα να αυξήσει το κύρος μου—ίσα-ίσα, πέτυχε ακριβώς το αντίθετο.
Η ημέρα που ο Ρόμπερτ μου επιτέθηκε μένει χαραγμένη στην μνήμη μου μετά από ολόκληρες δεκαετίες. Τα πράγματα σαφώς έδειχναν να πηγαίνουν προς τα εκεί. Έπρεπε να το είχα αντιληφθεί. Αλλά, όταν στο τέλος συνέβη, έμεινα τόσο εμβρόντητος ώστε μού ήταν αδύνατο να πιστέψω τι γινόταν προτού βρεθώ στο πάτωμα με τον Ρόμπερτ από πάνω μου, με τα χέρια του να μου σφίγγουν τον λαιμό.
Θυμάμαι ακριβώς πώς έγινε. Ο Ρόμπερτ άργησε πάρα πολύ προτού αρχίσει να εξυπηρετεί έναν πελάτη. Του έκανα παρατήρηση φωνάζοντας θυμωμένα. Απομακρύνθηκε σαν να μην με είχε καν ακούσει. Τον ακολούθησα, υψώνοντας την φωνή μου ακόμα περισσότερο. Έξαλλος, γύρισε προς τα πίσω, μου έδωσε μια γερή σπρωξιά και χύμηξε καταπάνω μου.
Ο κουνιάδος μου και ο Κέβιν πετάχτηκαν έξω και μας χώρισαν. Το ανεπανόρθωτο, όμως, είχε ήδη συμβεί. Άκουσα τον κουνιάδο μου να διατάζει τον Ρόμπερτ να μαζέψει τα πράγματά του, να φύγει, και να μην ξαναπατήσει ποτέ στην αποθήκη. Μετά από λίγα λεπτά, είδα τον Ρόμπερτ να φεύγει οριστικά, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του ούτε μία φορά. Δεν τον ξαναείδα.
Ύστερα από δύο εβδομάδες, ρώτησα τον Κέβιν αν ήξερε κάτι για τον Ρόμπερτ. Δούλευε σε μια μεγαλύτερη αποθήκη οικοδομικών υλικών πιο κάτω στην λεωφόρο. Είχε καλύτερο μισθό και απολαβές, αλλά έπρεπε να δουλεύει περισσότερες ώρες, μέχρι να σκοτεινιάσει. Έχει αλλάξει, είπε ο Κέβιν. Το είχε ρίξει πάλι στο κάπνισμα, έπινε, έβριζε. Είχε γίνει κυνικός. Ρώτησα πώς τα πήγαινε με την γυναίκα του, αλλά ο Κέβιν δεν ήξερε.
Τους είχα πολύ στον νου μου, τον Ρόμπερτ και την γυναίκα του — την ζωή τους μαζί, το τι θα μπορούσε τώρα να μπει ανάμεσά τους. Γνώριζα σε βάθος πως, όταν ο Ρόμπερτ διέσχισε μια κόκκινη γραμμή για να μου επιτεθεί, διέσχιζε μια κόκκινη γραμμή στην ζωή του την ίδια. Ένιωθα πολύ άσχημα, αλλά δεν πήρα επάνω μου όλη την ευθύνη για το περιστατικό. Συνέχισα την δουλειά μου στην αποθήκη, εξακολούθησα την έρευνα, το ένα έφερε το άλλο, όπως συμβαίνει στην ζωή των περισσότερων ανθρώπων. Μόλις τώρα που τα βάζω όλα κάτω συνειδητοποιώ πλήρως τι συνέβη τότε.

Υλικά οικοδομών

Υστερα από μερικούς μήνες, είχα την οριστική λύση στο πρόβλημά μου στην Λογική. Λίγο αργότερα, ένα άρθρο μου έγινε δεκτό προς δημοσίευση σε ένα δόκιμο περιοδικό ερευνών στην Λογική. Ήταν μια κομψή και εύστροφη λύση. Όμως, το ίδιο το πρόβλημα δεν είχε και τόση βαρύτητα αφού το έργο του καθηγητή μου έγινε αποδεκτό και μελετήθηκε μόνο από λιγοστούς ερευνητές Λογικής και Φιλοσοφίας — για ορθούς λόγους.
Η δημοσίευση έπαιξε μικρό ρόλο στην καριέρα μου. Πνίγηκε σε μια μάζα παρόμοιων δημοσιευμάτων, επιδέξιων μεν, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία για κανέναν.
Για μένα όμως, ήταν ένας θρίαμβος. Ένα από τα λίγα πράγματα που έκανα στην ζωή μου που μου στέριωσαν τα σωθικά, μου όρθωσαν την ραχοκοκαλιά και με βοήθησαν να εξουδετερώσω προσωπικά τέρατα και να νιώσω κάποιο μέτρο ειρήνης — σχεδόν όσο το να βρω το κουράγιο μεσήλικας να αφήσω την γυναίκα μου και να ξαναρχίσω από την αρχή.



_____________
Το κείμενο γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε από τον συγγραφέα, με επιμέλεια του ελληνικού κειμένου από την Σοφία Μυλωνά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: